Η συνταγή της αγάπης

της Saira Shah

Αν και είναι καλογραμμένο και γεμάτο αισθήματα, η κυρίως ιστορία με την ανατροφή του μωρού εμπλουτίζεται με τόσες περιγραφές του τοπίου και του σπιτιού στη Γαλλία όπου διαλέγουν να μεγαλώσουν το παιδί τους η Άννα και ο Τομπάιας και με τις ιστορίες των νέων τους γειτόνων και φίλων που προσωπικά σε κάποια σημεία το ξεφύλλιζα για να πάει η ιστορία παρακάτω. Έχει μια νότα αισιοδοξίας, όμως οι περιγραφές της υγείας του μωρού και ο αντίκτυπος στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον δίνονται ωμότατα, όπως είναι στην πραγματικότητα, οπότε να ξέρετε ότι θα κρατάτε την ανάσα σας κάθε τρεις και λίγο από την αγωνία, τον πόνο και την οργή για την αδικία να γεννηθεί έτσι αυτό το πλασματάκι.

Η Άννα και ο Τομπάιας βλέπουν τη ζωή τους να ανατρέπεται και τα όνειρά τους να εξανεμίζονται όταν η κόρη τους, Φρέγια, γεννιέται με σοβαρό νοητικό και σωματικό πρόβλημα. Η αισιόδοξη Άννα και ο κλεισμένος στον εαυτό του και αφοσιωμένος στη δουλειά του (μουσικοσυνθέτης γαρ) Τομπάιας μετακομίζουν στη Γαλλία, θεωρώντας την ως καλύτερη λύση για την ανάπτυξη του μωρού και την εξέλιξη των αισθημάτων τους στη σχέση τους. Σύντομα, το ερειπωμένο σπίτι που νοίκιασαν, το απομονωμένο μέρος που διάλεξαν, η παράξενη και αλλοπαρμένη Λίζι (κάτι σα φύλακας του κτήματος και του σπιτιού τους), που αρνείται να συμμετάσχει στα εγκόσμια αν ανακαλύψει και συνομιλεί με κάποιο πνεύμα, η αδιαφορία του Τομπάιας, ο φόβος και των δύο να μη συνηθίσουν και κυρίως να μην αγαπήσουν ένα πλασματάκι που από μέρα σε μέρα ίσως πεθάνει, η απόμακρη στάση της μητέρας της, η προσπάθεια της κολλητής της να τους βοηθήσει όπως μπορεί, είναι πάρα πολλά για την υγιή κράση της Άννας, η οποία μετά από έναν ομηρικό καβγά, επιστρέφει στο Λονδίνο, κλείνοντας κινητά και τους διακόπτες του μυαλού της, ξανασκεπτόμενη τα αισθήματά της και τις επιθυμίες της.

Αλήθεια, πώς θα αντιδρούσα αν είχα εγώ αυτό το μωρό; Αν έπρεπε να διαλέξω στο να το χαρίσω σε ίδρυμα ή να το μεγαλώσω χωρίς ανταπόκριση και χωρίς αναγνώριση από το παιδί μου; Θα το άφηνα να πεθάνει αν πάθαινε άλλη μια κρίση, απλώς καθυστερώντας να του δώσω το φάρμακο ή θα αγωνιζόμουν να του δείξω και να το κάνω να καταλάβει τη φύση, τα δέντρα, το ποτάμι, τον ήλιο, ξέροντας πως δε θα έκανε ποτέ την ταύτιση σημαίνοντος και σημαινόμενου, εικόνας και αντίδρασης. Ναι, αλλά αυτό το πλασματάκι είναι τόσο αδύναμο, θα με είχε ανάγκη (λόγω ενστίκτου, όχι λόγω κατανόησης ότι εγώ είμαι ο πατέρας του κι εγώ το μεγαλώνω). Κι αν ήμουν μόνος μου, με μια σύζυγο αδιάφορη επιφανειακά αλλά ουσιαστικά φοβισμένη όσο κι εγώ κι ίσως και περισσότερο; Ίσως γι\' αυτό επιδίδεται τόσο απερίσπαστα στις μαρμελάδες: \"Συσκευάζω αναμνήσεις...Σε έξι μήνες, όταν ανοίξουμε αυτήν τη γυάλα, θα θυμηθώ ό,τι αισθανόμουν αυτή τη στιγμή\" (σελ. 219).

Αυτά τα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι δυο γονείς, αυτά μας μεταφέρει αυτούσια, ρεαλιστικά η συγγραφέας (οι σκηνές στο νοσοκομείο, με τη γέννηση, το τάισμα, αργότερα με την υποχρεωτική εισρόφηση φαγητού από σωληνάκι στο στομάχι το οποίο βάζουν οι ίδιοι οι γονείς) είναι στοιχεία που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον πραγματικό σου εαυτό και αναρωτιέσαι τι θα έκανες εσύ στη θέση τους, σοβαρά και ειλικρινά, όχι βιαστικά και επιφανειακά. Ίσως γι\' αυτό το λόγο η συγγραφέας μας χαρίζει και πολλές σελίδες με περιγραφές του σπιτιού, της γαλλικής υπαίθρου, της συγκομιδής καρπών για κομποστοποίηση και μαρμελάδα, με τις στιγμές χαράς που επιφέρει το κυνήγι σε μια ομάδα χωρικών, με τη ζωή στο πιο κοντινό χωριό που απέχει κάποια χιλιόμετρα. Και το μωρό μεγαλώνει, αρχίζει να δείχνει τα προβλήματά του, αρχίζει να ταλαιπωρείται κάθε φορά και περισσότερο από τις κρίσεις. Τελικά οι γονείς τι θα κάνουν; Θα το κρατήσουν ή θα το δώσουν; Η απάντηση στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"Το μωρό μου έφτασε....Θέλω σαν τρελή να τη δω...Επιτέλους, επιτέλους, μου τη φέρνουν...Είναι μια τέλεια στιγμή. Μια από εκείνες τις σπάνιες φορές που δε θέλεις να βρίσκεσαι πουθενά αλλού, δε θέλεις να κάνεις τίποτε άλλο. Όπου παρελθόν και μέλλον λιώνουν και χάνονται και υπάρχει μόνο το τώρα\" (σελ. 12).

\"Ίσως, σαν ένας υπέργηρος μοναχός, να κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα πάνω από τα όρη του Θιβέτ όταν κλήθηκε από το Νιρβάνα. Εκείνη όμως ικέτευσε για μια ακόμη ζωή πάνω στη γη. Έτσι, το μεγαλύτερο τμήμα της ψυχής της έπσευσε σε μένα ενώ ένα κομμάτι του εγκεφάλου της παρέμεινε εκεί πίσω, θρυμματισμένο και κομματιασμένο σαν το ηλιοβασίλεμα πάνω στα σύννεφα\" (σελ. 28).

\"Πιστεύω ότι αμφιταλαντεύεσαι...Από τη μια το μητρικό ένστικτο σε τραβάει στη Φρέγια και από την άλλη το ένστικτο της αυτοσυντήρησης σε σπρώχνει μακριά της\" (σελ. 260).

\"Τι είναι αυτό που με κάνει μητέρα; Είναι το ότι σηκώνομαι και της ετοιμάζω το μπιμπερό της όταν το χρειάζεται; Είναι το ότι ποτέ δεν ξεχνώ τα φάρμακά της; Είναι το ότι ανταποκρίνομαι στις ανάγκες της, όσο κουρασμένη και χολωμένη κι αν είμαι;\" (σελ. 389).

\"Πού σταματά η αγάπη; Αν αγαπώ τη Φρέγια όταν τα μάτια της ανοίγουν και με κοιτούν, είναι δυνατόν να πάψω να την αγαπώ όταν τα μάτια της γυρνούν ανάποδα, όταν δεν εστιάζουν; Αν την αγαπώ όταν το στόμα της είναι κλειστό, θα πάψω να την αγαπώ όταν χάσκει και τρέχουν σάλια; ΕΊναι η αγάπη ορυκτό που κάθε καινούργιο πρόβλημα και μειονέκτημα το πελεκίζει; Μήπως κάνουμε έναν εσωτερικό υπολογισμό όταν το μωρό δεν αποτελεί πλέον ένα προσοδοφόρο στοίχημα;\" (σελ. 403).

Πάνος Τουρλής