Γειτονιές του Βοσπόρου

του Θρασύβουλου Ο. Παπαστρατή

Στο 2ο μέρος της τριλογίας που μας ξεναγεί σ συγγραφέας (μετά τις Γειτονιές της Κωνσταντινούπολης) γνωρίζουμε την ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης. Περπατάμε σε 12 βοσπορινά χωριά που σήμερα θεωρούνται αναπόσπαστο προαστιακό κομμάτι της Πόλης: Μπεσίκτας, Ορττάκιοϊ, Κουρούτσεσμε, Μέγα Ρεύμα, Ρούμελι Χισάρ, Μπεμπέκ, Μπογιατζίκιοϊ, Στένη, Νιχώρι, Θεραπειά, Μπουγιούκντερε, Γενί Μαχαλέ.

Στο βιβλίο αναφέρονται μνημεία χριστιανικής, αγγλικανικής, αρμενικής και εβραϊκής πίστης που έμειναν ακόμη ζωντανά, θαμμένα ή φυτοζωόντα. Στο βιβλίο γνωρίζουμε αγιάσματα, εκκλησίες, συναγωγές, ναούς, κτήρια που μαρτυρούν μια ιστορία, κι ένα σημαντικό παρελθόν που πέρασε πια ανεπιστρεπτί, θύμα της απερισκεψίας κι ενός σχεδίου που στρέφεται κατά των μειονοτήτων (πλέον).

Αν και οι περισσότεροι Αρμένιοι και Εβραίοι, έχοντας διαπιστώσει ότι το ποίμνιό τους αραιώνει, προτιμούν να νοικιάσουν σε άλλες χρήσεις ή οι ίδιοι να χρησιμοποιήσουν για άλλους σκοπούς τα εκκλησιαστικά τους κτήρια, οι Ρωμιοί της Πόλης, οι τελευταίοι των Μοϊκανών, έχοντας τη βεβαιότητα και τη γνώση ότι φυλλάττουν Θερμοπύλες, επιμένουν με ένα μικρό σοβάντισμα, με μια λειτουργία κάπου εδώ και κάπου εκεί, με μικρές συγκεντρώσεις των Ρωμιών να διατηρούν τις μικρές ιστορίες των εκκλησιαστικών κτισμάτων στο διηνεκές του χρόνου. Κάποια κτήρια καταστράφηκαν, κάποια \\\"φαγώθηκαν\\\" εν μια νυκτί, κάποια περισώθηκαν. Γι\\\' αυτό συγκνητικός ο περίπατος του συγγραφέα σε ξεχασμένες γωνίες και πολύτιμες οι ελάχιστες φωτογραφίες που μπόρεσε νε αποτυπώσει στον φακό του. Δοσμένες μάλιστα σε τόνο ασπρόμαυρο δείχουν μια τραγικότητα και ένα φθαρμένο χτες που συγκινεί τον καθένα.

Πέραν του αισθηματικού βάρους, το βιβλίο δίνει σημαντικά στοιχεία ιστορικά και αρχτεκτονικά για όλες αυτές τις εκκλησίες και βοηθά να σωθούν πράγματα που για κάποιους τελευταίους επιζώντες είναι απλώς μια αμυδρή ανάμνηση. Πότε χτίστηκαν, από ποιους και γιατί και τι απέγιναν και πώς μπορούμε να τις εντοπίσουμε (δυστυχώς στις συναγωγές απαιτείται ειδική άδεια από την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή των εβραίων, κάτι που δυσκολεύει τον απλό τουρίστα). Έτσι διατηρούνται τα εκκλησιαάσματα και μαζί η μαρτυρική ζωή και ο φόβος που συνοδεύει τους τελευταίους Έλληνες της Πόλης. Τα κείμενα δημοσιεύτηκαν αρχικά με τη μορφή σημειωμάτων στην εφημερίδα Ο Πολίτης και συγκεντρώθηκαν στον παρόντα τόμο. Επιπλέον στο τέλος παρατίθεται γλωσσάριο όρων (λέξεις αρμένικες, εβραϊκές και τουρκικές) και βιβλιογραφία. Μια σημαντική βοήθεια και μια σοβαρή ενίσχυση στη βιβλιογραφία των ξεχασμένων εκκλησιών κάθε θρησκεύματος της Πόλης.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο δύο είναι τα αποσπάσματα που θέλω να σταθώ περισσότερο: στο αφιέρωμα στο Μέγα Ρεύμα και στον Επίλογο. Στο κομμάτι για το Μέγα Ρεύμα ο συγγραφέας εξομολογείται ότι αγγίζει το προάστιο αυτό με δισταγμό και αμηχανία. \"Το Μέγα Ρεύμα, και με τη θύμησή του μονάχα, με γεμίζει δέος και σεβασμό. Περπατώ νοερά τα στενά του, κοιτάζω τα μέγαρα που αλλάξανε χέρια, υποκλίνομαι στη γοητεία του, μελαγχολώ και το αναζητώ με τη θύμηση\" (σελ. 67). Πράγματι, και για μένα αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο του βιβλίου. Χωρίς να καταφεύγουμε στα λόγια, χωρίς να αγγίζουμε περιττές συναισθηματικές κορωνίδες, βλέποντας μόνο τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες δεν υπάρχει περίπτωση να μη στενοχωρηθείς για το τότε και το τώρα της περιοχής ή του εκεί ελληνισμού ή και για τα δύο. Υπέροχα αρχονιτκά, πληγωμένες εκκλησίες, φαντάσματα του παρελθόντος που κραυγάζουν σε όσους μένουν εκεί μόνιμα παρένθετοι και ψιθυρίζουν σε όσους τα επισκέπτονται.

Στον επίλογο ο συγγραφέας μας εξομολγείται πόσο δύσκολο ήταν να καταγράψει αυτά τα οδοιπορικά. Δεν πας απλά δηλαδή στην Πόλη και αρχίζεις να περπατάς, να ψάχνεις, να ρωτάς, ειδικά όταν θες να βγάλεις ένα βιβλίο-μάρτυρα περασμένων γεγονότων, με επισταμένη έρευνα και τεκμηριωμένη αναζήτηση. Έτσι ο συγγραφέας πέρασε του λιναριού τα πάθη εδώ και 15 χρόνια και για να εντοπίσει εκκλησίες και για να φωτογραφίσει (ειδικά σε περιπτώσεις φωτογράφισης οι δυσκολίες πολλές φορές ήταν ανυπέρβλητες). Πάντως το αποτέλεσμα αυτής της περιπλάνησης είναι 4000 φωτογραφίες και τρία μοναδικά βιβλία.

Κλείνοντας ως μοναδική έλλειψη τουλάχιστον σε αυτό το βιβλίο βρήκα την απουσία χαρτών. Μιας και ο συγγραφέας περπατά υπολογισμένα και τμηματικά ένας χάρτης απλός, όχι κάτι εξειδικευμένο, θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο στην κατανόηση της χωροθεσίας της ξενάγησης και να περπατήσει και ο ίδιος ο αναγνώστης είτε νοερά είτε πηγαίνοντας εκεί στα χνάρια του συγγραφέα.

Πάνος Τουρλής