Αμαλία

του Σπύρου Πετρουλάκη

Τριάντα πέντε χρόνια πριν μια σειρά από μυστηριώδεις δολοφονίες ξεκληρίζουν σχεδόν μια οικογένεια στην ορεινή Κορινθία. Σήμερα, ένας κατά συρροήν δολοφόνος, ο Πεντάκτινος Ιππότης, σκοτώνει και βιάζει μετά θάνατον έφηβες παρθένες κοπέλες, αφήνοντας δίπλα τους μια κάρτα ταρό με το γνωστό αυτό σύμβολο, πονοκεφαλιάζοντας τον αστυνόμο Αριστείδη Καππαρό. Υπάρχει συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτές τις ιστορίες; Τι ρόλο παίζει η μυστηριώδης και απρόσιτη μάγισσα Αμαλία, την οποία εμπιστεύονται τυφλά γυναίκες και άντρες για να τους κάνει μάγια ή για να τους πει τη μοίρα; Πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να χαλιναγωγήσει όποιον έχει αδύναμη θέληση ή χαμηλή αυτοεκτίμηση και πόσο στραβά μπορεί να πάνε τα πράγματα όταν χαθεί ο έλεγχος; Πόσο απρόβλεπτες μπορεί να είναι οι συνέπειες στη ζωή μιας έφηβης κοπέλας όταν εμπιστευτεί έναν μεγαλύτερό της άντρα, ως αντίδραση στην ανησυχία της μητέρας της για κείνη;

Ο Σπύρος Πετρουλάκης επέστρεψε με ένα εντελώς διαφορετικό θεματολογικά μυθιστόρημα, που θα ξαγρυπνήσει πολύ κόσμο, μιας και είναι επικεντρωμένο σε κάτι που δε συναντώ συχνά στην ελληνική λογοτεχνία: τη μαύρη μαγεία και τη λατρεία του Σατανά. Έχοντας μελετήσει διεξοδικά το θέμα του, καταφέρνει να το πλάσει σωστά και να το αξιοποιήσει σε ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, γεμάτο ένταση, ερωτηματικά, ανατροπές και καίριες παρατηρήσεις πάνω στην ψυχολογία του ανθρώπου. Οι χαρακτήρες κινούνται στο έρεβος της απαγορευμένης λατρείας και στο φως της καθημερινότητας των συνηθισμένων ανθρώπων, ποτισμένοι από δίψα για αίμα ή κοινωνική αναγνώριση ή προσωπική καταξίωση ή ερωτική επιτυχία. Ο συγγραφέας όμως υποστηρίζει ξεκάθαρα, κυρίως μέσα από τις παραδόσεις της γιαγιάς Αμαλίας στη συνονόματή της εγγονή, πως όλα έχουν τη δύναμη να μας καταστρέψουν ή να μας σώσουν, τη λεπτή αυτή διαχωριστική γραμμή την περνάμε όμως μόνοι μας, βάσει του χαρακτήρα, των ιδεών, της αντίληψής μας και της νοοτροπίας μας. Για το λόγο αυτόν ο Σπύρος Πετρουλάκης αναπαρέστησε ένα πρότυπο πρωταγωνιστικό δίδυμο, την Αμαλία και την αδελφή της, Σταματία, δυο γυναίκες που κινούνται σε αντίθετα άκρα και υποστηρίζουν το Φως και το Σκοτάδι αντίστοιχα.

Ας γυρίσουμε πίσω λοιπόν, εκεί στην ορεινή Κορινθία, όπου η γιαγιά μεταδίδει στην εγγονή της τα γιατροσόφια, τα μαντζούνια, τα βοτάνια, τις ιδέες και τις ευχές που ξέρει, συναρπάζοντάς την και ανοίγοντας νέους δρόμους. Αυτή η οικογένεια, και χωρίς την ύπαρξη της μαγείας στα θηλυκά μέλη της, κατά διαόλου θα πήγαινε, μιας και, έστω και ακραία, καταγράφεται η ψυχολογική σαπίλα και διαφθορά των αντρών. Η ιστορία ξεκινάει όταν η Αμαλία σκοτώνει τον παππού τους την ώρα που βίαζε τον αδελφό της και καταφεύγει, με τη βοήθεια του ανθρώπου που αγαπάει, στην απρόσωπη Αθήνα. Εκεί, χάρη σε μια μεσήλικη πόρνη, αρχίζει να ορθοποδεί κι αποφασίζει να εφαρμόσει τις μαγγανείες που ξέρει, με αποτέλεσμα σύντομα να διαδοθεί παντού το όνομά της. Τι όμως έχει αφήσει πίσω της; Πόσο λάθος έκανε ν’ αφήσει έτσι ελεύθερο το έδαφος στη Σταματία, την αδελφή που ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της γιαγιάς και την αγάπη των γονιών τους, κάτι που μετέτρεψε την ψυχή της σε διψασμένη για μίσος, αίμα, όλεθρο σκοτεινή πηγή;

Στο σήμερα, στο αστυνομικό κομμάτι του βιβλίου, η υπόθεση εκτυλίσσεται ικανοποιητικά. Ο αστυνόμος Αριστείδης Καππαρός είναι μια προσωπικότητα με κάποια λάθη στην καριέρα του, ένας άντρας που αγάπησε τη δημοσιογράφο Ρενάτα, αγκαλιάζοντας αυτήν και τη μονάκριβη κόρη της, Μαριέττα, με στοργή και ενδιαφέρον, τις οποίες όμως λόγω του φόρτου εργασίας του τις αφήνει σχεδόν μόνες, κάτι που θα οδηγήσει τη Ρενάτα σε ριζικές αλλαγές στη ζωή της. Η υπηρεσία του, οι διαδικασίες εντοπισμού των θυμάτων και των βημάτων που ακολουθούν, οι συνάδελφοί του, η πίεση που δέχεται από ανωτέρους του, οι διάλογοι μέσα στο πλαίσιο του ανθρωποκυνηγητού του τέρατος είναι στοιχεία ρεαλιστικά και καθόλου περιττά ή υπερβολικά. Φυσικά και η Μαριέττα κάποια στιγμή θα πέσει θύμα απαγωγής από τον Πεντάκτινο Ιππότη, η περίπτωσή της όμως θα φέρει τα πάνω κάτω στην εξέλιξη της ιστορίας και η πλοκή δε θα έχει την αναμενόμενη κατάληξη. Είναι όμως η αφορμή για να καταγραφεί ο φόβος και η προσοχή που πρέπει να έχουμε όλοι μας στη σημερινή εποχή ως προς τους ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνούν οι ανήλικοι φίλοι και συγγενείς μας, να προσέξουν περισσότερο οι γονείς τις λεπτές ισορροπίες που επιφέρει στην οικογένεια η εφηβεία καθώς και πολλές άλλες τροφές για σκέψη.

Ο συγγραφέας έχει χτίσει ένα καλά δομημένο σύμπαν και έχει διαλέξει με προσοχή τους πρωταγωνιστές και τους δευτεραγωνιστές που θα παίξουν με το μυαλό του αναγνώστη. Ειδικά στην αρχή περιγράφονται κάποιες σκηνές χωρίς να κατονομάζονται τα κεντρικά πρόσωπα, κάτι που δίνει αγωνία και γεννά ερωτηματικά που ζητούν απάντηση! Ίσως όμως η σχετική πληθώρα αυτών των μυστηριωδών σκηνών μπερδέψει κάποιον, σύντομα όμως εγκαταλείπεται αυτή η πρακτική και η πλοκή αρχίζει να γίνεται πιο ξεκάθαρη ενώ τα γεγονότα, ειδικά του παρελθόντος, όπως αρχίζουν να βγαίνουν στο φως είναι ανατρεπτικά. Ομολογώ πως πολύ σύντομα κατάλαβα ποιος είναι ο δολοφόνος, μιας και δεν υπάρχουν περιθώρια για κάποιον άλλον, υπάρχει όμως η ευρηματική σκέψη να μη δρα μόνος του, επομένως άρχισα να ψάχνω τον συνεργό του! Ας μην ξεχνάμε όμως πως ο Σπύρος Πετρουλάκης όσο εύκολα σε αφήνει να καταλάβεις κάτι τόσο δύσκολα σε εμποδίζει να δεις κάτι άλλο, κάτι που δημιουργεί ανελλιπή ένταση και σασπένς ως το λυτρωτικό τέλος.

Επίσης μου άρεσε η μυστηριώδης Λίλιθ, η πραγματική ταυτότητα της οποίας ήταν εξίσου σχιζοφρενής και παρανοϊκή με τη Σταματία, διαδραματίζοντας όμως έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό και σχεδόν αντίθετο με τον τρόπο σκέψης του δολοφόνου, κάτι που έδινε νέα διάσταση στο μυθιστόρημα. Εν συνόλω, δεν υπάρχει μονοδιάστατη ή γραμμική αφήγηση, αλλά ποικιλότητα στην εξιστόρηση της πλοκής, πρόσωπα-δορυφόροι, αναπάντεχες καταστάσεις και πολλά άλλα που με άφησαν ξάγρυπνο.

Το μόνο που δε με έπεισε ως προς την αληθοφάνειά του είναι ο κρυφός έρωτας της αστυνόμου Παπαϊωάννου για τον Καππαρό, μιας και έχω την αίσθηση πως σκιαγραφήθηκε βιαστικά, σχεδόν επιφανειακά, δε δόθηκε δηλαδή ο απαιτούμενος χώρος για να ξεδιπλωθεί σωστά, με αποτέλεσμα να δρα σχεδόν σπασμωδικά, κάτι που ποτέ δε θα έκανε μια γυναίκα συνεσταλμένη, με κρυφό αντικείμενο πόθου, απέναντι σε αυτό ακριβώς το αντικείμενο. Τέλος, δε μου άρεσαν οι εκτεταμένες περιγραφές των σημαδιών της καφεμαντείας και οι αναλυτικές εξηγήσεις της χειρομαντείας, τις οποίες αφηγούνταν η Αμαλία στους πελάτες της, εφόσον δε δίνονταν αποσπασματικά ή εν είδει διαλόγων με αυτούς για να έχουμε ζωντάνια αλλά με ολόκληρους μονολόγους. Ο τρόπος που γράφτηκαν δεν είναι βαρετός (δεν μπορεί ο Σπύρος Πετρουλάκης να γεννά βαρεμάρα έτσι όπως διαλέγει να γράφει) όμως μου φάνηκε περιττός.

Η «Αμαλία», το κορίτσι που την προκάλεσαν να αφαιρέσει μια μεταξένια κορδέλα από μια τριανταφυλλιά χωρίς να τρυπηθεί από τα αγκάθια της και τα κατάφερε, είναι ένα μυθιστόρημα κοινωνικό μα και αστυνομικό. Περιγράφει τις κακουχίες που μπορεί να ζήσει μια οικογένεια σε μια κλειστή κοινωνία και τις συνέπειες που θα υποστεί αυτή αν ένα μέλος σταθεί στο ύψος του και πάρει την κατάσταση στα χέρια του, πόσο μάλλον ένα μέλος που έχει το χάρισμα (ή την κατάρα!) της μάγισσας. Ταυτόχρονα είναι μια ιστορία μυστηρίου, μιας και ο αναγνώστης προσπαθεί να βρει τον δολοφόνο που κρύβεται πίσω από τους θανάτους των έφηβων κοριτσιών, κάτι που ο συγγραφέας δε σκοπεύει να του το κάνει εύκολο, ρίχνοντας τους άσους του πάνω στο τραπέζι όποτε εκείνος θελήσει, χωρίς να φτάνει όμως τον άλλον στα όριά του ή να τον εμπαίζει. Όλα στρωτά, όπου δει και όπως δει, ξετυλίγουν μια ιστορία μίσους, εκδίκησης, αρρωστημένης αγάπης (που δε διστάζει να παραδοθεί αμαχητί στον Άρχοντα του Σκότους) αλλά και ελπίδας και εμπιστοσύνης. Ένα διαφορετικό βήμα για τον συγγραφέα, που δε με άφησε να πάρω ανάσα μέχρι να το τελειώσω.

Πάνος Τουρλής