Μια νύχτα του Αυγούστου

της Victoria Hislop

Δεκατρία χρόνια μετά «Το νησί», η Victoria Hislop έγραψε τη συνέχειά του κατά τη διάρκεια της πανδημίας του 2020, όπου βίωσε, όπως κι όλος ο κόσμος, μια σειρά από ομοιότητες ανάμεσα στους ανθρώπους που ζούσαν στο άσυλο της Σπιναλόγκας και στη σημερινή εποχή: «Δεν ήμασταν μεν ασθενείς… όμως νιώσαμε στο πετσί μας την απομόνωση και τις ελλείψεις σε είδη διατροφής… και βιώσαμε τον φόβο απέναντι σε μια ασθένεια για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία» (σελ. 10). Η συγγραφέας λοιπόν, συνειδητοποιώντας πως προσπέρασε αρκετούς από τους χαρακτήρες στο κλείσιμο του πρώτου βιβλίου, διερευνά τώρα σε μεγαλύτερο βάθος τα συναισθήματα και την κατάληξη κάποιων από αυτούς.

Και πράγματι, το μυθιστόρημα μπαίνει στα κομψά και φωτεινά σαλόνια των Βανδουλάκηδων, τον γιο των οποίων, Αντρέα, παντρεύτηκε η Άννα και μαθαίνουμε καλύτερα για την ψυχολογία της κοπέλας, για τη στάση της απέναντι στον ξάδελφο Μανόλη, για τους λόγους αποστασιοποίησης από την οικογένειά της (που δεν ήταν μόνο η λέπρα), για το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε η κόρη της, Σοφία κι όλα αυτά ως τη μοιραία νύχτα του Αυγούστου. Η Μαρία, που επέστρεψε θεραπευμένη στην Πλάκα όπως κι όλοι οι ασθενείς της Σπιναλόγκας, προσπαθεί να πιάσει τη ζωή της από την αρχή και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκάλεσαν στις ζωές όλων οι δύο πυροβολισμοί εκείνης της βραδιάς. Ο χαρακτήρας της είναι γεμάτος δύναμη και θέληση για συγχώρεση και σταδιακά αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον ένοχο και την κοινωνία που τον καταδίκασε σε φυλάκιση. Η συγγραφέας καταγράφει με ενάργεια τις πτυχές μιας συμπεριφοράς που λίγοι θα έβρισκαν τη δύναμη να υιοθετήσουν. Επιπλέον, βγαίνει στο προσκήνιο η καλύτερη φίλη της Μαρίας, Φωτεινή, με τον αδελφό της, Αντώνη, καθώς και ο πατέρας που δεν έχει ξεπεράσει την απώλεια δύο αγαπημένων του προσώπων. Άνθρωποι λοιπόν που αγωνιούν για μια συγνώμη, που προσπαθούν να νικήσουν το άδικο με το οποίο παλεύουν φτιάχνουν τις ζωές τους στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, όπου μόλις αχνοφαίνεται η μετέπειτα μαζική επέλαση του τουρισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη γεωμορφολογία του τόπου.

Πάνω απ’ όλους όμως κυριαρχεί η μορφή του Μανόλη που εξαφανίστηκε μετά τη δολοφονία που σημάδεψε τη νύχτα του Αυγούστου. Είχε κάποια ανάμιξη με το έγκλημα; Γιατί το έσκασε από την Κρήτη και πού κατέληξε; Κατάφερε να ξεπεράσει τον ανήθικο και απαγορευμένο αμοιβαίο έρωτά του για μια παντρεμένη γυναίκα; Η ζωή του στον Πειραιά όπου κατέφυγε και οι ενδιαφέρουσες νέες γνωριμίες που έκανε φωτίζουν πλέρια τη ζωή του, με την Αγαθή και την παρέα των ναυτεργατών με τους οποίους συναναστρέφεται να συγκροτούν ένα καλό πλέγμα περιπετειών και ανατροπών μα και ψυχικών διακυμάνσεων, μιας και δεν μπόρεσε να ξεχάσει έναν έρωτα-σταθμό. Πρώτη φορά είδα έναν άντρα τόσο δυστυχισμένο από την τραγική κατάληξη του έρωτά του και με πόση αληθοφάνεια καταγράφονται η ψυχολογία και η συμπεριφορά του όσο προσπαθεί να ξεχάσει τη γυναίκα της ζωής του. Με παραστατικότητα δίνεται η ζωή στο καρνάγιο και στις επισκευές των πλοίων, σε μια εποχή που η εμπορική ναυτιλία άκμαζε και ο Πειραιάς ήταν στα πάνω του από οικονομικής και όχι μόνο άποψης.

Το μυθιστόρημα «Μια νύχτα του Αυγούστου» συμπληρώνει «Το νησί» φωτίζοντας τις ζωές των περισσότερων από τους χαρακτήρες που αγαπήσαμε σ’ εκείνο το βιβλίο και χαρίζει δυνατά συναισθήματα, σωστές ψυχογραφίες και την ολοκλήρωση μιας ιστορίας που ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω, τόσα χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση.

Πάνος Τουρλής