Ανάμεσα στα θέματα που μελέτησε ο Gaston Bachelard ήταν και η αναπόσπαστη σχέση της ορθολογικότητας με τις μεταφυσικές της δεσμεύσεις. Όλες οι επιστημονικές θεωρίες εγείρονται για τον Bachelard πάνω στα στέρεα μεταφυσικά τους θεμέλια. Η επιστημονική όμως σκέψη κομίζει κάτι εντελώς νέο, μια εννοιολογική αντίληψη του κόσμου που αντιμάχεται τις εικόνες της μεταφυσικής. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει μια ενιαία προσέγγιση της ανθρώπινης αντίληψης. Ο άνθρωπος θα είναι πάντα ένα διφορούμενο ον, μια διχοτομημένη συνείδηση, μια «διπλή φύση». Γι' αυτό και ο Bachelard παράλληλα με τις μελέτες του πάνω στη φυσική και τη χημεία στρέφεται και στις ψυχαναλυτικές θεωρίες και περισσότερο στη ψυχολογία του βάθους του Jung. Εκεί όπου θα συναντήσει τον ονειρικό κόσμο, τις ονειροπολήσεις μιας προεπιστημονικής εποχής. «Ένας φιλόσοφος», λέει ο Bachelard, «που έχει διαμορφώσει ολόκληρη τη σκέψη του προσηλωμένος στα θεμελιακά θέματα της φιλοσοφίας των επιστημών, που έχει ακολουθήσει, με όση διαύγεια του παρέχουν οι δυνάμεις του, τον άξονα του ολοένα αυξανόμενου ρασιοναλισμού της σύγχρονης επιστήμης, θα πρέπει να λησμονήσει τη γνώση του, να διακόψει τους δεσμούς του με όλα τα συστήματα φιλοσοφικών αναζητήσεων αν θέλει πράγματι να μελετήσει τα προβλήματα που θέτει η ποιητική φαντασία». Ο Bachelard διαγράφει έτσι το «φιλοσοφικό του πέρασμα» στη διαφάνεια των εικόνων μέσα από τη σιωπή του νοήματος. Οι ποιητικές εικόνες έχουν για τον άνθρωπο ένα ψυχολογικό βάθος γιατί διατηρούν την ενότητά του, γιατί είναι μαζί εικόνες του ονείρου και εικόνες του πραγματικού, εικόνες της φαντασίας και εικόνες της ορατότητας. Η ταύτιση του υποκειμένου με την ποιητική εικόνα αναπληρώνει όλες τις αδύνατες ταυτότητές του, όλες τις ακυρωμένες προσεγγίσεις του. Εκεί το υποκείμενο εμβυθίζει τον πυρήνα του στην προσυμβολική του απόλαυση, ανακτά τη χαμένη του ολότητα, το κατακερματισμένο σώμα των επιθυμιών του. Όλος ο ψυχισμός του ανθρώπου σ' αυτή την αδιάρρηκτη ενότητα αυτών των εικόνων έχει οικοδομηθεί. Από την αντικειμενικότητα έτσι της επιστήμης ή την αντικειμενική υποκειμενικότητα περνάει ο Bachelard στην ακραία υποκειμενικότητα της ποίησης, στην υποκειμενική αντικειμενικότητα. Η ποιητική εικόνα, αυτό το σώμα των βαθύτερων επιθυμιών μας, γίνεται αυτό το άλλο που συγκροτεί μέσα στην ετερότητά του τη χαμένη μας ενότητα. Είναι αυτή η ριζική εκκεντρικότητα του καθρέπτη, μια φασματική και χασματική επιφάνεια απ' όπου το εγώ αρδεύει το είναι του, μια ακραία υπαρκτική σύνθεση, μια κατοπτρική εικόνα που αναζητά τη διεμφάνισή της στο πεδίο της γλωσσικής της αναπαράστασης. Μια αναπαράσταση που όμως δεν παράγει ένα σαφές και σταθερό νόημα αλλά μια ψυχική καθήλωση, μια ενσάρκωση του πραγματικού αλλά και της μελαγχολίας του αποχωρισμού του. Η λάμψη των ποιητικών εικόνων σ' αυτή την αδυναμία της υπαγόρευσής τους ισχυροποιείται, στον ανείπωτο χαρακτήρα τους, στη φιλανθρωπία αυτής της ακυρωμένης τους διάστασης. Το υποκείμενο είναι υποκείμενο επειδή υπόκειται λοιπόν σ' αυτόν τον αντικατοπτρισμό, στην εκκεντρικότητα των εικόνων.
Ο χώρος και η κατοίκηση θα είναι ζητήματα που θα απασχολήσουν έκτοτε τον Bachelard κάτω απ' αυτό το πρίσμα. Μέσα από τον ακαριαίο και άχρονο ψυχισμό της ποιητικής εικόνας, την «άμεση οντολογία» της, θα μας εισάγει με τις τοποφιλικές του έρευνες στην ποιητική αντίληψη του χώρου, θα διεισδύσει με μια μοναδική διορατικότητα και προσοχή σ' αυτές τις πολύ απλές εικόνες των οικείων μας χώρων, των χώρων που κατέχει και κατέχουν τον άνθρωπο, χώροι που δεξιώνονται και απαλύνουν τον ανθρώπινο ψυχισμό και που προστατεύουν σαν κουκούλι τον άνθρωπο. Μυστικά δωμάτια, κρησφύγετα, υπόγειες κρύπτες, μυστικές γωνιές, αυτή η ίδια η «παρηγοριά της σπηλιάς», αρχετυπικές, απλοϊκές εικόνες ενός ταπεινού σπιτιού, μιας καλύβας, αυτού του οίκου της ψυχής. Επιστρέφοντας σπίτι επιστρέφουμε στη ψυχή μας, στη ψυχή που της αρέσει να φωλιάζει σε μυστικά δωματιάκια, σε συρτάρια, σε ερμάρια. Σε εικόνες του σπιτιού όπου ο Bachelard εμβάθυνε θέλοντας να εμβαθύνει στις ψυχικές εν-τυπώσεις. Όλη αυτή η «φαινομενολογία του κρυμμένου» είναι ο τόπος μιας ψυχικής, ποιητικής ονειροπόλησης. Κάθε πλάσμα, μαζί και ο άνθρωπος, θέλει να αποτραβιέται στη γωνιά του. Να χαθεί στο βάθος μιας φωλιάς, στη φυλλωσιά ενός δέντρου, πίσω από τις χαραμάδες μιας ξύλινης καλύβας μέσα στο σκιερό δάσος, στη πιο μυστική της γωνιά, πίσω από τα φύλλα μιας ντουλάπας, κάτω από ένα σκληρό κέλυφος. Μιας χελώνας ίσως; Όσο πιο μικρό είναι το σπίτι, όσο πιο ενσωματωμένο δείχνει με τον ένοικο όπως το σαλιγκάρι ή η χελώνα στο σκληρό τους κέλυφος τόσο περισσότερο ανταποκρίνεται στις παραμυθητικές εικόνες της οικειότητας που μας κάνουν να ονειροπολούμε, να βυθιζόμαστε σε μια αρχαία νοσταλγία, στο να ζούμε εν τέλει στο καβούκι μας. «Το κουρνιάζω», λέει ο Bachelard, «ανήκει στη φαινομενολογία του ρήματος κατοικώ». Μόνο μέσα απ' αυτή τη φαινομενολογία μπορούμε να φθάσουμε στη ουσία του κατοικώ. Μια αντικειμενική περιγραφή των διαστάσεων ενός σπιτιού δεν μπορεί να συλλάβει αυτό το οικείο, σχεδόν αόρατο, κέλυφος που είναι ενσωματωμένο μέσα στο σπίτι και που σταλάζει τη προστασία του στον ένοικο. Άπαξ και ο άνθρωπος αφεθεί στη λάμψη των ονειροπολήσεών του αναλαμβάνει και τη νέκρωσή του και την απουσία του από τον κόσμο του πραγματικού, ασχέτως αν το πραγματικό δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς. Η λάμψη αυτών των εικόνων είναι μια λάμψη που τυφλώνει, που αποξενώνει τον άνθρωπο, που τον αποχωρίζει από την αντικειμενικότητα των πραγμάτων, σημαδεύοντάς τον με «το σημάδι μιας αμετάκλητης ασυμμετρίας», όπως λέει ο Zizek. Ο σημαδεμένος αυτός άνθρωπος κατοικώντας «ευαισθητοποιεί τα όρια της προστασίας του, ζει το σπίτι με τη σκέψη και τα όνειρα του». Η κατοίκηση έτσι δεν εξαντλείται μόνο στην απτή πραγματικότητα της κατοικίας αλλά στην ονειροπόλα διάθεση του ανθρώπινου ψυχισμού, σ' αυτή τη διάσταση που επικοινωνεί τον άνθρωπο με τις αρχετυπικές φόρμες. Ο άνθρωπος βιώνει το σπίτι του όχι μόνο με τη δαπάνη της καθημερινότητάς του σ' αυτό αλλά και με τη δαπάνη του ψυχισμού του. Αυτή άλλωστε η ενότητα της μνήμης και της φαντασίας είναι που καθιστά το σπίτι ορατό, πραγματικό στα μάτια του ανθρώπου. Μόνο σ' αυτή την ενότητα το κατοικώ οικοδομεί το είναι και το είναι το κατοικώ. Το σπίτι το κατοικώ μέσα μου, το ενθηκεύω, το παραδίδω άφθαρτο στις σκέψεις και τα όνειρα μου, εκεί που μ' αποδίδει κι αυτό. Η ονειροπόληση γίνεται στο σπίτι, ποτέ στο δρόμο, το σπίτι είναι το περιβάλλον του ονείρου και της ονειροπόλου αυτής ύπαρξης που είναι ο άνθρωπος. «Τα όνειρα του ανθρώπου έχουν πάντα μια στέγη», λέει ο Bachelard.
Το αρχετυπικό σπίτι του ανθρώπου είναι για τον Bachelard το πατρικό σπίτι, το σπίτι της παιδικής ηλικίας, ένα σπίτι που πάντα θα επιστρέφει στα όνειρα του για να του επουλώνει τις πληγές. Με τις εικόνες αυτού του σπιτιού, αυτού του πρώτου καταφυγίου, συγκροτείται και ο παράδεισος του ανθρώπου. Ο παρελθών χρόνος του ανθρώπου στην πραγματικότητα είναι ο παρελθών χώρος του, ο χώρος της μοναξιάς του, ο δικός του χώρος, ανεξίτηλος μέσα του. Ακόμη κι αν αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πια ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να το κατοικεί. Αυτή μάλιστα η ανάδυση του πατρικού σπιτιού δεν γίνεται μέσα από την περιγραφικότητα του λόγου αλλά μέσα από τις αντανακλάσεις της ποιητικής εικόνας, αντανακλάσεις που εγείρουν τις ψυχικές μας εικόνες. Η πραγματικότητα της επίσκεψης ή η περιγραφικότητα, μπορεί και να συσκοτίσουν το σπίτι, το σπίτι που δεν έχει ανάγκη την αντικειμενικότητα της υπόστασής του για να υπάρχει. «Το ονειρικό μας σπίτι έχει πάντα ανάγκη τον ίσκιο του», λέει ο Bachelard, αυτή την ευρυχωρία της ποιητικής του υπόστασης. Το πατρικό σπίτι είναι για τον άνθρωπο μια οργανική συνήθεια, είναι το σπίτι που ενέγραψε πάνω στο σώμα του ανθρώπου όλες τις χειρονομίες του κατοικείν, ακόμη περισσότερο όλες τις χειρονομίες του ονείρου. Στο πατρικό σπίτι ζεις μόνο ποιητικά, σ' αυτό το καθεστώς των ονειροπολήσεων, ούτε των ονείρων, ούτε των αναμνήσεων, αλλά αυτής της αρχικής ονειροπόλησης όπως αυτή την αρχιτεκτόνισε η μυστική σου γωνιά.
Η καλύβα του Bachelard έχει υπόγειο και σοφίτα, έχει δηλαδή όλη τη κλίμακα της ψυχολογίας. Το ερεβώδες βάθος του ασυνείδητου και το φωταγωγημένο υπερώο των εκλογικεύσεων. Το απύθμενο βάθος του υπογείου μαρτυρά τις ριζικές βάσεις του σπιτιού, ένα πέτρινο φυτό βαθιά ριζωμένο στο έδαφος και σε ένα βάθος που συνεχώς διευρύνεται, το ασυνείδητο δεν βρίσκει πάτο. Ο ανθρώπινος φόβος έτσι είναι πια κοσμικός, πυρηνικός, και επιτέλους αποκτά νόημα. Σ' ένα μυθιστόρημα του Bosco που παραπέμπει ο Bachelard το L' Antiguaire ο ήρωας κατεβαίνοντας στο βαθύ υπόγειο του σπιτιού του βρίσκεται μπροστά σε μια αρχαία στέρνα ακίνητου, σχεδόν πετρωμένου, νερού. Είναι αυτό το νερό που δεν αποσαρθρώνει τα θεμέλια του σπιτιού αλλά αντίθετα τα δυναμώνει, τα θρέφει με όλους τους χυμούς αυτής της κοσμικής του απορίας. Η πραγματική χρησιμότητα αυτών των υπογείων χώρων είναι η κοινωνία μας με αυτόν τον ανασταλμένο, αμετακίνητο χρόνο, με την ονειροπόληση αυτής της κοσμικής γαλήνης. Αυτό το απόθεμα δεξιώνονται. Από την άλλη το σκοτάδι της σοφίτας είναι ελεγχόμενο, ένα μικρό παράθυρο θα είναι πάντα εκεί για να το ελέγχει, για να διευρύνει τον ορίζοντά της, για να υποδέχεται αυτό το άνω βάθος του ουρανού μέσα της. Αυτό το «όνειρο της καλύβας», είναι για τον Bachelard, «το βαθύ ριζοβόλημα της λειτουργίας του κατοικώ». Κάθε σπίτι κρύβει στη πιο βαθιά του ονειροπόληση τη καλύβα του, στις πιο τρυφερές του στιγμές μας παραπέμπει στην αρχετυπική του αναφορά, στο καταφύγιο της πρωτόγονης καλύβας. «Κάθε εικόνα έχει την ιστορία και την προϊστορία της», λέει ο Bachelard, το ίδιο και με την εικόνα του σπιτιού, ανήκει εξ ολοκλήρου στην προϊστορία του ανθρώπου, στον ψυχικό του πυρήνα. «Μ' άρεσε να φαντάζομαι ότι ζούσα μες σ την καρδιά του δάσους, σ' ένα καλοζεσταμένο καλύβι. Θα 'θελα ν' άκουγα λύκους να ξύνουν τα νύχια τους πάνω στον άφθαρτο καλύβι του κατωφλιού. Το σπίτι μας στη φαντασία μου είχε μεταμορφωθεί σε καλύβι», γράφει ο Henri Bachelin. Η καλύβα που αγρυπνεί με αναμμένη τη λάμπα της μέσα στη βαθιά νύχτα αγρυπνεί πάνω στη μοναξιά του ανθρώπου. Την ευεργεσία αυτής της αναμμένης λάμπας φωταγωγεί μέσα από τις φαινομενολογικές του αναλύσεις ο Bachelard, την αναπόδραστη γοητεία που ασκεί πάνω στον ψυχισμό του ανθρώπου. Η λάμπα της καλύβας που αγρυπνά μέσα στο σκοτάδι του δάσους αγρυπνά πάνω απ' όλα τα ερέβη του κόσμου, πάνω απ' όλη τη μοναξιά του ανθρώπου, όσο αυτή η λάμπα θα αγρυπνά θα υπάρχει ελπίδα. Στο προσωπικό του ημερολόγιο ο Rilke παραθέτει την ακόλουθη σαγηνευτική σκηνή: «Μαζί με δύο συντρόφους βλέπαμε μέσα στη βαθιά νύχτα το φωτισμένο τζάμι μιας μακρινής καλύβας, της τελευταίας καλύβας, αυτής που στέκεται ολομόναχη στον ορίζοντα, μπροστά στα χωράφια και τους βάλτους. Αν και ήμασταν και οι τρείς μαζί, παραμέναμε τρείς μοναχικοί άνθρωποι που βλέπαμε τη νύχτα για πρώτη φορά». Στην ονειροπόληση αυτή το τοπίο σχεδόν είναι πάντα χειμερινό. Τα τζάμια του παραθύρου τα δέρνει η βροχή ή τα κλείνει το χιόνι, η καλύβα όμως είναι πάντα αυτή η εικόνα της προστασίας. Η διαλεκτική του χιονιού είναι η διαλεκτική του σπιτιού. Το χιόνι ακυρώνει τον κόσμο, τον μηδενίζει, τον σβήνει απ' τον ορίζοντα του παραθύρου, τον ελαχιστοποιεί μέσα στην απροσδιοριστία της λευκότητάς του. Όλες οι εντάσεις, όλες οι ποικιλίες της ζωής μεταφέρονται στο εσωτερικό του σπιτιού, στο περιβάλλον της οικειότητας που κοσμικοποιείται χωρίς όμως ποτέ να εκκοσμικεύεται. Το La Redouse άντεξε στη λύσσα της καταιγίδας, ο Bosco θα περιγράψει αυτή τη μάχη: «Δεν είχα παρά μόνο αυτό, θα πει ο ένοικός του, για να με φυλάξει και να με στηρίξει. Ήμασταν μόνοι οι δυο μας». Μόνο σ' αυτή την εύθραυστη αντοχή μπορεί να γεννηθεί η αίσθηση της οικειότητας. Το σπίτι που παλεύει, που συστέλλεται και γίνεται για τον άνθρωπο ένα κέλυφος, ένα άθραυστο τσόφλι. «Η ευτυχία του σπιτιού είναι τα παραθυρόφυλλα και οι βαριές κουρτίνες». Η καλύβα του Bachelard είναι γεμάτη κρυψώνες, μια αλυσίδα μυστικών παραδείσων. Ο βαθύς χώρος ενός ντουλαπιού ή το εσωτερικό μιας ντουλάπας, αυτή η νοημοσύνη της κρυψώνας είναι η τοπογραφία της μυστικής ψυχολογικής μας ζωής, το ελάχιστό μας καταφύγιο, ο μικροσκοπικός μας χώρος. Ένας χώρος που διαφυλάσσει όλο το μυστικό μας σύμπαν. «Ποτέ δεν φθάνουμε στο πάτο του σεντουκιού», λέει ο Jean P. Richard. Η διαφάνεια και ο μινιμαλισμός των σπιτιών της modernite αποστέρησε από τον άνθρωπο τη δυνατότητα της απόσυρσης, της απόκρυψής του στη μυστική του γωνιά. Η νύχτα στο εσωτερικό ενός επίπλου είναι η νύχτα αυτής της ίδιας της ύπαρξης. Στα ντουλάπια δεν αποθησαυρίζονται αντικείμενα αλλά το μυστικό που συγκροτεί και διαφυλάσσει τον κόσμο. Λέει σ' ένα ποίημα του ο Jules Superville που παραθέτει ο Bachelard: «Ψάχνω μέσα σε σεντούκια που με κυκλώνουνε βάναυσα / Αναστατώνοντας τα ερέβη / Μέσα σε κάσες βαθιές, βαθιές / Σαν να μην ήτανε πια του κόσμου τούτου». «Ο άνθρωπος είναι η κρυψώνα του», θα πει και ο Zoe Bousquet. Οι κρυψώνες του Bachelard, αυτό το ίδιο το νόημα της καλύβας, είναι η πιο δυνατή μορφή της κατοίκησης ακριβώς γιατί διαφυλάσσουν την απωθημένη απόλαυση, γι αυτό και είναι χώροι απόλαυσης, γιατί επιτρέπουν στο υποκείμενο να επιστρέφει στην απόλαυσή του. Σ' αυτό το σκοτεινό εσωτερικό των κρυψώνων του ο άνθρωπος κοινωνεί με την εξωτερικότητά του, μ' αυτό το έξω που όμως όπως μας λέει ο Blanchot είναι «ήδη μέσα».


Αποστόλης Αρτινός

leximata.blogspot.com