Τα πορτραίτα του Φαγιούμ και η γενιά του ΄30 στην αναζήτηση της ελληνικότητας
zoom in
Προσθήκη στα αγαπημένα

Τα πορτραίτα του Φαγιούμ και η γενιά του ΄30 στην αναζήτηση της ελληνικότητας

Μουσείο Μπενάκη, 24 Ιουνίου-26 Ιουλίου 1998

15.00€ -10% 13.50€
Ο κατάλογος αυτός από την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, με τίτλο "Τα πορτραίτα του Φαγιούμ και η γενιά του ΄30 στην αναζήτηση της ελληνικότητας", περιέχει έργα καλλιτεχνών όπως ο Πικιώνης, ο Κόντογλου, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Νίκος Νικολάου, ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Μαυροϊδής, ο Πάππας και ο Μόραλης. Καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν από τα πορτραίτα του Φαγιούμ εκτίθενται, δείχνοντας τη συνάντηση της τέχνης αυτής με το ελληνικό στοιχείο.
Γιάννης Τσαρούχης

Γιάννης Τσαρούχης (Ζωγράφος)

Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το ΄38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το ΄40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το ΄47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το ΄53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το ΄58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το ΄67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το ΄82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )

κ.ά. (Ζωγράφος)


Νίκος Εγγονόπουλος

Νίκος Εγγονόπουλος (Ζωγράφος)

Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο "εργασίας αιχμαλώτων", από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Τα έργα του είναι: - "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν", 1938 - "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής", 1939 - "Επτά ποιήματα", 1944 - "Μπολιβάρ", 1944 - "Η επιστροφή των πουλιών", 1946 - "Έλευσις", 1948 - "Ο Ατλαντικός" (ανάτυπο από το περιοδικό "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση"), 1954 - "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω", 1957 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1958) - "Ποιήματα", τ. Α΄, Ίκαρος, 1966 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν" και "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής") - "Ελληνικά σπίτια", 1972 - "Ποιήματα", τ. Β΄, Ίκαρος, 1977 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μπολιβάρ", "Η επιστροφή των πουλιών", "Έλευσις", "Ο Ατλαντικός", "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω") - "Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες", 1978 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1979) - "Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών", Ύψιλον, 1980, Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία: - "Πεζά κείμενα" (συγκεντρωτική έκδοση), Ίκαρος, 1987 - "... και σ΄ αγαπώ παράφορα: Γράμματα στη Λένα 1959-1967" (επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 1993 - "Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλού ελληνικά... (συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, σε επιμ. Γιώργου Κεντρωτή)", Ύψιλον, 1999 - "Το μέτρον, ο άνθρωπος: πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες", Ύψιλον, 2005 - "Ωραίος σαν Έλληνας: ποιήματα/The Beauty of a Greek: Poems" (δίγλωσση έκδοση, σε ανθολόγηση, μετάφραση & επιμ. David Connolly), Ύψιλον, 2007 Μετέφρασε, επίσης, πολλά έργα ξένων ποιητών. Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος. Στη ζωγραφική, δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Φώτης Κόντογλου, άνθρωποι στους οποίους ο Εγγονόπουλος αναφερόταν πάντα με θαυμασμό. Ο ίδιος έλεγε: "Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό".

Δημήτρης Πικιώνης (Ζωγράφος)


Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου (Ζωγράφος)

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το 1923 το Άγιον Όρος. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδη, σε ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και το γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλούς φορητούς πίνακες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά. Για το σύνολο της προσφοράς του βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.


Γιάννης Μόραλης

Γιάννης Μόραλης (Ζωγράφος)

Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν. Το 1939 με την κήρυξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας. Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς. Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου

Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας

Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Ζωγράφος)

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Αθήνα 1906 - 1994) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική φιλολογία και την αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Academie Ranson, με δασκάλους τον Bissiere και τον Δ. Γαλάνη. Το 1934, καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης, εγκατέλειψε το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα 1935 - 1937 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, τον ποιητή Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι. Το 1941 εξελέγη καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και δίδαξε έως το 1958. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, με τη σκηνογραφία, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για την αρχιτεκτονική και την αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.

Νίκος 1909-1986 Νικολάου (Ζωγράφος)

Ο Νίκος Νικολάου γεννήθηκε το 1909 στην Ύδρα. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Πλάκα. Δάσκαλοί του ο Ουμβέρτος Αργυρός και ο Κωνσταντίνος Παρθένης, εκπρόσωποι της συντηρητικής, ακαδημαϊκής ζωγραφικής του Μονάχου και της μοντέρνας τέχνης του Παρισιού αντίστοιχα. Και απ΄ τους δύο αποκόμισε πολλά, ενώ διακρίθηκε στις σπουδές του συμμετέχοντας από νωρίς με έργα του σε εκθέσεις. Σύντομα άρχισε να ασχολείται και με τη χαρακτική και την εικονογράφηση. Στη σχολή είχε γνωρίσει και την πρώτη του γυναίκα και το Γιάννη Μόραλη, που έγινε φίλος ζωής. Αποφοιτώντας, έφυγε το 1937 για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι και τη Ρώμη, μοιραζόμενος, όπως είχαν συμφωνήσει με το φίλο του, την υποτροφία που τελικά κέρδισε ο Μόραλης. Εκεί είχε τη δυνατότητα να μελετήσει την παλιότερη και σύγχρονη ευρωπαϊκή τέχνη και επηρεάστηκε από τη ζωγραφική των Γάλλων ιμπρεσιονιστών. Το 1939 πήρε ο ίδιος μια υποτροφία για σπουδές στη Ρώμη, αλλά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά τον πόλεμο αφοσιώθηκε στη ζωγραφική. Το 1948 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση. Το 1949 ανέλαβε τις πρώτες του τοιχογραφίες στη σχολή της Παντείου, που φιλοτέχνησε με την τεχνική της νωπογραφίας, ενώ το 1950 άρχισε να εργάζεται και με φοιτητές νωπογραφίες. Την ίδια εποχή, πρώτος αυτός, παρουσίασε ζωγραφικά τα χαρακτηριστικά σπίτια και μαγιά των νησιών μας. Στη δεκαετία του ΄50 άρχισε και η ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία. Το 1960 "ανακάλυψε" την Αίγινα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα από το 1964. Από το 1964 είχε εκλεγεί καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε για μία δεκαετία διατελώντας και διευθυντής της μέσα στα χρόνια της Δικτατορίας. Ο Νίκος Νικολάου παρουσίασε το έργο του σε διάφορες ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, εκπροσωπώντας μάλιστα τη χώρα μας το 1936 και το 1964 στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ήταν μέλος καλλιτεχνικών ομάδων και απ΄ τους ιδρυτές της ομάδας "Αρμός". Πέθανε στις 27 Ιουλίου το 1986. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Η περιπέτεια της γραμμής στην τέχνη", όπου ο καλλιτέχνης συνοψίζει τις μελέτες του για την αρχαιοελληνική τέχνη και καταθέτει το στίγμα της προσωπικής του ζωγραφικής δημιουργίας.

Κώστας Μανώλης (Φωτογράφος)


Φανή - Μαρία Τσιγκάκου

Φανή - Μαρία Τσιγκάκου (Επιμέλεια)

Η Φανή-Μαρία Τσιγκάκου είναι ιστορικός της Τέχνης. Ειδικός τομέας έρευνάς της είναι τα έργα ελληνικής θεματογραφίας των ξένων ζωγράφων-περιηγητών του 16ου έως και του 19ου αιώνα. Οι εργασίες της πάνω στο θέμα αυτό έχουν διακριθεί διεθνώς. Έχει δημοσιεύσει ένα πλήθος σχετικών μελετών, έχει οργανώσει πάνω από πενήντα εκθέσεις στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει δώσει μια σειρά διαλέξεις σε μουσεία και ιδρύματα στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. Το βιβλίο της "The Rediscovery of Greece", Thames & Hudson, 1981 (στα ελληνικά: "Ανακαλύπτοντας την Ελλάδα"), θεωρήθηκε η πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη γύρω από το θέμα των ζωγράφων-περιηγητών στην Ελλάδα και μεταφράστηκε σε πέντε γλώσσες. Εργάζεται στο Μουσείο Μπενάκη ως Επιμελήτρια του Τμήματος Ζωγραφικής, Χαρακτικών και Σχεδίων.

John Leatham (Μεταφραστής)


Τόμος:
1
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις:
33χ23
Βάρος:
0.4 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση