Μακάρι να ήσουν εδώ

της Ελιάνας Χουρμουζιάδου

«... Η δίκη των Einsatzgruppen έγινε το 1947. Τις λεπτομέρειες τις βρήκα πάλι στο ίντερνετ. Ο Μόριτς ήταν πολύ τυχερός που γλίτωσε την εκτέλεση. Καταδίκη εις θάνατον μεν, αλλά τη μετέτρεψαν σε εικοσαετή φυλάκιση, και ήδη το 1955 είχε αποφυλακιστεί. Ο Όττο Όλεντορφ (αυτός ήταν λοιπόν, τον είδα στο You Tube) είχε προσπαθήσει να καταστήσει σαφές ότι ένας ευσυνείδητος αξιωματικός δεν θα μπορούσε να είχε δράσει διαφορετικά. Οι αξιωματικοί. Γι' αυτούς η πορεία ήταν μονόδρομος, ελπίζω να μην ερμήνευσα λάθος την άκαμπτη στάση του, αν και καμιά φορά η φωνή του έτρεμε, το σώμα του ταλαντευόταν καθώς δεχόταν όρθιος τις ερωτήσεις των δικαστών στην πρώτη, τη μεγάλη δίκη της Νυρεμβέργης....»

Η περιγραφή ενός άνδρα των SS, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των δολοφονιών σε μια μικρή πόλη της Ουκρανίας, το Byelaya Taerkov τον Αύγουστο του 1941, μπορεί να μας προκαλεί ανατριχίλα και αποτροπιασμό: "Πήγα μόνος στο δάσος. Η Βέρμαχτ είχε σκάψει ήδη έναν τάφο. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν με ένα τρακτέρ. Εγώ δεν ασχολήθηκα με την τεχνική διαδικασία. Οι Ουκρανοί έστεκαν γύρω μας τρέμοντας. Κατέβασαν τα παιδιά από το τρακτέρ. Τα έβαλαν στην σειρά κατά μήκος του τάφου και τα πυροβολούσαν ώστε να πέφτουν μέσα σ' αυτόν. Οι Ουκρανοί δεν σημάδευαν κάποιο συγκεκριμένο μέρος του σώματος. (Τα παιδιά) έπεφταν μέσα στον τάφο.

O οδυρμός δεν μπορεί να περιγραφεί. Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή σ' όλη μου τη ζωή. Μου είναι πολύ δύσκολο να τ' αντέξω. Πάνω απ' όλα θυμάμαι ένα κοριτσάκι με όμορφα μαλλιά, που με κρατούσε σφιχτά απ' το χέρι. Πυροβολήθηκε κι αυτό μετά από λίγο?" (αναδημοσίευση της Wikipedia από το βιβλίο των Ernst Klee, Willi Dressen και Volker Riess "The good old days"). Το απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Ελιάνας Χουρμουζιάδου "Μακάρι να ήσουν εδώ", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, βρίσκεται σε προφανή αντίστιξη με το θρυλικό κομμάτι των Pink Floyd. Ανάλογη φαντάζει και η χρονική απόσταση της σύγχρονης συγκυρίας και των μυθιστορηματικών γεγονότων, που πραγματεύεται η κομψή νουβέλα μιας νέας σχετικά φωνής για τα ελληνικά γράμματα, από πράξεις ολοκληρωτισμού, δύο και τρείς γενιές πίσω, στην ταραγμένη Ευρώπη του 2ου πολέμου. Η συγγραφέας επιμένει, αντίθετα, πως τίποτε δεν κληρονομείται άμοιρο ευθυνών.

«...Η Ρέα έδειξε εντυπωσιασμένη από το χώρο την πρώτη φορά που ήρθε εδώ. Ψηλή και γυμνασμένη, διόλου αποστεωμένη όπως η Κορντέλια. Καστανά μάτια και μαλλιά ξανθά, βαμμένα όπως αποδείχθηκε. Βλέμμα λαμπερό σαν γυαλί, διαπεραστικό μερικές φορές, συνήθως όμως αθώο. Φυσιογνωμία από αυτές που δεν κατατάσσονται σε καμία φυλή. Για την οικογένειά της είχες ακούσει φήμες. Κατάγονταν από το νησί. Η μάνα μάλλον δεν ζούσε μαζί τους, κι όταν συζητιόταν τι απέγινε, όλοι σήκωναν ανήξεροι τους ώμους. Ο μεγάλος αδελφός είχε σπουδάσει φυσικός και τώρα διέπρεπε σε κάποιο πανεπιστήμιο της Αγγλίας (στην Οξφόρδη, όπως αποδείχθηκε, ως ειδικός στα μοντέλα κλιματικής αλλαγής), ενώ στο νησί ερχόταν πλέον σπάνια και έμενε λίγο...»

Ποια μπορεί να είναι η σύνδεση των παραστρατιωτικών ταγμάτων θανάτου των SS, των Einsatzgruppen, με ένα πανέμορφο νησί του Αιγαίου; Ο Γερμανός Μάξ, ένας επιχειρηματίας με "πρωσσική" ανατροφή και ένα στιγματισμένο παρελθόν και ο γάμος του με τη Ρέα, που παίρνει τέλος στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, καθώς εκείνη επιβιβάζεται στο πλοίο της γραμμής, αποχαιρετώντας τον οικογενειακό πύργο- επιχείρηση στο νησί. Είναι η δεύτερη σύντροφος του Μάξ, μετά έναν αποτυχημένο γάμο με την Κορντέλια, ένα "μοντέλο της σειράς". Δύο κεφάλαια της ζωής του μεσήλικου άνδρα έχουν κλείσει και τρία παιδιά, ο Λόρεντς και η Κριστιάνε από την Κορντέλια, ο Στέφανος από τη Ρέα αποξενώνονται από τον καταθλιπτικό πατέρα. Η Ρέα επικοινωνεί με τον αδελφό της, τον Δανιήλ, που επέλεξε την ακαδημαϊκή πορεία στην Οξφόρδη, μα κυρίως την αποστασιοποίηση από την αποπνικτική οικογενειακή σχέση πίσω στο νησί. Ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα γύρω από τον Μαξ.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο διπολικός ήρωας αφηγείται σε δεύτερο πρόσωπο την ψυχική του θύελλα, που δεν μπορεί να καταλαγιάσει το ειδυλλιακό νησιωτικό τοπίο, σαν να προσπαθεί να ξορκίσει το παρελθόν. Για να πάρει τη σκυτάλη ο Δανιήλ στο δεύτερο μέρος και να μιλήσει για ανομολόγητους εφιάλτες που κατατρύχουν τη συνείδηση του Μαξ, αναζητώντας τους στις πράξεις του Μόριτς Ντράγερ, του πατέρα του και υπαρχηγού των task forces θανάτου των γερμανικών SS στην Ουκρανία του ολοκαυτώματος. Ο πόλεμος δύο άλλοτε ερωτευμένων ανθρώπων και ο ορυμαγδός μιας τραγικής και δυσώδους οικογενειακής παρακαταθήκης?

«...Προσπαθείς ακόμα να κοιμηθείς, για να μην αισθάνεσαι αυτό το χωρίς μάτια κενό γύρω σου. Το δωμάτιο φωτίζεται μόνο από μια ανταύγεια που έρχεται απ' έξω. Τα φώτα στις βεράντες και την αυλή μένουν αναμμένα όλη τη νύχτα. Αν τα σβήσεις, θα νικήσουν τα φαντάσματα και το κρύο φεγγαρόφωτο. Είναι ψέμα ότι για όλες τις απουσίες υπάρχει ένα υποκατάστατο...

...Δεν αναγνωρίζεις πλέον τις σκιές που γεμίζουν το δωμάτιο. Τρέμεις στην ιδέα ότι μπορεί να τις συναντήσεις με σάρκα και οστά αύριο, όταν θα ξυπνήσεις μόνος σε αυτό το σπίτι και θα πρέπει να πολεμήσεις για τη ζωή σου...

...Κλείνεις τα μάτια, σαν να θέλεις να αρθείς νοερά στο στερέωμα, πέρα από τα προβληματικά όρια της ύπαρξής σου. Αλλά είσαι τόσο μόνος που ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις...»

Αταξία της μνήμης. Κόσμος που παραπαίει σε οριακή σύγχυση. Φόβοι και εφιάλτες που επανέρχονται και βασανίζουν την τρικυμισμένη ψυχή ενός ανθρώπου- έρμαιου των τύψεων, για ένα παρελθόν που ζητά εξιλέωση. Κι η μοναξιά που μοιάζει απαράλλαχτα εφιαλτική με το κολαστήριο ενός ναζιστικού στρατόπεδου συγκέντρωσης.

Η Ελιάνα Χουρμουζιάδου καταπιάνεται δεξιοτεχνικά με το ζήτημα της ετερότητας, το "άλλο", που φαντάζει "ξένο" για να καταδείξει πόσο κοντά στέκονται ζητήματα φαινομενικά ασύμβατα. Στο ερώτημα γιατί δίπλα- δίπλα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και δηλητηριώδεις οικογενειακές συμβάσεις, η συγγραφέας απαντά: "Η ντροπή για το κληρονομημένο στίγμα, η εξ αντανακλάσεως ενοχή, ένας γάμος που έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης, η ανάγκη για συνύπαρξη παρά την ασυνεννοησία, όλα συνιστούν θέματα που δεν γνωρίζουν τόπο, χρόνο, φύλο ή ηλικία. Έτσι κι αλλιώς υπάρχει λογοτεχνία και πέρα από την εντοπιότητα. Υπάρχει όλος ο υπόλοιπος κόσμος, και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ότι συμβαίνει εκεί μας αφορά, θέλουμε δεν θέλουμε."

Ο λόγος της Χουρμουζιάδου είναι λιτός και πυκνός, σκιαγραφώντας χειροπιαστούς χαρακτήρες, υπαρξιακές αναζητήσεις και ψυχικά δράματα, τόσο κοντινά στην προσωπική μας εμπειρία. Η λογοτεχνική οικονομία, που επιτάσσει το είδος της σύντομης ιστορίας, ικανοποιείται στο έπακρο, καθώς πλοκή, αναπόληση, εσωτερική δράση, πραγματολογική έρευνα των πηγών συνυπάρχουν περίτεχνα σε ένα κείμενο, που διαβάζεται σε ένα απόγευμα.

«...Αλλά το πρόβλημά σου είναι ακριβώς ότι οι άνθρωποι ζουν εξ ορισμού μόνο μια ζωή, και κατά συνέπεια τη θεωρούν πολύτιμη. Αυτό ισχύει όπως κι αν την τελειώσει κανείς. Στη θαλπωρή ενός σπιτιού στη Ζυρίχη, σε ένα νοσοκομείο της Βιέννης, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ή σε κάποιο παγωμένο ξέφωτο της Ανατολικής Ευρώπης, με συνοπτικές διαδικασίες, μια σφαίρα στο σβέρκο, δίπλα σε έναν σκαμμένο τάφο. Lebensraum. Ήταν και παραμένει το ζητούμενο ατομικά για τον καθένα. Το πρόβλημα είναι επίσης αν αυτός που εκτελεί διαταγές φταίει εξίσου με εκείνον που τις δίνει. Πώς θα το μάθεις τώρα που τα στόματα έκλεισαν για πάντα; Όταν ήσουν δέκα, δεκαπέντε, είκοσι ετών, ήξερες ότι δεν έπρεπε να ρωτήσεις...»

Lebensraum είναι ο "ζωτικός χώρος", το ιδεολόγημα που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ στο μανιφέστο του, με σκοπό να υποτάξει το ατομικό στο συλλογικό. Ενεργοποίησε το συλλογικό υποσυνείδητο, για να απαλλάξει έναν καθημαγμένο γερμανικό λαό από την ατομική ευθύνη. Μόνο που η ατομική ευθύνη, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση του Μαξ, επιστρέφει αδυσώπητη και συχνά στοιχειώνει τους επιγόνους αυτουργών πράξεων, που νομίζουμε πως ξεχάστηκαν, "τώρα που τα στόματα έκλεισαν για πάντα". Κατ' αναλογία, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου ανακαλύπτει αντιστοιχίες ανάμεσα στο ελληνικό ζήτημα και το διεθνές περιβάλλον, για τις κακοδαιμονίες και τις ευθύνες και επιπρόσθετα τις ενοχές μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση:

«Για να γίνει μια τέτοια σύγκριση θα πρέπει πρώτα να τονίσουμε ότι μόνο τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να παραβάλουμε γεγονότα τόσο διαφορετικής κλίμακας, των οποίων οι επιπτώσεις διαφέρουν ποιοτικά σε τέτοιον βαθμό. Υπάρχουν βέβαια δυνατότητες σύγκρισης. Για παράδειγμα, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, η πλειονότητα του γερμανικού λαού στο τέλος του πολέμου ισχυριζόταν ότι πριν από το 1945 δεν γνώριζε τίποτα περί στρατοπέδων συγκέντρωσης και μαζικών εκτελέσεων, ενώ υπάρχουν ιστορικές μελέτες που δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει. Κάπως έτσι κι εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν ξέραμε τίποτε για την έκταση της διαφθοράς στο ελληνικό κράτος, ότι κάποιοι άλλοι ευθύνονται για τις πληγές της ελληνικής πραγματικότητας. Όσον αφορά την ενοχή όμως, δεν νομίζω ότι είναι το αίσθημα που πρέπει να διακατέχει έναν λαό ο οποίος έπεσε ο ίδιος θύμα των σφαλμάτων του. Θλίψη και ντροπή, ναι, αλλά όχι ενοχή. Αυτή θα έπρεπε να την αισθάνονται μόνο οι διαδοχικές κυβερνήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, που αντί να ασχοληθούν με το πρόβλημα εγκαίρως, υπολόγισαν το πολιτικό κόστος και κληροδότησαν τα ελλείμματα και τις δυσλειτουργίες του κράτους στους επόμενους».

Για το λόγο αυτό, η νουβέλα "Μακάρι να ήσουν εδώ" καταγράφεται ως συγγραφικό γεγονός για την πεζογραφία του τόπου, με την Ελιάνα Χουρμουζιάδου να υποστηρίζει επάξια και την προβληματική του δοκιμίου. Αναμένουμε την ανάλογη συνέχεια από την εξαιρετική δεξιοτέχνη της δύσκολης αυτής φόρμας.

Γιώργος Στυλιανού


Ευγενική χορηγία του forfree.gr