Οι Αύγουστοι

της Αντιγόνης Σώρρου

Ελάτε να ταξιδέψουμε στο μυαλό μιας κοπέλας από την Αίγινα το 1960. Ελάτε να ψάξουμε και να σκαλίσουμε στις αναμνήσεις της και να δούμε τι έζησε, τι φοβήθηκε, πού ταξίδεψε, τι έκανε στη ζωή της. Η Αντριάννα συνδέεται με μια γειτονική της οικογένεια με δεσμούς φιλίας και μας περιγράφει την καθημερινότητά τους, τις περιπέτειές τους, τους έρωτές τους, την αγωνία τους, τα αισθήματά τους, τις σκέψεις τους. Και μέχρι το τέλος του βιβλίου η Αντριάννα έχει ωριμάσει, έχει μεγαλώσει, έχει βρει σύντροφο κι έχει μάθει μια αλήθεια που αλλάζει όλα όσα ήξερε ως τότε.

Καλογραμμένο, λυρικό, ποιητικό, ρομαντικό, αληθινό και άμεσο. «Πάρε μου το Ρομάντσο γυρνώντας!», φωνάζει η γιαγιά. «Ελάτε να πιείτε έναν καφέ και να φάτε ένα γλυκό για τα καλωσορίσματα». «Καλέ, μην της ανοίγεις κουβέντα, μέχρι το βράδυ θα το έχει μάθει όλο το χωριό». «Εγώ δε χαμπαριάζω, είμαι τσουκάλι ασκέπαστο και τα λέω χύμα». Οι άντρες στην ψαριά και οι γυναίκες στα νοικοκυριά. Εικόνες, ήθη και νοοτροπία μιας εποχής μακρινής και κατ' ελάχιστον ξεχασμένης. Συγκινήθηκα με τις εικόνες που ανέδιδαν οι περιγραφές των ανθρώπων, του τόπου, οι αλλαγές ενός νησιώτη όταν φτάνει στην πρωτεύουσα και τόσα άλλα.

Λέξεις μαγικές, με δύναμη, μεστές, ρεαλιστικές και σκληρές, κρύβουν ψέματα, κρύβουν αλήθειες, κρύβουν ανατροπές. Και η Αντριάννα να πολεμάει με τους Αύγουστους της ζωής της, που όλοι τους κι από κάποιον της έχουν στερήσει. Λίγο κοφτό και βιαστικό το τέλος του βιβλίου αλλά το κείμενο εν συνόλω με παρέσυρε και δε με πείραξε και τόσο πολύ.

Με αυτό που θύμωσα είναι η έλλειψη επιμέλειας στο βιβλίο. Ασυνταξίες, λάθη, παροράματα, ένα σωρό ατοπήματα που δυστυχώς με αποπροσανατόλισαν και δεν ξεδίψασα από τους χυμούς της σκέψης της συγγραφέως, γιατί ακριβώς το κείμενο είναι αφρόντιστο κι αχτένιστο, σαν αγουροξυπνημένη μεγαλοκυρά. Μακάρι οι εκδόσεις να καταλάβουν τι θησαυρό κρατούν στα χέρια τους και να σκύψουν από πάνω με την προσοχή, την αγάπη και τη φροντίδα που του αξίζει, γιατί αυτό το βιβλίο θα ήθελα να το διαβάσουν κι άλλοι αναγνώστες.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

(όταν βγάζουν στο εορταστικό τραπέζι τον κόκορα της αυλής σφαγμένο με χυλοπίτες, η καλεσμένη αντιδράει με άσχημο τρόπο) «-Μη μου πεις πως δεν έχεις ξαναφάει κόκορα... - Ποτέ!...Ούτε κόκορα ούτε άλλο ζωντανό που να το έχω δει! - Έλα Βαγγελίστρα μου!...Της τα συσταίνουν τα ζώα;» (σελ. 18).

«Με τις γειτόνισσες ευτυχώς κόψαμε την κουβέντα μαχαίρι...Έπρεπε να το κόβεις μαχαίρι γιατί η ανάκριση γινόταν με τόση μαεστρία και ό,τι έλεγες το γκάστρωναν και μέχρι να το γεννήσουν είχαν βγάλει σαράντα εκδοχές και είκοσι υπονοούμενα» (σελ. 29).

«Έκρυβε τα σκ...του μαζί μ- αυτά που θεωρούσε βρωμιές των άλλων. Στο τέλος τα παράχωσε για να μη φαίνονται αλλά η βρώμα τον εκδικήθηκε» (σελ. 89).

«Ο καθένας κουβαλά ένα σεντόνι. Μην τον ξεσκεπάσεις. Θα τον έχεις παραδώσει στο στόμα των λύκων» (σελ. 109).

«Πώς μπλέξαμε σ' αυτό το γαϊτανάκι που μας έμπλεξε με τις κορδέλες του; Ένα χρώμα κρατά ο καθένας μας που ενώνουν στο σκούρο της κορυφής» (σελ. 129).

Πάνος Τουρλής