Με λένε Ντάτα

της Λένας Μαντά

«Με λένε Ντάτα...Χρόνια τώρα. Κοντεύω κι εγώ να ξεχάσω πως κάποτε με βάφτισαν Αλεξάνδρα Σαλβάνου, του Ροβέρτου και της Χαριτίνης. Ζω σε έναν άλλο κόσμο, που μόνη μου έφτιαξα, με δικούς μου νόμους. Με λένε Ντάτα και δε μετανιώνω».

Το βιβλίο, αν και πάσχει από λογοτεχνικής άποψης, με κράτησε. Δεν μπορούσα να το αφήσω. Όχι από αγωνία ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Από περιέργεια. Η συγγραφέας έφτιαξε έναν κόσμο κι έπλασε μιαν ηρωίδα που αναρωτιόμουν πώς θα τα χειριστεί και πού θα καταλήξει. Και ομολογώ ότι ο χειρισμός ήταν έξυπνος και ακριβώς αυτός που έπρεπε.

Η Αλεξάνδρα Σαλβάνου γεννήθηκε τη δεκαετία του 1910 σε πλούσια οικογένεια της Κηφισιάς. Ο πατέρας της, Ροβέρτος, ήταν πλούσιος και αρκετά χρόνια μεγαλύτερος της συζύγου του, Χαριτίνης. Παντρεύτηκαν από προξενιό και ο έρωτας δεν τους έκανε τη χάρη να φωλιάσει στη σχέση τους. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν όταν η Χαριτίνη γέννησε τον καθυστερημένο νοητικά Λορέντζο, που απεβίωσε στο όγδοο έτος της ηλικίας του. Οι καβγάδες και η ένταση έδωσαν τη θέση τους στην αδιαφορία, ώσπου η Χαριτίνη γνώρισε έναν άλλον άντρα και παρασύρθηκε στη δίνη του έρωτά του. Τα «πρέπει» και οι κοινωνικές επιταγές οδήγησαν το ζευγάρι στο χωρισμό. Ένα βράδυ αποκριάς, η Χαριτίνη ήταν τόσο γοητευτική που ο Ροβέρτος μοιράστηκε ξανά το κρεβάτι του μαζί της. Και γεννήθηκε η Αλεξάνδρα. Ένα πλάσμα που από την αρχή γύρισε την πλάτη του στον κόσμο, λες και μάντευε τη συνέχεια της ζωής. Ο εραστής επέστρεψε από την Αλεξάνδρεια και η Χαριτίνη δεν άντεξε την απόσταση, το ειδύλλιο ξανάρχισε. Ο Ροβέρτος το έμαθε και έστησε ολόκληρη πλεκτάνη για να τους δολοφονήσει χωρίς να φανεί ένοχος στην Αστυνομία.

Χρόνια αργότερα και όσο η Αλεξάνδρα μεγάλωνε με οξυμμένες αισθήσεις και παρατηρητικότητα αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας της, ο πατέρας της γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια χήρα που έπαιξε το παιχνίδι της άριστα, αποσκοπώντας στην περιουσία του ξεμυαλισμένου Ροβέρτου. Η Αλεξάνδρα και η Άννα Ιακωβίνου αντιπάθησαν αμέσως η μία την άλλη. Όταν η Άννα συκοφάντησε στον άντρα της τον αγνό και άδολο έρωτα που αναπτύχθηκε μεταξύ της Αλεξάνδραας και του Άγγελου, του γιου της μαγείρισσάς τους και πρόσφυγα από τη Σμύρνη του 1922, με αποτέλεσμα ο Άγγελος να δολοφονηθεί, η τετραπέρατη Αλεξάνδρα σπάει οριστικά τους δεσμούς της με το παρελθόν: καταστρέφει την τιμή και την υπόληψη της μητριάς και του πατέρα της, χειρίζεται έτσι τα πράγματα που κληρονομεί την αμύθητη περιουσία της οικογένειάς της κι εξαφανίζεται.

Έτσι τελειώνει η ιστορία της Αλεξάνδρας Σαλβάνου και ξεκινάει η ιστορία της Ντάτας, μιας μυστηριώδους γυναίκας που ιδρύει στην Κυψέλη τον καλύτερο οίκο ανοχής της Αθήνας, ανακατεύεται σε λαθρεμπόριο, χασίς και άλλες παράνομες δοσοληψίες, όχι όμως ναρκωτικά. Θανάσιμος αντίπαλός της ο Ενωμοτάρχης και αργότερα Αστυνόμος Σαββίδης που αγωνιζεται και δεν καταφέρνει να της προσάψει κάτι χειροπιαστά επιλήψιμο ώστε να την κλείσει στη φυλακή. Το βιβλίο περιγράφει τα έργα και τις ημέρες της μεγαλύτερης πατρόνας των Αθηνών, μιας γυναίκας που δίστασε να ξαναγαπήσει και χάρισε το σώμα της και την πολυτελή περιποίησή της σε όποιον πλήρωνε καλά για να περάσει ένα βράδυ μαζί της ή με τα κορίτσια της.

Σας το έγραψα, η ιστορία δεν είναι συνηθισμένη, θα έλεγα και αρκετά παρατραβηγμένη, όμως ο τρόπος που χειρίζεται την ιστορία και την εξέλιξη του χαρακτήρα της Ντάτας η συγγραφέας είναι πολύ καλός. Δολοφονίες, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πορνεία, χαρτιά και μπαρμπούτι, όλα με φόντο τα ιστορικά γεγονότα που συντάραξαν την Ελλάδα από τη δικτατορία του Μεταξά ως τη λήξη του Εμφυλίου. Εκτός από τις καθημερινές περιπέτειες που μπορεί να συναντήσει μια νονά της νύχτας, με πολύ καλό τρόπο γράφτηκαν οι συναναστροφές της Ντάτας στην Κατοχή με τους κατακτητές και τον αγώνα που έδωσε κι αυτή και τα κορίτσια της να αντλούν πληροφορίες από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς για να τις διοχετεύουν στην Εθνική Αντίσταση. Ένας Άγγλος, που βρήκε καταφύγιο στο «σπίτι» της, επέστρεψε μετά τον πόλεμο, την αναζήτησε και την παρέσυρε να αποσυρθούν στη Σητεία. Η χαρά, ο έρωτας, η ηρεμία και η ανάπαυλα σκλήρυναν την Ντάτα που αρνιόταν πεισματικά να ραγίσει την πανοπλία της και να δοθεί στον έρωτα, οπότε σύντομα επέστρεψε στις δουλειές της.

Αρκετές σελίδες ρομαντικού χαρακτήρα τις προσπέρασα (δεν προσθέτανε και τίποτα ουσιαστικό άλλωστε στην πορεία της ιστορίας), κάποιες εικόνες με σόκαραν που δίνονταν τόσο απροκάλυπτα (περιγραφή ερωτικών σκηνών μέσα από κλειδαρότρυπα κλπ., κάτι που δείχνει ολοφάνερα την αγωνία της συγγραφέως να τραβήξει κοινό που λατρεύει αναγνώσματα τύπου Πενήντα αποχρώσεις του γκρι) και κάποια στιγμη έφτασα να αναρωτηθώ κάποια μάλλον παλαιομοδίτικα πράγματα, του στυλ: «Κι αν αυτό το βιβλίο το διαβάσουν έφηβες κοπέλες, δουν πόσο ωραία και απλά και εύκολα τα περιγράφει η συγγραφέας και θελήσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της;». Από την άλλη, η ολοκλήρωση της ιστορίας που δίνει τροφή για άλλου είδους, σοβαρότερες, σκέψεις και το γεγονός ότι καθημερινά κατακλυζόμαστε από αρνητικές εικόνες και εμπειρίες πολλών ειδών με έκανε να ανακρούσω πρύμναν και να πάψω να σκέφτομαι κάτι τέτοιο.

Μια μεγάλη και σοβαρή αντίρρηση έχω ως προς τις πρώτες σελίδες, όπου η συγγραφέας στην προσπάθειά της να αποδώσει ακριβώς το κλίμα της εποχής βάζει τους γονείς της Ντάτας να μιλάνε στην καθαρεύουσα και μάλιστα κάπου κάπου ξεπετάγεται και μια συζήτηση για τον δημοτικισμό. Δυστυχώς όμως η γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε άλλο παρά καθαρεύουσα είναι. Έχουμε έναν αχταρμά νεοελληνικών λέξεων και καθαρευουσιάνικής σύνταξης και γραμματικής, με πολλά λάθη (τυχαία παραδείγματα: «επιστήμοναν» σελ. 22, «έχεις ηκούσει» σελ. 43, «...τας ίδιας διαπιστώσεις κάναμε...» και όχι ιδίας π. χ. σελ. 104). Θα προτιμούσα είτε να παραλειπόταν αυτή η επιλογή είτε να γινόταν προσεκτικότερη επιμέλεια του κειμένου (δε γίνεται να μη γελάσεις στο σημείο όπου η Ντάτα εκβιάζει τον κάθιδρο πατέρα της μες στη νύχτα κι αυτός, παρ' όλο τον τρόμο του, συνεχίζει να ομιλεί στην καθαρεύουσα!).

Σε γενικές γραμμές, το βιβλίο κρατάει τον αναγνώστη. Είναι ένα γυναικείο μυθιστόρημα για αναγνώστες χωρίς απαιτήσεις και μια καλοδουλεμένη, πλούσια, ρομαντική και ταυτόχρονα σκληρή ιστορία, αν και υπερβολική και κάπου κάπου ακραία. Παρ' όλ' αυτά, πιστέψτε με, αν ευχαριστηθήκατε αυτό το βιβλίο, σίγουρα θα υπάρχουν και πολύ καλύτερα μυθιστόρηματα άλλων συγγραφέων που πρέπει να τα διαβάσετε. Γι' αυτό το λόγο άλλωστε κάνω και αυτές τις παρουσιάσεις. Αν σας άρεσε το βιβλίο, έχει καλώς, πάντα μια γνώμη είναι υποκειμενική, μη μείνετε όμως μόνο σε αυτού του είδους τα βιβλία, μη φοβηθείτε να ψάξετε και να ξεψαχνίσετε, νά 'στε σίγουροι ότι θα ανταμειφθείτε.

SPOILERS
Το τέλος είναι αυτό ακριβώς που αρμόζει στην Ντάτα: μυστηριώδης, απόλυτη, μυστικοπαθής, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, αποφασίζει ξαφνικά και μετά από κάποια άσχημα γεγονότα, ίσως και σε συνδυασμό με το ότι κοντεύει πια τα σαράντα κι έτσι ό,τι αγάπησε το σιχάθηκε, να τα παρατήσει όλα και να εξαφανιστεί. Κλείνει τα σπίτια, αφήνει την περιουσία της στους έμπιστους, δικούς της ανθρώπους και χάνεται. Αυτή ακριβώς είναι η Ντάτα λοιπόν, μια σκιά, ένα αίνιγμα, ένα διπρόσωπο (με την καλή έννοια) πλάσμα, που βοήθησε όσους είχαν ανάγκη και τιμώρησε όσους ξέφευγαν από τις δαγκάνες του νόμου.

Εδώ το υπέροχο και καλοδουλεμένο promo video που ετοίμασαν οι εκδόσεις Ψυχογιός για το βιβλίο:


Πάνος Τουρλής