Ίχνη στο χιόνι

του Γιώργου Λίλλη

Ένα εκπληκτικό, μεστό και εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα με θέμα τον Εμφύλιο του 1946-1949. Γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο (Εμφύλιος) και σε πρώτο (σήμερα), το κείμενο μας καλωσορίζει στην καταστροφή και το αδικοχυμένο αίμα των Ελλήνων αδελφών που πολέμησαν και σφαγιάστηκαν και σφάγιασαν για μια ιδέα, για ένα ιδανικό, κάτι που πλέον αποκαλύπτεται ότι δεν υπήρξε ποτέ, όλοι τους ήταν πιόνια συμφερόντων των ξένων δυνάμεων.

Άγραφα. Μετά τη Γιάλτα και το κρέμασμα του Βελουχιώτη, ο εθνικός στρατός ξεχύνεται να βρει και τους τελευταίους κρυμμένους αντάρτες που δεν παραδόθηκαν. Ο μικρός Περικλής γίνεται μάρτυρας του αποτρόπαιου φονικού και των δυο γονιών του από στρατιώτες. Ένας τσοπάνος τον παίρνει υπό την προστασία του και προσπαθεί να τον πάει στη Λαμία, σε ένα θείο του. Ο τσοπάνος είναι αντάρτης και το παιδί ζει δύσκολες στιγμές, κακουχίες, πείνα, θάνατο. Ο τσοπάνος και οι άλλοι αντάρτες που απαρτίζουν την \"παρέα\" του πέφτουν σε ενέδρα κι εξοντώνονται όλοι, πλην της μοναδικής γυναίκας, της Μαρίας και του παιδιού. Μεταφέρονται στη Μακρόνησο κι όταν η Μαρία πεθαίνει από τις κακουχίες, ο μικρός Περικλής μεταφέρεται σε παιδουπόλεις. Σήμερα ο Περικλής είναι τσαγκάρης και με αφορμή την επίσκεψη ενός νεαρού υποψήφιου διδάκτορα που γράφει για τον εμφύλιο επισκέπτεται ξανά όλους τους τόπους πλην της Μακρονήσου, αποτίοντας τον δικό του φόρο τιμής.

Λόγος μεστός, ώριμος, άμεσος. Οι σκηνές φρίκης δεν χαρίζονται, τα βάσανα και τις κακουχίες τα αισθάνεσαι, γεύεσαι το αίμα το αθώο και τον φόβο που καραδοκεί. Ο συγγραφέας κεντά αριστοτεχνικά την ψυχολογία ενός παιδιού που οι συνθήκες το μεγαλώνουν νωρίτερα και το ωριμάζουν άκαιρα. Χρησιμοποιούνται ιδιόλεκτοι των Αγράφων, η καθημερινότητα των τσοπάνων και των αναταρτών είναι εκεί, αντικείμενα οικοσκευής, αισθήματα, συναισθήματα, ντοπιολαλιά, νοοτροπία, μετατρέπουν το κείμενο σε ζωγραφικό πίνακα με άφθονες λεπτομέρειες. Ο συγγραφέας κάλλιστα θα μπορούσε να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης, όμως όχι, αναγνωρίζει ότι και οι δυο πλευρές χρησιμοποιήθηκαν, ότι και οι δυο πλευρές παρασύρθηκαν σε ακρότητες και για όλη αυτήν την αδικία, άλλος ήταν ο δάκτυλος. Καυτηριάζει την καθημερινότητα στις παραγκουπόλεις, ρίχνει μια εκτεταμένη ματιά στη Μακρόνησο, τα ζούμε όλα. Και ανάμεσα στο μαχαίρι και στο φονικό ακροβατούν σε ωραιότατες χορογραφίες μεταφορές, καλολογικά στοιχεία, επίθετα καταπληκτικά και πλοκή σφιχτοδεμένη και με σωστές εναλλαγές του χτες με το σήμερα. Νομίζω ότι η έκταση και το μέγεθος του μυθιστορήματος είναι ακριβώς ό,τι πρέπει για να μη βαρεθεί ο αναγνώστης και να έχει στο στόμα του μια καραμέλα που η γλύκα της (και η πίκρα) να τον συντροφεύουν για καιρό.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"Τότε οι άνθρωποι τους λύκους, το καπλάνι και τα τσακάλια δεν τα σκιάζονταν. Πρόβλεπαν τον καιρό από το πέταγμα των πουλιών, από το φύσημα του αέρα, της μύγας το τσίμπημα, των ελατιών τα στροφίλια. Γινόντουσαν κτηνιάτροι, ξορκίζοντας από τα ζωντανά τους την μπουραχείλα, το θελομάτιασμα, την ψώρα. Με ρετσίνια, κατράμια, φρίντζες, βεντούζες, βδέλλες, έμπλαστρα, γιάτρευαν τις δικές τους αρρώστιες...\" (σελ. 144).

\"Μη νομίζεις, και οι αντάρτες κάνανε πολλά αίσχη. Οι συμμορίτες όμως και οι εθνικόφρονες εκμεταλλεύτηκαν τις καταστάσεις. Πολλοί βγάλανε παράδες από αυτό. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, αυτοί πήραν θέσεις στο δημόσιο, φτιάχτηκαν, ενώ οι κομμουνιστές δεν είχαν στον ήλιο μοίρα\" (σελ. 144).

\"Οι τέσσερις αυτές μέρες με τον κύριο Περικλή στα μέρη που μεγάλωσε μου φανέρωσαν πως η ωριμότητα πηγάζει από τον σεβασμό μας στον άνθρωπο και από την αγάπη μας προς τη φύσηκαι το περιβάλλον στο οποίο ανήκουμε. Οι διαμάες και η βία γκρεμίζουν αυτή την ισορροπία και μας σπρώχνουν ακόμα πιο βαθιά στην ιδιοτέλεια και την καταστροφή. Εκείνοι οι αντάρτες και οι άλλοι, στην απέναντι παράταξη, ήταν απλώς θύματα προπαγάνδας. Ήταν τα πιόνια της δύναμης που λεγόταν εξουσία\" (σελ. 280-281).

Πάνος Τουρλής