Ο δήμιος

του Νίκου Φαρούπου

Ο Ανδρέας Αγγέλου είναι δημοσιογράφος σε σημαντική εφημερίδα των Αθηνών. Η Ελένη είναι η γυναίκα που θα του καταστρέψει τη ζωή. Ερωτεύονται. Εκείνη παντρεμένη. Η γνωριμία τους, το πλατωνικό φλερτ, θα είναι η αρχή του τέλους και για τους δύο με έναν καθ’ όλα πρωτότυπο και διαφορετικό τρόπο για μυθιστόρημα. Τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και τα Ευαγγελικά και πριν την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική κονίστρα. Πώς μπορεί ένας έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους να αναστατώσει την πολιτική, κοινωνική, δημοσιογραφική ζωή του τόπου; Τι το αναπάντεχο μπορεί να συμβεί μεταξύ αυτών των δύο ανθρώπων, για ποιο λόγο και με τι συνέπειες; Το πρώτο μυθιστόρημα του κυρίου Νίκου Φαρούπου κυκλοφόρησε σε 10η έκδοση το 2016, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του.

Πρόκειται για ένα κείμενο εν είδει απομνημονευμάτων, όχι όμως γραμμένο μόνο σε ημερολογιακή μορφή. Ο Ανδρέας Αγγέλου, τη δεκαετία του 1950, που ζει παροπλισμένος σε ίδρυμα γερόντων, καταγράφει την ιστορία του μόνο και μόνο για να μη λησμονηθεί η μορφή της Ελένης. Η αφήγηση επικεντρώνεται αποκλειστικά στην περίοδο που μας ενδιαφέρει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο συγγραφέας δεν καταφέρνει να διασπείρει κατά καιρούς παρατηρήσεις επί μεταγενέστερων βιωμάτων του, απλά και μετρημένα, οπότε δε χαλαρώνει πουθενά η ροή της αφήγησης.

Ο δημοσιογράφος λοιπόν ξεκινάει την ιστορία του γράφοντας για τη γνωριμία του με τον δήμιο, τον άνθρωπο που καρατομεί τους μελλοθάνατους στις φυλακές της Ακροναυπλίας όταν βγαίνει η επίσημη καταδικαστική απόφαση. Τα καπηλειά του Ναυπλίου, οι συνθήκες κράτησης των μελλοθάνατων και το ιστορικό φόντο της εποχής καλωσορίζουν τον αναγνώστη στις πρώτες σελίδες. Στη συνέχεια, λες και διαβάζεις κάτι εντελώς ξεχωριστό, η αφήγηση στρέφεται στη γνωριμία του Ανδρέα με την Ελένη και τον έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Στην πορεία του μυθιστορήματος άλλαξα χίλιες γνώμες για τον λόγο που ο δήμιος της αρχής ίσως εμφανιστεί ξανά στην πορεία του κειμένου: σκότωσε ο Αργύρης, σκότωσε η Ελένη, σκότωσε ο σύζυγος της Ελένης, κάποιος τέλος πάντων θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον δήμιο, οπότε θα κλείσει ηθικοπλαστικά το όλο story, σωστά; Ναι, καλά, όχι αν είσαι ο Νίκος Φαρούπος και αυτό είναι το πρώτο σου βιβλίο.

Η απόδοση της εποχής και των γεγονότων είναι ρεαλιστικότατη και βαθιά μελετημένη. Πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα κυλούν λες υποδόρια στις φλέβες των χαρακτήρων, οι οποίοι δρουν στον απόηχο των εξελίξεων και διαμορφώνουν τις απόψεις τους, τη σκέψη τους και τον χαρακτήρα τους βάσει των αλλαγών στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Ο σύζυγος της Ελένης είναι σημαντικός και πάμπλουτος βουλευτής, ο αδερφός του είναι επιφανής δικαστικός, ο Ανδρέας είναι δημοσιογράφος σε σημαντική εφημερίδα, που είναι σε θέση να επηρεάζει την κοινή γνώμη και μέσα σε όλα αυτά εμπλέκεται και ένας διαβόητος ληστής των ορέων, λίγο διάστημα πριν καταφέρει η αστυνομία και η χωροφυλακή να απαλλαγούν εντελώς από το φαινόμενο της ληστοκρατίας. Τα γεγονότα αναλύονται λεπτομερέστερα σε υποσημειώσεις, οπότε ο αναγνώστης είναι σε θέση να τις συμβουλεύεται όποτε και όπως επιθυμεί, επομένως με αυτόν τον τρόπο δεν επηρεάζουν ούτε καθυστερούν τη ροή της ανάγνωσης. Ο ίδιος ο Αγγέλου μάλιστα κατά καιρούς, ορμώμενος και εμφορούμενος από το πάθος του για την Ελένη, πλατιάζει αρκετά είτε για το πώς αντιλαμβάνεται κάποιες καταστάσεις που ζει είτε επεξηγώντας τα κίνητρά του κλπ. Μάλιστα ο κύριος Φαρούπος κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, μιας και τον προλαβαίνει, γράφοντας μέσω του πρωταγωνιστή του ότι τα γράφει όλα τόσο εκτενώς για να τον βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα τον χαρακτήρα του και τα κίνητρά του ενώ αλλού δηλώνει αδιαφορία απέναντι στους κακώς διακείμενους αναγνώστες αν βγάλουν λανθασμένα ή βιαστικά συμπεράσματα. Γενικώς υπάρχει ένα παιχνίδι μεταξύ αναγνώστη και αφηγητή-συγγραφέα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον.

Θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά στη ζωή της Ελένης πριν γνωρίσει τον Ανδρέα και πριν παντρευτεί τον μεγαλύτερό της σε ηλικία βουλευτή. Η ιστορία των γονιών της είναι κάτι που έχει αποτελέσει κεντρικό άξονα για πάμπολλα μυθιστορήματα: ο πατέρας της πλούσιος, ερωτεύτηκε μια φτωχή γυναίκα που ξιπάστηκε απο τα μεγαλεία του κι όταν η επιχείρηση πτωχεύει, η μόνη σωτηρία τους είναι ένας γάμος συμφέροντος-θυσία της κόρης. Το διεσδυτικό βλέμμα του συγγραφέα δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω: «...είμαι απολύτως βέβαιη ότι η πιο ευτυχισμένη περίοδος του έρωτά τους ήταν στη διάρκεια της λειτουργίας του εργοστασίου κα η πιο δυστυχισμένη όταν τούτο κατασχέθηκε από τις τράπεζες. Ο έρωτάς της συνταίριαζε περισσότερο με την οικονομική δυνατότητα του πατέρα παρά με τον ίδιο» (σελ. 108). Το στυλ του κυρίου Φαρούπου κατάφερε να δώσει νέα διάσταση σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία και να επικεντρωθεί σε ουσιαστικά, καίρια προβλήματα που διέπουν αυτού του είδους τις σχέσεις, προβλήματα που στην πλειονότητα των άλλων περιπτώσεων αντιμετωπίζονται μόνο επιδερμικά και βοηθητικά για την πορεία της αφήγησης.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με ένα αριστοτεχνικά πλεγμένο κράμα καθαρεύουσας, δημοτικής του Ψυχάρη, «μαλλιαρής» του Καρκαβίτσα, νέας ελληνικής και τοπικών παραλλαγών τους, κάτι που προσδίδει τη μέγιστη αληθοφάνεια στα δρώμενα και στα περιστατικά. Η γλώσσα εναλλάσσεται σε ξεκάθαρα σημεία (υπάρχουν εναλλάξ προσωπικές σημειώσεις, ημερολόγιο, ενεστώτας διαρκείας για την κυρίως αφήγηση, επιστολές κλπ.), οπότε είναι εύκολο για τον αναγνώστη που αγαπάει την ελληνική γλώσσα να εντρυφήσει βαθύτερα στο κείμενο και να το απολαύσει. Από την άλλη, ίσως αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό αποθαρρύνει κάποιους άλλους, αν και η βασική περιγραφική γλώσσα δεν περιέχει πολλούς αρχαϊσμούς ή άγνωστες λέξεις.

Ο κύριος Φαρούπος αναπαριστά πολύ καλά και την ίδια την Αθήνα της εποχής, όχι περιγράφοντάς την εκ του μακρόθεν αλλά βάζοντας τον Ανδρέα, την Ελένη και τα συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα να περπατούν σε δρόμους, να διασχίζουν την άδεια Πειραιώς, να κάνουν μπάνιο στο Φάληρο ενόσω οι χωροφύλακες προσέχαν να μην περάσει κανένας το ξύλινο διαχωριστικό των αντρών και των γυναικών λουόμενων, να μετακινούνται με άμαξες και μόνιππα, να κοιτάνε το εργοστάσιο του Κλωναρίδη. Λεπτομέρειες δηλαδή τις οποίες καταγράφεις μόνο αφού έχεις μελετήσει εξονυχιστικά το θέμα σου για να μην πέσεις σε λάθη ή αβλεψίες.

Μου άρεσε πολύ η ανατροπή του μυθιστορήματος. Η εξέλιξη και η ολοκλήρωση της ιστορίας είναι κάτι που δεν το περίμενα, μιας και τα γεγονότα έρχονται απανωτά από ένα σημείο κι έπειτα, οδηγώντας τους χαρακτήρες σε πρωτόφαντα σε ελληνικό κείμενο μονοπάτια. Η ψυχογράφηση των ηρώων είναι άψογη και ορθά δομημένη ενώ τα αίτια και τα αιτιατά είναι απολύτως λογικοφανή. Ο κύριος Φαρούπος κατάφερε να μου θέσει ένα δίλημμα: ο δήμιος είναι ο ίδιος ο αφηγητής, που νιώθει πως εξαιτίας του έγινε ό,τι έγινε ή ο δήμιος των μελλοθάνατων που διαδραματίζει κι αυτός τον ρόλο του στην ιστορία, δίνοντάς της μια ασύλληπτη εννοιολογική και ηθικοπλαστική διάσταση; Αυτό το αφήνω στον εκάστοτε αναγνώστη να το ανακαλύψει μόνος του, με την ησυχία του. Το τέλος είναι ξεκάθαρο, στρωτό, ανατρεπτικό, γεμάτο μηνύματα και συναισθήματα, απλώς αιωρείται το ερωτηματικό του τίτλου.

«Ο δήμιος» είναι ένα φρέσκο μυθιστόρημα εποχής από έναν συγγραφέα που ξέρει να χειρίζεται σωστά τους ήρωές του, που αποφεύγει τα στερεότυπα και που μας έδωσε στη συνέχεια κι άλλα δείγματα της διαφορετικής γραφής του.

Πάνος Τουρλής