«Φροντιστής» είναι η δουλειά μου. Φροντίζω για πράγματα που λέγονται ψιθυριστά. Που λίγοι μπορούν να αναλάβουν. Που, όσοι τα ξεστομίζουν, σαν εντολές, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ακριβά για να συμβούν και δεν θέλουν έπειτα να ξέρουν τι συνέβη και πώς. Θέλουν μόνο να μάθουν ότι η δουλειά ολοκληρώθηκε. Και θέλουν, μετά, να προσπαθήσουν να διαγράψουν τα πάντα από τη μνήμη τους» (σελ. 17). Καλώς ήλθατε στον κόσμο του Στράτου Γαζή, ενός ανθρώπου που «φροντίζει» για το καθαρό παρόν σας. Το πρώτο βιβλίο της σειράς με ήρωα αυτήν την εκπληκτική προσωπικότητα, που είχε κυκλοφορήσει ως «Ιερά οδός μπλουζ» το 2010, κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε Ελλάδα και εξωτερικό το 2016, προσαρμοσμένο στην Ελλάδα μετά την κρίση του 2008 και εντελώς αλλαγμένο ως προς την πρώτη του μορφή.
Ο Στράτος Γαζής αναλαμβάνει να «φροντίσει» για τη ζωή της πανέμορφης ηθοποιού και μοντέλου Αλίκης Στυλιανού, συζύγου του Βασίλη Σταθόπουλου, ικανότατου δικηγόρου, που έχει κερδίσει σημαντικές και αρχικά χαμένες από χέρι υποθέσεις. Περιζήτητος εργένης πριν πάρει τη Στυλιανού, τώρα η γυναίκα του επιμένει πως είναι παθολογικά ζηλιάρης και δε χάνει ευκαιρία να την ξυλοκοπεί βαριά. Είναι έτσι τα πράγματα; Ο σύζυγός της έχει σκηνοθετήσει τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον της ή κάποιος άλλος; Τι πραγματικά συμβαίνει στη ζωή αυτού του διάσημου, πλούσιου και πετυχημένου ζευγαριού; Η ιστορία του «Αθηναϊκού μπλουζ», πολυεπίπεδη, ανατρεπτική, με βαθιά κρυμμένες αλήθειες που έρχονται στο φως μόνο όταν συνδυάσεις σωστά τα γεγονότα, με παρέσυρε και με βύθισε σ’ έναν κόσμο που κινείται γύρω μου, με σεργιάνισε από τον Άγιο Παντελεήμονα ως τις πλούσιες συνοικίες, μου έδειξε τις συνέπειες του ανοίγματος των συνόρων, κάνοντας τις κακές συνθήκες επιβίωσης στην Ελλάδα της ανεργίας, της φτώχειας και της μετακόμισης των επιχειρήσεων στη Βουλγαρία ακόμη χειρότερες. Μα πάνω απ’ όλα μου έδειξε πόσο πολύ αξίζει μια ιστορία όταν έχει δουλευτεί σωστά, επεξεργαστεί στο ακέραιο και γραφεί με ταλέντο!
Ο Στράτος Γαζής είναι ένας ντόμπρος και σταράτος χαρακτήρας. Τίμιος, ειλικρινής και καθόλου παραδόπιστος. Έχει τους δικούς του κανόνες ώστε να γίνεται η δουλειά καλύτερα και να μην πλήττεται το κύρος του. Είναι μεθοδικός. Δε μασάει τα λόγια του και δεν αλλάζει απόψεις ή κοσμοθεωρία. Είναι ένας «…φροντιστής με συνείδηση. Είναι ωραίες οι ανθρώπινες συνειδήσεις, μοιάζουν με τα στομάχια των φτωχών –και ψίχουλα να τους δώσεις, χορταίνουν» (σελ. 22). «Ο καθένας έχει τη θεωρία του για το ποια αίσθηση είναι η σημαντικότερη, αυτή χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να ζήσει… Η όσφρηση όμως δεν ξεγελιέται. Η πόλη που σαπίζει μπροστά σου από την έλλειψη οξυγόνου και ο άνθρωπος που δεν σου ταιριάζει μυρίζουν πάντα ξένα. Η όσφρηση είναι εκεί για να σε προφυλάξει» (σελ. 170-171). Έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και τώρα φτύνει τα κουκούτσια. «Στο τέλος της μέρας, ό,τι κι αν έχεις κάνει, πρέπει να βρεις το κόλπο. Να κατεβάσεις το διακόπτη. Να μην έχεις τίποτα να γαργαλάει ενοχλητικά το μυαλό σου. Γι’ αυτό ο γιατρός κάνει, πού και πού, μια εγχείρηση χωρίς φακελάκι… Να κατεβάσεις τον διακόπτη» (σελ. 21). Δε γίνεται να μην αγαπήσεις έναν άνθρωπο που λέει: «Έτσι μου άρεσε η πόλη. Σιωπηλή. Ακίνητη. Απόλαυση να είσαι μια από τις σκιές της» (σελ. 44).
Δίπλα του δε θα μπορούσαν να είναι συνηθισμένοι χαρακτήρες, γι’ αυτό οι φίλοι και συνεργάτες του είναι τρεις: η τραβεστί Τέρι (απ’ το Λευτέρης), παιδικοί φίλοι, ο Κωνσταντίνος Δράγκας ή «Ντραγκ», αστυνόμος στο τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής, δίνοντας στον όρο «τραγική ειρωνεία» την κουτσάκεια ερμηνεία, και η Μαρία Αρμυρού, την οποία ο Γαζής θεώρησε γυναίκα της ζωής του όταν τη γνώρισε κι αυτήν στο σχολείο, και ο Ντραγκ έζησε με τη σειρά του κάποιες όμορφες ερωτικές στιγμές με τραγική κατάληξη στην ψυχολογία του, μόνο που τώρα η Μαρία είναι παντρεμένη με έναν άντρα σε αναπηρικό καροτσάκι, με τον οποίο αγαπιούνται ακόμη τρελά! «Με εξαίρεση τους τρεις αγαπημένους μου φίλους, οι άνθρωποι που με γνωρίζουν χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στους εργοδότες μου και στους πεθαμένους» (σελ. 102).
Η παρατηρητικότητα του συγγραφέα και ταυτόχρονα η ικανότητά του να εστιάζει σε λεπτομέρειες, τις οποίες ζωντανεύει με πρωτότυπο τρόπο, είναι το απόλυτα ταιριαστό σκηνικό για να αποδρά ο αναγνώστης από την καταιγίδα των εξελίξεων: «Είχε παραγγείλει ένα καλιφορνέζικο σαρντονέ. Είχε μια γλυκόπικρη γεύση, σαν να μην ήξερε ούτε το ίδιο τι από τα δύο ήθελε να είναι» (σελ. 19). Δε θα ξεχάσω εύκολα το δικαίωμα της ασχήμιας στον έρωτα: «Η ασχήμια των ενωμένων σωμάτων τους έχει τη γλύκα που λείπει απ’ όλες τις ρομαντικές ταινίες με τους πανέμορφους ηθοποιούς. Τη γλύκα της απόρριψης που έχει ηττηθεί κι έχει μπει στην άκρη» (σελ. 66). Όλες αυτές οι μικρές ψηφίδες συμπληρώνουν ένα λεπτοδουλεμένο κείμενο, γεμάτο ευφάνταστες ανατροπές και μια εκπληκτικής σύλληψης αλήθεια για την πραγματική ιστορία που καλείται να ερευνήσει ο Γαζής. Πρόκειται για μια υπόθεση που με μπέρδευε όλο και περισσότερο σε κάθε σελίδα, με εξαφανίσεις προσώπων, απόπειρες δολοφονίας, σερί ανακρίσεων από υπόπτους που όλοι κατέληγαν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Σύντομα ο Γαζής και ο αναγνώστης αποκτούν έναν συμπαθητικό πονοκέφαλο και πεισμώνουν να ανακαλύψουν την αλήθεια, μιας και ο κυκεώνας των εξελίξεων είναι σαρωτικός.
Ρεαλιστική ατμόσφαιρα, αδρή σκιαγράφηση χαρακτήρων, στακάτοι και κοφτοί διάλογοι, εξαιρετικές, καλοδουλεμένες και αναπάντεχες παρομοιώσεις και μεταφορές στήνουν μια ατμόσφαιρα noir που με έκανε να νιώσω πως πνίγομαι και δεν μπορούσα να ξεφύγω από τον κλοιό που σφιγγόταν όλο και περισσότερο γύρω από τον λαιμό των πρωταγωνιστών. Σκηνές και ατάκες από ταινίες, εξαιρετικές περιγραφές μιας Αθήνας πολλών ταχυτήτων: της νύχτας με «φουσκωτούς», ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, έρημους δρόμους όταν ακούγονται πυροβολισμοί, νταβατζήδες, παράνομα κυκλώματα και της ημέρας με τα χαμόγελα, «τα μάτια που θυμίζουν θάλασσα», όμορφες στιγμές που παρακαλάς αν έχεις μυστικά να μην είναι οι τελευταίες. Και όλα αυτά υπό τους ήχους της τζαζ: Ella Fidgerald, Dinah Washington, Eleanora Fagan (aka Billy Holliday) και τόσες άλλες θεϊκές φωνές!
Για άλλη μια φορά, όσα και να γράψεις για ένα βιβλίο του κυρίου Πολυχρόνη Κουτσάκη θα ωχριά μπροστά στην αξία του καθαυτού κειμένου, τα συναισθήματα που γεννά στον αναγνώστη, την ευρηματικότητα των βασικών ιδεών και της απίστευτης δεξιότητας με την οποία αυτές αναπτύσσονται στις σελίδες. Δεν μπόρεσα να πάρω ανάσα ούτε στιγμή, ώσπου να έρθει το αναπάντεχο, ανατρεπτικό, μη αναμενόμενο τέλος του μυθιστορήματος, οπότε κι άρχισα να βρίζω κατά των πραγματικών προσώπων και των ρόλων που κλήθηκαν να παίξουν σε αυτήν την υπόθεση, παίζοντας με τα νεύρα μου, ανατρέποντας την κοσμοθεωρία του Γαζή, βάζοντας σε κίνδυνο τα αγαπημένα του πρόσωπα μα πάνω απ’ όλα επειδή τελείωσε ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα.
Πάνος Τουρλής
Ο Στράτος Γαζής αναλαμβάνει να «φροντίσει» για τη ζωή της πανέμορφης ηθοποιού και μοντέλου Αλίκης Στυλιανού, συζύγου του Βασίλη Σταθόπουλου, ικανότατου δικηγόρου, που έχει κερδίσει σημαντικές και αρχικά χαμένες από χέρι υποθέσεις. Περιζήτητος εργένης πριν πάρει τη Στυλιανού, τώρα η γυναίκα του επιμένει πως είναι παθολογικά ζηλιάρης και δε χάνει ευκαιρία να την ξυλοκοπεί βαριά. Είναι έτσι τα πράγματα; Ο σύζυγός της έχει σκηνοθετήσει τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον της ή κάποιος άλλος; Τι πραγματικά συμβαίνει στη ζωή αυτού του διάσημου, πλούσιου και πετυχημένου ζευγαριού; Η ιστορία του «Αθηναϊκού μπλουζ», πολυεπίπεδη, ανατρεπτική, με βαθιά κρυμμένες αλήθειες που έρχονται στο φως μόνο όταν συνδυάσεις σωστά τα γεγονότα, με παρέσυρε και με βύθισε σ’ έναν κόσμο που κινείται γύρω μου, με σεργιάνισε από τον Άγιο Παντελεήμονα ως τις πλούσιες συνοικίες, μου έδειξε τις συνέπειες του ανοίγματος των συνόρων, κάνοντας τις κακές συνθήκες επιβίωσης στην Ελλάδα της ανεργίας, της φτώχειας και της μετακόμισης των επιχειρήσεων στη Βουλγαρία ακόμη χειρότερες. Μα πάνω απ’ όλα μου έδειξε πόσο πολύ αξίζει μια ιστορία όταν έχει δουλευτεί σωστά, επεξεργαστεί στο ακέραιο και γραφεί με ταλέντο!
Ο Στράτος Γαζής είναι ένας ντόμπρος και σταράτος χαρακτήρας. Τίμιος, ειλικρινής και καθόλου παραδόπιστος. Έχει τους δικούς του κανόνες ώστε να γίνεται η δουλειά καλύτερα και να μην πλήττεται το κύρος του. Είναι μεθοδικός. Δε μασάει τα λόγια του και δεν αλλάζει απόψεις ή κοσμοθεωρία. Είναι ένας «…φροντιστής με συνείδηση. Είναι ωραίες οι ανθρώπινες συνειδήσεις, μοιάζουν με τα στομάχια των φτωχών –και ψίχουλα να τους δώσεις, χορταίνουν» (σελ. 22). «Ο καθένας έχει τη θεωρία του για το ποια αίσθηση είναι η σημαντικότερη, αυτή χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να ζήσει… Η όσφρηση όμως δεν ξεγελιέται. Η πόλη που σαπίζει μπροστά σου από την έλλειψη οξυγόνου και ο άνθρωπος που δεν σου ταιριάζει μυρίζουν πάντα ξένα. Η όσφρηση είναι εκεί για να σε προφυλάξει» (σελ. 170-171). Έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και τώρα φτύνει τα κουκούτσια. «Στο τέλος της μέρας, ό,τι κι αν έχεις κάνει, πρέπει να βρεις το κόλπο. Να κατεβάσεις το διακόπτη. Να μην έχεις τίποτα να γαργαλάει ενοχλητικά το μυαλό σου. Γι’ αυτό ο γιατρός κάνει, πού και πού, μια εγχείρηση χωρίς φακελάκι… Να κατεβάσεις τον διακόπτη» (σελ. 21). Δε γίνεται να μην αγαπήσεις έναν άνθρωπο που λέει: «Έτσι μου άρεσε η πόλη. Σιωπηλή. Ακίνητη. Απόλαυση να είσαι μια από τις σκιές της» (σελ. 44).
Δίπλα του δε θα μπορούσαν να είναι συνηθισμένοι χαρακτήρες, γι’ αυτό οι φίλοι και συνεργάτες του είναι τρεις: η τραβεστί Τέρι (απ’ το Λευτέρης), παιδικοί φίλοι, ο Κωνσταντίνος Δράγκας ή «Ντραγκ», αστυνόμος στο τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής, δίνοντας στον όρο «τραγική ειρωνεία» την κουτσάκεια ερμηνεία, και η Μαρία Αρμυρού, την οποία ο Γαζής θεώρησε γυναίκα της ζωής του όταν τη γνώρισε κι αυτήν στο σχολείο, και ο Ντραγκ έζησε με τη σειρά του κάποιες όμορφες ερωτικές στιγμές με τραγική κατάληξη στην ψυχολογία του, μόνο που τώρα η Μαρία είναι παντρεμένη με έναν άντρα σε αναπηρικό καροτσάκι, με τον οποίο αγαπιούνται ακόμη τρελά! «Με εξαίρεση τους τρεις αγαπημένους μου φίλους, οι άνθρωποι που με γνωρίζουν χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στους εργοδότες μου και στους πεθαμένους» (σελ. 102).
Η παρατηρητικότητα του συγγραφέα και ταυτόχρονα η ικανότητά του να εστιάζει σε λεπτομέρειες, τις οποίες ζωντανεύει με πρωτότυπο τρόπο, είναι το απόλυτα ταιριαστό σκηνικό για να αποδρά ο αναγνώστης από την καταιγίδα των εξελίξεων: «Είχε παραγγείλει ένα καλιφορνέζικο σαρντονέ. Είχε μια γλυκόπικρη γεύση, σαν να μην ήξερε ούτε το ίδιο τι από τα δύο ήθελε να είναι» (σελ. 19). Δε θα ξεχάσω εύκολα το δικαίωμα της ασχήμιας στον έρωτα: «Η ασχήμια των ενωμένων σωμάτων τους έχει τη γλύκα που λείπει απ’ όλες τις ρομαντικές ταινίες με τους πανέμορφους ηθοποιούς. Τη γλύκα της απόρριψης που έχει ηττηθεί κι έχει μπει στην άκρη» (σελ. 66). Όλες αυτές οι μικρές ψηφίδες συμπληρώνουν ένα λεπτοδουλεμένο κείμενο, γεμάτο ευφάνταστες ανατροπές και μια εκπληκτικής σύλληψης αλήθεια για την πραγματική ιστορία που καλείται να ερευνήσει ο Γαζής. Πρόκειται για μια υπόθεση που με μπέρδευε όλο και περισσότερο σε κάθε σελίδα, με εξαφανίσεις προσώπων, απόπειρες δολοφονίας, σερί ανακρίσεων από υπόπτους που όλοι κατέληγαν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Σύντομα ο Γαζής και ο αναγνώστης αποκτούν έναν συμπαθητικό πονοκέφαλο και πεισμώνουν να ανακαλύψουν την αλήθεια, μιας και ο κυκεώνας των εξελίξεων είναι σαρωτικός.
Ρεαλιστική ατμόσφαιρα, αδρή σκιαγράφηση χαρακτήρων, στακάτοι και κοφτοί διάλογοι, εξαιρετικές, καλοδουλεμένες και αναπάντεχες παρομοιώσεις και μεταφορές στήνουν μια ατμόσφαιρα noir που με έκανε να νιώσω πως πνίγομαι και δεν μπορούσα να ξεφύγω από τον κλοιό που σφιγγόταν όλο και περισσότερο γύρω από τον λαιμό των πρωταγωνιστών. Σκηνές και ατάκες από ταινίες, εξαιρετικές περιγραφές μιας Αθήνας πολλών ταχυτήτων: της νύχτας με «φουσκωτούς», ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, έρημους δρόμους όταν ακούγονται πυροβολισμοί, νταβατζήδες, παράνομα κυκλώματα και της ημέρας με τα χαμόγελα, «τα μάτια που θυμίζουν θάλασσα», όμορφες στιγμές που παρακαλάς αν έχεις μυστικά να μην είναι οι τελευταίες. Και όλα αυτά υπό τους ήχους της τζαζ: Ella Fidgerald, Dinah Washington, Eleanora Fagan (aka Billy Holliday) και τόσες άλλες θεϊκές φωνές!
Για άλλη μια φορά, όσα και να γράψεις για ένα βιβλίο του κυρίου Πολυχρόνη Κουτσάκη θα ωχριά μπροστά στην αξία του καθαυτού κειμένου, τα συναισθήματα που γεννά στον αναγνώστη, την ευρηματικότητα των βασικών ιδεών και της απίστευτης δεξιότητας με την οποία αυτές αναπτύσσονται στις σελίδες. Δεν μπόρεσα να πάρω ανάσα ούτε στιγμή, ώσπου να έρθει το αναπάντεχο, ανατρεπτικό, μη αναμενόμενο τέλος του μυθιστορήματος, οπότε κι άρχισα να βρίζω κατά των πραγματικών προσώπων και των ρόλων που κλήθηκαν να παίξουν σε αυτήν την υπόθεση, παίζοντας με τα νεύρα μου, ανατρέποντας την κοσμοθεωρία του Γαζή, βάζοντας σε κίνδυνο τα αγαπημένα του πρόσωπα μα πάνω απ’ όλα επειδή τελείωσε ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα.
Πάνος Τουρλής