Ένα νησί του Αιγαίου βιώνει τη γερμανική Κατοχή και οι κάτοικοί του αρχίζουν μια διαφορετική καθημερινότητα. Ο Οικισμός, το Μεγάλο Λιμάνι και τα άλλα χωριά ζουν μια αλλιώτικη από την ηπειρωτική χώρα πραγματικότητα, με τις δύσκολες αλλά και τις ανθρώπινες στιγμές. Ο επίατρος Κρίστιαν Μίλερ, που φτάνει με σκοπό να οργανώσει χειρουργική μονάδα και να εξοπλίσει το νοσοκομείο, θα τους δείξει το άλλο πρόσωπο του Γερμανού κατακτητή, θα σώσει ζωές και θα βελτιώσει σημαντικά την καθημερινότητά τους. Πόσο θα κρατήσει όμως αυτό; Πώς θα αλλάξουν οι χαρακτήρες των κατοίκων εν μέσω του πολέμου; Θα παραμείνουν ίδιοι ή θα επηρεαστούν από τις καινούργιες συνθήκες;
Το νέο μυθιστόρημα της κυρίας Σόφης Θεοδωρίδου είναι ένας ύμνος στον έρωτα και τη δύναμη που αυτός δίνει σε καιρό πολέμου και ένας φόρος τιμής στην ανθρώπινη πλευρά της πολεμικής λαίλαπας. Σε κάθε πόλεμο, τα πλάσματα που καλούνται στο μέτωπο της μάχης, χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους, δεν παύουν να είναι άνθρωποι με οικογένεια και όνειρα, που κάποια στιγμή καλούνται να τα αποχωριστούν. Κάποιοι ενστερνίζονται τη νοοτροπία και κάποιοι όχι. Αυτό θέλει να δείξει η συγγραφέας με το κείμενό της, δίνει λευκό χρώμα στη σκοτεινιά του πολέμου, όχι για να εξωραΐσει το μένος και την τρέλα του αλλά για να δείξει τους αφανείς ήρωες, τα αθώα γυναικόπαιδα που θρηνούν, σκοτώνονται ή πεινάνε.
Σε όλο το κείμενο, η βαναυσότητα και οι ωμότητες εμφανίζονται σποραδικά και μέσα από σύντομες αφηγήσεις ενώ πρωταγωνιστούν η ρουτίνα ενός νησιώτικου τόπου, ο έρωτας με πολλές μορφές και η ένταση από τον πόνο της Κατοχής. Ο αιματοβαμμένος Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος δεν παύει να είναι μια τρέλα και μια απανθρωπιά που εξολόθρευσε χιλιάδες ανθρώπους, με τη συντριπτική πλειοψηφία να ακολουθεί τα πρότυπα και τις αντιλήψεις του ναζισμού. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που δε σταμάτησαν να πιστεύουν στο Άνθρωπο και δε δίστασαν να βοηθήσουν όπου και όπως μπορούσαν. «-Κατέληξα ότι φταίει η ανθρώπινη φύση. Ότι αυτή ευθύνεται για κάθε πόλεμο που έγινε στο πέρασμα των αιώνων και για όσους θα γίνουν ασφαλώς στο μέλλον, όταν τελειώσει αυτός που ζούμε τώρα… Κάθε λαός έχει τις ευθύνες του και ο δικός μας έχει τις δικές του» (σελ. 315), λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας μέσα από τους ήρωές της.
Το μυθιστόρημα είναι εξαιρετικό από κάθε άποψη, γεμάτο από ενδιαφέροντες χαρακτήρες που αλληλοεπιδρούν με ευρηματικές ανατροπές, από λυρικές περιγραφές του λουσμένου στον ήλιο νησιού και του βυθισμένου στη σκόνη και την ήττα Βερολίνου, από ρεαλιστικές απεικονίσεις της καθημερινότητας σ’ έναν ξερό και άνυδρο τόπο, με τις δυσκολίες αλλά και τις χαρές του και από αναπάντεχες εξελίξεις που δε με άφησαν στιγμή σε ησυχία. Η Λήδα έχει βρει καταφύγιο στο σπίτι του Παππού μετά την αποπομπή της από το πατρικό της και μεγαλώνει την επτάχρονη τώρα κόρη της, Αφροδίτη. Πικρόχολη από όσα πέρασε, χωρίς διάθεση για κανακέματα και παιχνίδια, με αγάπη όμως για το παιδί της, προσέχει και φροντίζει όσο ξέρει και μπορεί, ένα κορίτσι εσωστρεφές, κλειστό, που αποφεύγει κι αυτό τα κακόβουλα σχόλια του χωριού. Ο Παππούς ή Λάζαρος Καπερνάρος, ο ηλικιωμένος που πήρε υπό την προστασία του τη Λήδα όταν όλοι την είχαν διώξει, είναι ένας σκληροτράχηλος και δίκαιος συνταξιούχος ναυτικός, με πυγμή και στιβαρό χαρακτήρα. Μια μέρα φτάνουν η Ρίτα Τσαγκλή με τον δωδεκάχρονο γιο της, Μάριο, που, παρά τα κουτσομπολιά του νησιού, συναναστρέφονται με χαρά τη Λήδα και το παιδί. Το παρελθόν της Λήδας και γιατί την απαρνήθηκαν όλοι, χωριανοί, μάνα κι αδέλφια ξεδιπλώνεται σταδιακά, παράλληλα με την εξέλιξη της κυρίως πλοκής, καθώς και οι λόγοι που έφεραν τη Ρίτα σε αυτόν τον τόπο.
Παράλληλα, ο ληξίαρχος, ο φαρμακοποιός, ο δικηγόρος, ο γιατρός είναι προσωπικότητες που καθρεφτίζουν τους ήρωες που πολέμησαν κατά του κατακτητή. Φυσικά και υπάρχει ένας Τσολάκογλου ανάμεσά τους, ο δήμαρχος του νησιού, τον οποίο η συγγραφέας χρησιμοποιεί ως αντίβαρο για να καταδείξει τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις όσων συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, προβάλλοντας φτηνές δικαιολογίες. είτε γιατί ασπάστηκαν την ιδεολογία είτε γιατί πίστεψαν πως η νέα τάξη πραγμάτων θα κρατήσει πολύ μεγάλο διάστημα. Η κοινωνία λοιπόν του νησιού καταγράφεται άκρως ρεαλιστικά, με τα κουτσομπολιά, τα ήθη αιώνων, με τη γυναίκα άβουλη νύφη κι αιώνια νοικοκυρά, με την τιμή πάνω απ’ όλα κι όταν κηλιδώνεται αυτή, κρίνεται βαρύ το τίμημα. Τονίζονται κι ανατρέπονται υποκριτικοί κανόνες που θέσπιζαν εκκλησία και κοινωνία κι όλα αυτά παρουσιάζονται μέσα από μια συναρπαστική σειρά εξελίξεων και επεισοδίων. Όλοι συμμετέχουν ισόποσα, όλοι επηρεάζουν τα γεγονότα και η ολοκλήρωση των επιμέρους ιστοριών είναι πολύ καλά σχεδιασμένη και σωστά δοσμένη, κλείνοντας με υποδειγματικό τρόπο την καθαυτή αφήγηση.
Δεν είναι όμως μόνο αυτοί οι ήρωες του βιβλίου, μιας και έχουμε το αντίβαρο με τους Γερμανούς: η Μάρεν Πέτερσεν γνωρίζει κι ερωτεύεται τον χειρουργό του Πολεμικού Ναυτικού Κρίστιαν Μίλερ, ξέροντας πως ρισκάρει αν ξεκινήσει μια τέτοια σχέση εν καιρώ πολέμου: «Τι άλλο μπορούσε να αντιπαλέψει το βάρος πάνω στον άνθρωπο που συνεπάγονταν πάντα οι πόλεμοι, αν όχι ο έρωτας;» (σελ. 50). Η ιστορία τους και της φίλης της, Άννε, δίνουν την ευκαιρία στη συγγραφέα να δείξει με σκληρό τρόπο τις συνέπειες των σχεδίων του Χίτλερ, του Φύρερ τους, στην καθημερινότητα των αθώων ανθρώπων, με τις «άδικες» απώλειες, τον θάνατο, την καταστροφή της ζωής και το τίμημα της συμμετοχής στην Αντίσταση. Ο επίατρος Μίλερ στέλνεται στο νησί και η καλοσύνη του κερδίζει τους κατοίκους. Στο πλάι του έχουμε τον διερμηνέα και λοχία Γκέοργκ Φίσερ, με ελληνική καταγωγή, απόλυτα ερωτευμένο με την Ελλάδα, μαζί με τον οποίο προσφέρουν σημαντικό έργο στην τοπική κοινωνία, μαλακώνουν τους ήδη ανθρώπινους ανώτερους διοικητές τους και ζουν διάφορα γεγονότα μέσω των οποίων φωτίζεται η ποικιλότητα των συνθηκών μιας κατεχόμενης περιοχής.
Το κείμενο, με την πλούσια και πολυεπίπεδη πλοκή, την πανσπερμία χαρακτήρων και τις απανωτές εξελίξεις, είναι στολισμένο με υπέροχα και αναπάντεχα επίθετα, τρυφερές παρομοιώσεις, διακριτικά λυρικές περιγραφές της φύσης και του τόπου: «Ο ήλιος, κρεμασμένος στην άκρη του ουρανού την ώρα εκείνη, κοντοστάθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι κι ύστερα, βαστώντας την ανάσα του, βούτηξε στα γαλανά νερά» (σελ. 117), «…μια λεπτή παγωμένη βροχή σαν βελονιά…» (σελ. 160), «Έξω είχε ψύχρα και μύριζε βροχή και κάτι άλλο απροσδιόριστο, σαν πυρίτιδα και στάχτη και σάπια σάρκα, που είχαν μάθει ν’ αναγνωρίζουν οι Βερολινέζοι έπειτα από τόσους βομβαρδισμούς» (σελ. 251), «Τα γεράματα έφταιγαν φυσικά. Μαλάκωναν φαίνεται τον άνθρωπο όπως το ρύζι ο βρασμός, μετατρέποντάς τον όπως εκείνος σε λαπά» (σελ. 19). Τα καλολογικά στοιχεία μαλακώνουν τις δύσκολες στιγμές και αγκαλιάζουν με χαρά τις πιο βατές, κοσμούν μια καθημερινότητα δύσκολη ενώ ο περιορισμένος αριθμός τους δεν παρασέρνει το κείμενο σε εύκολους συναισθηματισμούς. Εξισορρόπηση και χειραγώγηση είναι μερικά από τα προτερήματα του βιβλίου αυτού.
«Ο Γερμανός γιατρός» είναι ένα τρυφερό και σκληρό, ρομαντικό και περιπετειώδες, ανθρώπινο και μεστό μυθιστόρημα, που προβάλλει και τονίζει το μεγαλείο της συγνώμης, μέσα από μια ενδιαφέρουσα ποικιλία διάφορων και διαφορετικών ιστοριών και χαρακτήρων, μέσα από τους οποίους φωτίζονται η λαίλαπα και ο παραλογισμός του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σε όλες τους τις εκφάνσεις. Ανατροπές, εκπλήξεις κι ένα τέλος που θα μου μείνει αξέχαστο και μου έφερε δάκρυα στα μάτια μιας και τόνισε το μεγαλείο και τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός κειμένου που αγάπησα βαθιά.
Πάνος Τουρλής