Ένα κάποιο τέλος

του Τζούλιαν Μπαρνς

«...Ζούμε κάνοντας διαρκώς εύκολες συνεπαγωγές - έτσι δεν είναι; Για παράδειγμα, ότι η ανάμνηση ισούται με το γεγονός συν τον χρόνο. Ωστόσο, είναι κάτι πολύ πιο παράξενο. Ποιος είπε ότι η ανάμνηση είναι αυτό που νομίζαμε ότι έχουμε ξεχάσει; Θα έπρεπε δε να μας είναι προφανές ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία, αλλά μάλλον σαν διαλυτική. Έλα όμως που δεν μας βολεύει -δεν μας είναι χρήσιμο- να πιστεύουμε κάτι τέτοιο, δεν μας βοηθά να προχωρήσουμε στη ζωή μας, οπότε, το αγνοούμε...»

Είναι ο συγγραφέας που έγινε γνωστός με τον Παπαγάλο του Φλωμπέρ (γιατί ο Φλωμπέρ είναι ο αγαπημένος του στην αναζήτηση της λογοτεχνικής φόρμας). Με τον Παπαγάλο του Φλωμπέρ (1984), που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο Τζούλιαν Μπάρνς μπήκε για πρώτη φορά στη βραχεία λίστα των Booker για βραβείο fiction στην πατρίδα του. Έκτοτε, επανήλθε στην αναζήτηση της ύψιστης βρετανικής λογοτεχνικής διάκρισης, με τα μυθιστορήματαEngland, England(1998) και Arthur and George(2005), -επίσης από τις εκδόσεις Μεταίχμιο- μα ερχόταν πάντα δεύτερος. Νωρίτερα φέτος μας παρέδωσε το Pulse, ένα βιβλίο για την αγάπη και τη φιλία, για τη νοσταλγία και τη απώλεια, για να μας καταπλήξει μερικούς μήνες μετά με μια νουβέλα, πάνω στη μνήμη και την υπεκφυγή της, την ευθύνη και την περίσκεψη, που μεταφράστηκε υπέροχα από τον Θωμά Σκάσση ως Ένα κάποιο τέλος και να καταξιωθεί επιτέλους με το Booker για το 2011.

Η καλλιτεχνική απόδοση του εξωφύλλου από την Βάσω Αβραμοπούλου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο, εφάμιλλη του πρωτότυπου των εκδόσεων J. Cape (UK), αποπνέει την άποψη του συγγραφέα για την εκδοτική παραγωγή στα χρόνια της ψηφιακής τεχνολογίας : «Όσοι από εσάς είδατε το βιβλίο μου, ό,τι και να σκέφτεστε για το περιεχόμενό του, πιθανότατα θα συμφωνήσετε πως είναι ένα πολύ όμορφο αντικείμενο. Και αν το κανονικό βιβλίο, όπως έχουμε καταλήξει να το αποκαλούμε, θέλει να αντισταθεί στις προκλήσεις του e-book, θα πρέπει να δείχνει όμορφο, άξιο να αγοραστεί, άξιο να συλλεχθεί». Κι είναι πράγματι άξιο να διαβασθεί -όπως και συμβαίνει με τις 200 σελίδες του σε ένα απόγευμα- γιατί πρόκειται για μυθιστόρημα/ αυτοβιογραφία, που κατορθώνει να συνδέσει το ατομικό με το συλλογικό, να μιλήσει μαγικά για τις μυριάδες προσωπικές ιστορίες που συνθέτουν την αμείλικτη, ενιαία ανθρώπινη Ιστορία.

«...Επίσης, όταν είσαι νέος, νομίζεις ότι μπορείς να προβλέψεις τις πιθανές οδύνες και τη θλίψη που μπορεί να φέρει η ηλικία...

...Όλα αυτά όμως γίνονται κοιτώντας μπροστά. Εκείνο που δεν μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάξεις μπροστά και μετά να φανταστείς τον εαυτό σου να κοιτάει πίσω από εκείνο το σημείο στο μέλλον. Να μαθαίνει τα νέα συναισθήματα που φέρνει ο χρόνος. Να ανακαλύπτει, για παράδειγμα, ότι καθώς λιγοστεύουν οι μάρτυρες της ζωής σου, υπάρχει λιγότερη επιβεβαίωση και κατά συνέπεια βεβαιότητα ως προς τι είσαι και τι ήσουν. Ακόμα κι αν έχεις τηρήσει επιμελώς αρχείο -λόγια, ήχους, εικόνες- , μπορεί να διαπιστώσεις ότι έχεις προβεί σε λάθος αρχειοθέτηση. Πώς ήταν εκείνο που συνήθιζε να αναφέρει ο Έιντριαν; "Ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης"...»

Αυτή είναι η απάντηση που δίνει στον καθηγητή του της Ιστορίας ο Έιντριαν Φίν, ένας πολλά υποσχόμενος μαθητής σε σχολείο του κεντρικού Λονδίνου της ταραγμένης δεκαετίας του '60. Και η φράση θα αποτελέσει το leitmotif της αφήγησης, καθώς ο πρωτοπρόσωπος πρωταγωνιστής, ο Τόνι Γουέμπστερ, συμμαθητής και φίλος του Έιντριαν στο γυμνάσιο, 60χρονος συνταξιούχος στον παρόντα χρόνο, ξαναφέρνει στη μνήμη τα γεγονότα της ζωής του, για να ανακαλύψει πως αυτά που θυμάται και αυτά που πραγματικά συνέβησαν απέχουν δραματικά. Ο Τόνι θα σπουδάσει στη συνέχεια σε περιφερειακό πανεπιστήμιο, ενώ ο Έιντριαν θα γίνει μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας των Oxbridge και κατόπιν οι δρόμοι τους θα χωριστούν. Ο πρώτος θα διανύσει μιαν επίπεδη, "φυσιολογική" ζωή, ευτυχής γάμος, υγιές παιδί, φιλικό διαζύγιο, μια φορά την εβδομάδα να μαθαίνει τηλεφωνικά νέα της παντρεμένης πλέον κόρης του.

Ξαφνικά μια αναπάντεχη διαθήκη από τη μητέρα μιας παλιάς φιλενάδας του, της Βερόνικα Φόρντ -με την τελευταία να έχει υπάρξει ζευγάρι και με τον Έιντριαν- θα κληροδοτήσει στον Τόνι ένα μικρό ποσό και το ημερολόγιο του παλιού φίλου του, που αυτοκτόνησε λίγο μετά το πανεπιστημιακό πτυχίο. Το ημερολόγιο δεν θα φτάσει στα χέρια του 60χρονου άντρα, γιατί έχει "παρακρατηθεί" από τη Βερόνικα και η διεκδίκησή του από το νόμιμο πλέον κληρονόμο της διαθήκης, θα προκαλέσει σεισμό στην ακύμαντη ως τότε ροή της καθημερινότητάς του. Η Βερόνικα θα ξαναμπεί στη ζωή του. Θα συναντηθούν με σκοπό να του εξηγήσει ή, αν θέλετε, να της αποσπάσει το ημερολόγιο, που ο Τόνι, πιστεύει ότι του ανήκει. Εκείνη θα του αποδώσει όψιμη μομφή για μια απρεπή, προσβλητική επιστολή που ο νεαρός τότε προδόμενος εραστής είχε αποστείλει, σε αυτήν και τον αυτόχειρα, κατηγορώντάς τον ότι τότε δεν πρόβλεψε τις -αδόκητες ομολογουμένως- καταστροφές που επέφεραν οι κατάρες που εξαπέλυε και ποτέ δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί γεγονότα και προεκτάσεις, βαθιά κρυμμένες στα ανήλιαγα υπόγεια της μνήμης, που επισυνέβησαν.

«...Ο νους μου ωστόσο γυρνούσε διαρκώς στις γεμάτες ζέση και αθωότητα συζητήσεις που είχαμε κάνει όταν κρεμάστηκε ο Ρόμπσον στη σοφίτα, τον καιρό που δεν είχε αρχίσει ακόμα η ζωή μας. Μας είχε φανεί φιλοσοφικά αυταπόδεικτο ότι η αυτοκτονία ήταν δικαίωμα κάθε ελεύθερου ανθρώπου, μια πράξη λογική, όταν κανείς αντιμετώπιζε κάποια ανίατη ασθένεια ή τα γηρατειά, μια πράξη ηρωική, όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με βασανιστήρια ή με τον αποφεύξιμο θάνατο άλλων, μια πράξη γεμάτη αίγλη, μέσα στην παραζάλη της ερωτικής απογοήτευσης...»

Ο Τζούλιαν Μπαρνς συνέγραψε ένα κομψοτέχνημα οικονομίας και δύναμης, για τον έρωτα και το θάνατο, στην παράδοση μέγιστων συγγραφέων της ευρωπαϊκής ηπείρου, ενός Σνίτσλερ ή ενός Καμύ, όπως σημειώνουν και οι Times. Για του λόγου το αληθές, το υβριδικό Ένα κάποιο τέλος έχει δύο κορυφαίες στιγμές, μια εσκεμμένα παραπλανητική και μια ανυπέρβλητα δραματική αυθεντική, προσιδιάζοντας σε ιστορία μυστηρίου περισσότερο από μυθιστόρημα. Η αινιγματική Βερόνικα συναντά τον Τόνι και τον οδηγεί με το αυτοκίνητό της σε ένα φτωχικό προάστιο του Βόρειου Λονδίνου για να "παρατηρήσει" και να αντιληφθεί, χωρίς να του εξηγεί. Εκείνος θα επανέλθει πολλές φορές στην υποβαθμισμένη γειτονιά κι όταν τελικά νομίσει ότι κατάλαβε, τόσο αυτός όσο και εμείς, οι αναγνώστες, θα κατακλυσθούμε από το αριστοτελικό συναίσθημα "ελέου και φόβου", που επιφέρει την κάθαρση στην αρχαία τραγωδία.

Παράλληλα το μυθιστόρημα, που από τους κριτικούς χαρακτηρίζεται novella (δηλαδή σύντομη νουβέλλα), χωρίζεται σε δύο μέρη, με το πρώτο να αποτελεί τις αναμνήσεις των σχολικών και πανεπιστημιακών χρόνων του Τόνι και της οδυνηρής αποτυχίας της κατ' ουσίαν πλατωνικής ερωτικής σχέσης με τη Βερόνικα. Είναι ένα αχνό, χαλαρό σκαρίφημα μιας ανήσυχης και καταπιεστικής εποχής, όπως βίωσε τα sixties ένα τμήμα της βρετανικής νεολαίας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η ανεπαίσθητη ειρωνεία, που παρεισφρύει στην αφήγηση, ανατρέπει την ειλικρίνεια βαθιά καταγραμμένων μνημών, καθώς ο Τόνι "ανοίγει" ξανά το κεφάλαιο της ζωής του, που ονομάζεται Βερόνικα, μια γυναίκα την οποία είχε ξεγράψει από την προσωπική του ιστορία.

«...Θυμάμαι μια περίοδο προς τα τέλη της εφηβείας μου, όταν το μυαλό μου μεθούσε με εικόνες περιπετειώδους διαβίωσης. Έτσι θα είναι όταν θα μεγαλώσω, έλεγα. Θα πάω εκεί, θα κάνω αυτό, θα ανακαλύψω το άλλο, θα ερωτευτώ αυτήν, μετά την άλλη, μετά την τρίτη. Θα ζω όπως έζησαν και εξακολουθούν να ζούν οι ήρωες των μυθιστορημάτων...

...Όμως ο χρόνος... πρώτα μας προσγειώνει και μετά μας μπερδεύει. Νομίζαμε πως ήμασταν ώριμοι, όταν ήμασταν απλώς ασφαλείς. Φανταζόμασταν ότι ήμασταν υπεύθυνα άτομα, όταν ήμασταν απλώς δειλοί. Ό,τι αποκαλούσαμε ρεαλισμό αποδείχθηκε ένας τρόπος να αποφεύγουμε τις καταστάσεις, αντί να τις αντιμετωπίζουμε. Ο χρόνος... ας μας δοθεί αρκετός χρόνος, και τότε οι πιο γερά θεμελιωμένες αποφάσεις μας θα φαντάζουν σαθρές και οι βεβαιότητές μας, καπρίτσια...»

Υπάρχει ένα ρωσικό ρητό που λέει "αυτός είναι τόσο καλός ψεύτης, σαν να ήταν αυτόπτης μάρτυρας", χαριτολογεί ο Μπαρνς, για να υποστηρίξει ότι η προσωπική μνήμη προσεγγίζει τη φαντασία και τη μυθοπλασία, απέχοντας πολύ από το δημοσιογραφικό γεγονός, την είδηση που διαβάζουμε στην εφημερίδα. Εύλογα δεν εμπιστεύεται τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τα γεγονότα ως μνήμη, γιατί πολλές φορές "θέλουμε να αφηγηθούμε εκεί που δεν υπάρχει αφήγηση, άλλοτε πάλι παραλείπουμε την αφήγηση, γιατί συνεπάγεται πολύ πόνο, είμαστε εκ φύσεως αφηγηματικά όντα αλλά αφηγούμαστε την ιστορία από τη δική μας σκοπιά".

Παρακολουθήστε το παρακάτω σχήμα: οι ζωντανές μνήμες και οι σβησμένες μνήμες, μια φιλήσυχη ζωή, καριέρα, γάμος, μια κόρη, η συνταξιοδότηση και τα γεγονότα του παρελθόντος, πουθενά ρίσκο ή μεγάλος κίνδυνος και ξαφνικά από το πουθενά ένα γράμμα από ένα δικηγόρο, για να μας υποχρεώσει να παραδεχθούμε ότι υπήρξαμε αναξιόπιστοι αφηγητές. Ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στα ζητήματα της μνήμης και της λήθης, της απουσίας πείρας ζωής και της ανθρώπινης ευθύνης, της αυταρέσκειας και της επανάπαυσης. Αναρωτιέται τι συμβαίνει όταν γυρίζουμε πίσω στο παρελθόν και ανακαλύπτουμε ότι προσαρμόσαμε τις αναμνήσεις μας έτσι ώστε να μας βολεύουν; Τι συμβαίνει όταν ο τρόπος που ζήσαμε τις ζωές μας, με όρους ασφάλειας και σιγουριάς, αποδεικνύεται αυταπάτη; Και τότε ο αφηγητής ζητά αποδείξεις και τεκμήρια, απαιτεί να εμβαθύνει στα γεγονότα. Γι' αυτό και το πρώτο μέρος του βιβλίου ακουμπά βαριεστημένα στη μνήμη, ενώ το δεύτερο ασθμαίνει με βήμα βιαστικό να αδράξει τη ζωή, αναζητά στέρεες βεβαιότητες, όσο κι αν αυτές πονούν.

«... "Το ζήτημα της συσσώρευσης", έγραφε ο Έιντριαν. Ποντάρεις σε κάποιο άλογο, κερδίζει, και τα κέρδη σου πάνε στο επόμενο άλογο της επόμενης κούρσας και ούτω καθεξής. Τα κέρδη σου συσσωρεύονται. Τι γίνεται όμως με τις χασούρες; Όχι στον ιππόδρομο- εκεί χάνεις απλώς το αρχικό σου ποντάρισμα. Στη ζωή; Εδώ μάλλον ισχύουν διαφορετικοί κανόνες. Ποντάρεις σε μια σχέση και αυτή αποτυγχάνει, περνάς στην επόμενη, πάει κι αυτή περίπατο. Αυτό που χάνεις δεν είναι μάλλον δύο ποσά μείον, αλλά πολλαπλάσιο όσων είχες στοιχηματίσει. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Η ζωή δεν είναι μόνον πρόσθεση και αφαίρεση. Υπάρχει και η συσσώρευση, ο πολλαπλασιασμός των απωλειών, των αποτυχιών...»

Την πεσσιμιστική θεωρία ενός ανθρώπου παγιωμένου, αν όχι "παγωμένου" σε ό,τι πραγμάτωσε μέχρι τα τριάντα ή τα σαράντα του αντιπροσωπεύει ο Τόνι, που πιστεύει ότι η ζωή είναι απλά ένα γεγονός πάνω στο άλλο, γιατί δεν μπορεί να αντιληφθεί την πολλαπλασιαστική δύναμη των απωλειών και των αποτυχιών. Μα με αυτή τη θεώρηση δεν δύναται ούτε να εμπλουτίσει τη ζωή με νοσταλγικές μνήμες, πόσο μάλλον να ωριμάσει αντικειμενικά. Ο Τζούλιαν Μπάρνς μιλά για τη νοσταλγία ως μια αναπόληση που βρίθει χρωμάτων, για εκείνες τις στιγμές που δεν μπορούν να βιωθούν ξανά, -ακόμη και τα οδυνηρά γεγονότα, γιατί τότε νιώθαμε πραγματικά ζωντανοί-, τότε που τα συναισθήματα ήταν δυνατά και τη θλίψη που νιώθουμε όταν πλέον αυτά δεν είναι παρόντα στη ρηχή ζωή μας, για να δηλώσει "κατά τη γνώμη μου περισσότερο υποφέρουμε παρά απολαμβάνουμε τη νοσταλγία, ίσως για να πιαστούμε από το παρόν με λιγότερο πόνο".

Η νουβέλλα του Τζούλιαν Μπαρνς, μέσα από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που εξαντλούν τη θεματική από κάθε οπτική γωνία, κατακτά το επίπεδο ενός περίτεχνα επεξεργασμένου διαλογισμού, πάνω στα γηρατειά, τη μνήμη και τις τύψεις, που απηχεί και δίνει φωνή σε εκείνα για τα οποία ποτέ δεν μιλήσαμε και μοιάζουν να μη συνέβησαν, αφού τα σβήσαμε από αναμνήσεις. Το μυθιστόρημα, γράφει ο Μπαρνς στο Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια, "θέλει να αφηγηθεί όλες τις ιστορίες, με όλες τους τις ανακολουθίες και αντιφάσεις, σε όλη τους τη στριφνότητα, ακόμα και την έλλειψη όποιας λύσης". Στο σύντομο μυθιστόρημα Ένα κάποιο τέλος αυτή η φαινομενικά αδύνατη επιθυμία πραγματώνεται με τρόπο καινοτόμο, γόνιμο και αλησμόνητο.

Γιώργος Στυλιανού


Ευγενική χορηγία του forfree.gr