... των δακρύων
zoom in
20.00€ -10% 18.00€
  • Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

    Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη

  • ISBN:

    9789604773909

  • Κατηγορίες:

    Δοκίμια

  • Έτος κυκλοφορίας

    2019

  • Εκδότης

    Οδός Πανός

Κωστής Μπαστιάς

Κωστής Μπαστιάς (Συγγραφέας)

Μπαστιάς Κωστής (1901-1972). Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πεζογραφία, τη δημοσιογραφία και το θέατρο. Για πολλές δεκαετίες υπήρξε στο κέντρο των πολιτιστικών και πολιτικών γεγονότων ασκώντας την επιρροή του ως εκδότης, αρχισυντάκτης ή χρονογράφος μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και ως γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1937-1941), της Λυρικής Σκηνής (1940-41 και 1959-1963) και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία αρχίζει στην Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1925 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης και διευθυντής των εφημερίδων Δημοκρατία και Εσπέρα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Συνεργάζεται επίσης με τον Ελεύθερο Τύπο του Χρ. Καβαφάκη, την Πρωία των αδελφών Πεσμαζόγλου, την Εστία των αδελφών Κύρου, την Καθημερινή του Γ. Α. Βλάχου και κυρίως τη Βραδυνή του Δ. Αραβαντινού από το 1936 ως το 1972. Το 1927 εκδίδει το μαχητικό περιοδικό της δημοτικής Ελληνικά Γράμματα, όπου στεγάζει την ομάδα του Αλέξανδρου Δελμούζου μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1935 την ημερήσια ανεξάρτητη εφημερίδα Ηχώ της Ελλάδος με αρχισυντάκτη τον ανθολόγο της ελληνικής ποίησης Ηρακλή Αποστολίδη και το 1964 το εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό Άλφα. Το 1923, όταν είναι μόλις 22 ετών, η Κυβέλη ανεβάζει το θεατρικό έργο του Πέτρα σκανδάλου με θέμα τον Α. Δελμούζο και το πρότυπο παρθεναγωγείο Βόλου. Το 1924 και 1925 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει άλλα δύο θεατρικά έργα του. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930, ο Γεώργιος Παπανδρέου τον διορίζει γενικό γραμματέα με διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Αποχωρεί από το θέατρο το Δεκέμβριο του 1934, μετά το θάνατο του Πολίτη αλλά επανέρχεται τον Οκτώβριο του 1935, μία εβδομάδα πριν την ανατροπή της κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη, ως εισηγητής δραματολογίου. Το 1937, ο Ιωάννης Μεταξάς του αναθέτει τη γενική διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Κατά την παραμονή του στο Εθνικό καθιερώνει τα φεστιβάλ αρχείου δράματος, προωθεί τις απόψεις του για την παρουσίαση των αρχαίων τραγικών στα αρχαία θέατρα με παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το 1938, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, χρησιμοποιεί το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ανεβάζοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη. Δημιουργεί το Βασιλικό Θεσσαλονίκης (1940) και ιδρύει τη Λυρική Σκηνή (1940). Δημιουργεί επίσης το περιοδεύον θέατρο Άρμα του Θέσπιδος (1939), τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (1937) και εγκαινιάζει τον θεσμό των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων (1939) και της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο (1938). Το μεγάλο του όνειρο, η καθιέρωση του Εθνικού Θεάτρου ως ένα από τα σημαντικότερα θέατρα της Ευρώπης, πραγματοποιείται το 1939 με τις ιστορικές τουρνέ: Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Βερολίνο. Οι αγγλικές εφημερίδες συγκρίνουν το Εθνικό με την Comedie Francaise, το Θέατρο Τέχνης του Στανισλάφσκι στη Μόσχα και το θέατρο Habima. Συγκεκριμένα, οι Times του Λονδίνου γράφουν: «Σε καμμιά χώρα η θεατρική σκηνή δεν χρωστά περισσότερα στην ενεργητικότητα, τον ενθουσιασμό και την γνώση ενός ανθρώπου, όσο η ελληνική σκηνή οφείλει στον Κωστή Μπαστιά». Από τη λογοτεχνική του εργασία θα πρέπει να αναφέρουμε: Στεριές και θάλασσες (1932), Τ’ Αλιευτικά (1935), Οι άνθρωποι και τα ζώα (1939), Λιμάνια (1939), Μηνάς ο Ρέμπελος, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1939), Η Μπουμπουλίνα (1944), Αράχνη 44 (1946), Ο Παπουλάκος (1951), Νέον Κυριακοδρόμιον (1956) και το δοκίμιο Ο Παπαδιαμάντης (1962). Με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, παραιτείται από το Εθνικό Θέατρο. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται διότι ασκεί «φιλοαγγλική προπαγάνδα». Μετά την Κατοχή αναχωρεί για τη Νέα Υόρκη, όπου θα μείνει για οκτώ χρόνια (1946 - 1954) ως ανταποκριτής της Βραδυνής στον Ο.Η.Ε. Με την επιστροφή του, θα αναλάβει πάλι τη γενική διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής (1959) και θα μετακαλέσει τη Μαρία Κάλλας για να ανεβάσει στην Επίδαυρο τις ιστορικές πλέον παραστάσεις της Νόρμας (1960) και της Μήδειας (1961). Το 1961 θα αναλάβει επίσης, ταυτοχρόνως με τη Λυρική, και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και θα φροντίσει για την αγορά του οικοπέδου της Αγίας Παρασκευής και την ανέγερση του ραδιομεγάρου. Βιβλιογραφία: Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, τόμοι 2, Αθήνα, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Συλλογικό έργο (Συγγραφέας)


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Συγγραφέας)

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ΄ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ΄ όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Μ. Καραγάτσης

Μ. Καραγάτσης (Συγγραφέας)

O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον Aʼ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν "Aς γελάσω".
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γαλάτεια Καζαντζάκη

Γαλάτεια Καζαντζάκη (Συγγραφέας)

Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Η μόρφωσή της προήλθε από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τη φοίτησή της σε γαλλικό σχολείο. Το 1911 παντρεύτηκε το Νίκο Καζαντζάκη, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το Μάρκο Αυγέρη. Ιδεολογικά εντάχτηκε από νεανική ηλικία (γύρω στο 1920) στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Πέθανε μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον που δημοσίευσε στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περιοδικού Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα Γυναίκες σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση τη Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και στόχο την απομυθοποιητική (ομολογουμένως μονομερή) απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Γαλάτειας Καζαντζάκη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Καζαντζάκη Γαλάτεια», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Αφιέρωμα ·Γαλάτεια Καζαντζάκη · Εις μνήμην. Αθήνα, 1964, Καστρινάκη Αγγέλα, «Γαλάτεια Καζαντζάκη», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.422-446. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Καζαντζάκη Γαλάτεια», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου (Συγγραφέας)

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το 1923 το Άγιον Όρος. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδη, σε ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και το γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλούς φορητούς πίνακες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά. Για το σύνολο της προσφοράς του βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ανδρέας Καρκαβίτσας (Συγγραφέας)

O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ΄ Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστ


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γεώργιος Αθάνας

Γεώργιος Αθάνας (Συγγραφέας)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987) Ο Γιώργος Αθάνας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Αθανασιάδη - Νόβα) γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αδερφός του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη - Νόβα, λογοτέχνη, δημοσιογράφου και κριτικού. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία για εικοσιπέντε χρόνια, ως συνεργάτης των εφημερίδων Ακρόπολις, Πολιτεία, Αθηναϊκή και Νέος Κόσμος. Σταδιοδρόμησε ως πολιτικός, αρχικά ως βουλευτής με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων (του Ιωάννη Μεταξά) και στη συνέχεια με το Προοδευτικό Κόμμα (του Γεωργίου Καφαντάρη), το Κόμμα των Φιλελευθέρων και την Ένωση Κέντρου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής, Yπουργός Εσωτερικών, Παιδείας, Βιομηχανίας, Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ενώ τον Ιούλιο του 1965 έγινε πρωθυπουργός, παραιτήθηκε ωστόσο λίγες μέρες αργότερα μετά από καταψήφιση της κυβέρνησής του από τη Βουλή. Την περίοδο 1965-1966 διετέλεσε αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Στο χώρο της λογοτεχνίας είναι γνωστός κυρίως ως ποιητής. Η γραφή του κινείται στο χώρο του λυρισμού με θέματα αντλημένα από την αγροτική ζωή της Ρούμελης. Τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή διηγημάτων του Απλοϊκές Ψυχές (1931). Πέθανε στην Αθήνα. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Αθάνα βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Αθάνας Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968 και χ.σ., «Αθανασιάδης - Νόβας Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Λιλίκα Νάκου

Λιλίκα Νάκου (Συγγραφέας)

Λιλίκα Νάκου (1904-1989). Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ʼ30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Λιλίκας Νάκου βλ. Κοκκίνης Σπύρος, «Aνέκδοτη βιογραφία της Λιλίκας Νάκου», Πάροδος 7, 4/1991, σ.496-498, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Νάκου Λιλίκα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Νάκας Θανάσης, Συνέντευξη με τη Λιλίκα Νάκου, Τομές48, 5/1979, σ.4-15, Ζήρας Αλεξ., «Νάκου Λιλίκα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Παρίσης Νικήτας, «Λιλίκα Νάκου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.184-202. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Σπύρος Μελάς (Συγγραφέας)

Σπύρος Μελάς (1882 - 1966). Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο γιος πταισματοδίκη. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε, παιδί ακόμη, στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του καθώς από νωρίς τον τράβηξαν η δημοσιογραφία και η τέχνη. Ήδη στα είκοσί του χρόνια ήταν τακτικός συνεργάτης του "Άστεως" και αργότερα της "Ακρόπολης", όπου δημοσίευσε και λογοτεχνικά πρωτόλεια, επηρεασμένα από τη γαλλική επιφυλλιδογραφία. Συντάκτης σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες ("Εμπρός", "Ημερήσια Νέα", "Ημερήσιος Τηλέγραφος", "Καθημερινή", "Έθνος", "Ελευθερία", "Αθηναϊκά Νέα", κ.α.), χρονογράφος, ανταποκριτής σε ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και την Αίγυπτο και εκδότης των περιοδικών "Ιδέα" (1933-1934) και "Ελληνική Δημιουργία" (1948-1954), ασχολήθηκε παράλληλα με το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας. Σημαντικό ρόλο στη στροφή του στο θέατρο διαδραμάτισε η εμπειρία του από το Παρίσι, όπου έζησε κατά καιρούς για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πολυποίκιλη δραστηριότητά του κάλυψε χρονικά το πρώτο μισό του αιώνα μας και ο συγγραφέας πήρε ενεργό μέρος στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του. Με αφετηρία την προοδευτική πολιτική παράταξη οδηγήθηκε γύρω στο 1910 στον χώρο του σοσιαλισμού, στη συνέχεια στο κόμμα του Βενιζέλου και τέλος μέσω του περιοδικού "Ιδέα" στον χώρο του ελληνοκεντρικού ιδεοκρατισμού που ακολούθησε μια μερίδα της γενιάς του Τριάντα, όπου ανήκε και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Ακαδημαϊκός από το 1935 στράφηκε προς την ιδεολογική συντήρηση, γεγονός που προκάλεσε αντιφατικές γνώμες των συγχρόνων του για το πρόσωπό του. Τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του και την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο Βαλκανικό μέτωπο, κατέγραψε στους τόμους "Από τα ταξίδια μου", "Αμερική" και "Πολεμικές σελίδες". Το θεατρικό έργο του παρουσιάζει έντονα τα σημάδια από τη δραματουργία του Ίψεν και τη φιλοσοφία του Νίτσε, ενώ ο προσανατολισμός της γραφής του είναι σαφώς κοινωνικός. Ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης (1925) και της Ελευθέρας Σκηνής (1929 με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ), φοίτησε σε σκηνοθετικά εργαστήρια του Παρισιού το 1928 και το 1935 ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο θίασο Καινούριο Θέατρο της κυρίας Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Η σκηνοθετική του δραστηριότητα συνέβαλε στην ανανέωση του αθηναϊκού θεατρικού ρεπερτορίου και στην ευθυγράμμισή του με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα όπως "Ο γιος του ίσκιου", "Το κόκκινο πουκάμισο", "Το άσπρο και το μαύρο", "Μια νύχτα, μια ζωή", "Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται", "Παπαφλέσσας", κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση (στη νεανική του ηλικία), τη διηγηματογραφία και κυρίως με τη μυθιστορηματική ιστοριογραφία, όπου ξεχώρισε για τη γλαφυρότητα του ύφους του και την οικονομία της γραφής του. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Σπύρου Μελά βλ. Νέστωρ Μάτσας, "Σπύρος Μελάς", περιοδικό "Νέα Εστία", τ. Μ΄, τχ. 947 (Χριστούγεννα 1966), σ.13, Δημήτρης Γιάκος, "Μελάς Σπύρος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Χ.Δ. Γουνελάς, "Μελάς Σπύρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, "Σπύρος Μελάς", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο", τ. ΙΑ΄ (1900 - 1914), Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σελ. 326-343, και Αλέξης Ζήρας, Χριστίνα Λύσσαρη, "Μελάς Σπύρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σελ. 1378-79. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Μιχαήλ Μητσάκης

Μιχαήλ Μητσάκης (Συγγραφέας)

Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου "The Athens Review of Books", τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Δημοσθένης Βουτυράς

Δημοσθένης Βουτυράς (Συγγραφέας)

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ (1872-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλέξ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Πολιτάρ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Διονύσιος Α. Κόκκινος

Διονύσιος Α. Κόκκινος (Συγγραφέας)

Διονύσιος Α. Κόκκινος (1884-1967). Ο Διονύσιος Κόκκινος του Αντωνίου και της Αγγελικής γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Φοίτησε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς από νωρίς τον κέρδισαν η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία. Από το 1935 και για είκοσι χρόνια εργάστηκε ως διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1908 με τη δημοσίευση ενός διηγήματος στο "Νουμά" του Δ.Ταγκόπουλου και την ίδια περίοδο εξέδωσε την εφημερίδα "Μέλλον", ενώ παράλληλα συνέχισε να δημοσιεύει κριτικά άρθρα και χρονογραφήματα σε έντυπα της εποχής (όπως οι εφημερίδες "Ακρόπολις", "Καθημερινή", "Έθνος", "Πρωία") με διάφορα ψευδώνυμα, κυρίως τα Μακκαβαίος και Άριελ. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως οπλίτης και το 1914 εξέδωσε τέσσερις τόμους με εντυπώσεις του. Τιμήθηκε με το Βραβείο Ιστορίας της Ακαδημίας Αθηνών (για το ογκώδες ιστορικό έργο του "Ελληνική Επανάστασις") και το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1948, για τη συνολική προσφορά του). Το 1950 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα. Το λογοτεχνικό έργο του Διονύσιου Κόκκινου, πλούσιο σε ποσότητα καλύπτει τους χώρους του μυθιστορήματος, του διηγήματος, ενώ έγραψε και έργα για το θέατρο, από το οποία το μονόπρακτο "Η χαμένη" παραστάθηκε το 1939 από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Διονύσιου Κόκκινου βλ. Δόξας Τάκης, "Κόκκινος Α. Διονύσιος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, "Διονύσιος Α. Κόκκινος", στο έργο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας: από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. ΙΑ΄, 1900-1914, σ.377-394. Αθήνα: Σοκόλης, 1998, Ω., "Κόκκινος Διονύσιος", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 14. Αθήνα: Πυρσός, 1930 και χ.σ., "Κόκκινος Διονύσιος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Μέλπω Αξιώτη

Μέλπω Αξιώτη (Συγγραφέας)

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973) Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απʼ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Έλλη Αλεξίου

Έλλη Αλεξίου (Συγγραφέας)

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-1988) Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων. Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur dʼ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Παπαγεωργίου Κώστας, «Έλλη Αλεξίου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.168-217. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, Σιμόπουλος Ηλίας, «Δασκαλάκη Έλλη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Φωσκαρίνης Θ., «Βιογραφία» (Έλλης Αλεξίου), Έλλη Αλεξίου · Μικρό αφι
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Δημήτρης Χατζής

Δημήτρης Χατζής (Συγγραφέας)

Δημήτρης Χατζής (1913-1981). Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, γιος του Γεώργιου Χατζή, ποιητή (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν) και εκδότη της εφημερίδας Ήπειρος , και της Αθηνάς το γένος Κυριακοπούλου από το Αίγιο. Είχε έξι αδέρφια. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει το 1930 μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογένειάς του. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο (Ζωσιμαία Σχολή) και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους. Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και υπηρέτησε την ιδεολογία του στα Γιάννενα. Ένα χρόνο αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά και το δικτατορικό καθεστώς τον εξόρισε στη Φελέγανδρο (επέστρεψε το 1937). Μετά την έισοδο των Γερμανών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο · συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό τύπο και στη συνέχεια με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία παρέμεινε ως υπέυθυνος σύνταξης ως το κλείσιμό της (1947). Το καλοκαίρι του 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, (που έγινε η δεύτερη πατρίδα του · εκεί έμεινε για τριάντα περίπου χρόνια και έκανε τον πρώτο του γαμο), όπου μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Με τη βοήθεια του προηγουμένου πραγματοποίησε ερευνητική εργασία και διδακτορική διατριβή με θέμα Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, με υποτροφία στην Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου. Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της βυζαντινής φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa. Το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί την ουγγρική υπηκοότητα και ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι, κατόπιν πιέσεων της γαλλικής αστυνομίας να ζητήσει πολιτικό άσυλο όμως, αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο και γύρισε στη Βουδαπέστη. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1975, όταν ακυρώθηκαν οι δυο καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία, που τον βάρυναν από την εποχή του εμφυλίου. Το 1975 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με μεγάλη επιτυχία · μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν. Από το 1975 ως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του). Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποιά απέκτησε μια κόρη την Ελένη - Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων. Οι πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες του Δημήτρη Χατζή τοποθετούνται γύρω στο 1930, οπότε άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες της Ηπείρου. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του "Η Φωτιά". Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές διηγημάτων και ένα ακόμη μυθιστόρημα, καθώς επίσης πολλά δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, που παρέμειναν ανέκδοτα. Το έργο του τοποθετείται στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ανήκει στους ανανεωτές ρεαλιστές συγγραφείς της μεταπολεμικής
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Κώστας Σούκας (Συγγραφέας)

Κώστας Σούκας (1894/1896-1981). Ο Κώστας Σούκας γεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στον Πειραιά, γιος του Δημητρίου Σούκα και της Αντιγόνης Καψαμπέλη. Στη γενέτειρά του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, χρονογράφος και φιλολογικός συνεργάτης στον τοπικό και αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και ως υπάλληλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και πήρε μέρος σε εκπαιδευτικό ταξίδι στα λιμάνια της Μεσογείου με το πολεμικό πλοίο Αβέρωφ. Υπήρξε επίσης ειδικός γραμματέας της Ένωσης Μηχανικών. Από το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Η ζωή του σημαδεύτηκε από το θάνατο των δύο παιδιών του και της γυναίκας του. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος Αποστόλης Καρλάς (με το ψευδώνυμο Κ.Χαλδαίος) το 1935. Γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε κυρίως με την έκδοση της νουβέλας Θάλασσα το 1943. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1957 για το έργο του Το ποινικό μητρώο μιας εποχής), το μετάλλιο πνευματικής αξίας του Δήμου Πειραιά και λίγες μέρες πριν το θάνατό του η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών του οργάνωσε τιμητική βραδιά, στην οποία ο Σούκας δε μπόρεσε να παρευρεθεί. Ο Κώστας Σούκας ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της γενιάς του μεσοπολέμου. Με σαφείς επιρροές από το έργο των Ντοστογιέφσκι και Μπερντιάγιεφ αλλά και από τη δημοσιογραφική πείρα του συγγραφέα, το έργο του κινείται στο χώρο του κοινωνικού ρεαλισμού με αξιόλογα ψυχογραφικά στοιχεία, είναι θεματικά εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών και των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά και σταθερά προσανατολισμένο γύρω από την αγωνία του συγγραφέα για την κατάκτηση και διατήρηση της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου, στα πλαίσια των κοινωνικών προβλημάτων. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Σούκα βλ. Γεράνης Στέλιος, «Σούκας Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παγανός Γ.Δ., «Κώστας Σούκας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.60-82. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Θανάσης Θ. Νιάρχος

Θανάσης Θ. Νιάρχος (Ανθολόγος)

Ο Θανάσης Νιάρχος γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Γαλλική Φιλολογία. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Ποίηση: "Εικοσιτέσσερα νυχτερινά τραγούδια" (1970) και "Έρως έρωτας" (1979). Δοκίμια: "Η ανθρώπινη ανησυχία" (1973), "Κατά μέτωπο" (1980), "Ο αόρατος χρόνος" (1988), "Ημερολόγιο μιας διαμαρτυρίας" (1999), "Ο έρωτας για τους άλλους" (1999), "Καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής" (1999), "Για τον Άγγελο Τερζάκη" (2002). Συνομιλίες με εκπροσώπους των ελληνικών γραμμάτων με τους τίτλους "Πραγματογνωμοσύνη της εποχής" (1976) και "Τα παιδικά μου χρόνια" (2003). Από το 1981 εκδίδει μαζί με τον Αντώνη Φωστιέρη το λογοτεχνικό περιοδικό "Η λέξη". Έχει την επιμέλεια της σειράς "Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί" των εκδόσεων Καστανιώτη, στην οποία φιλοξενούνται κείμενα σημαντικών δημιουργών του νεοελληνικού πολιτισμού. Έχει μεταφράσει βιβλία των Κάφκα, Μίλερ, Λούθερ Κινγκ, Κοκτώ, κ.ά. Είναι επίσης συνεργάτης της εφημερίδας "Τα Νέα".

Εκδότης:
Τόπος Έκδοσης:
Αθήνα
Τόμος:
1
Δέσιμο:
Χαρτόδετο
Σελίδες:
410
Διαστάσεις:
21x14
Βάρος:
0.614 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση