Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι διαβάζουν και πίνουν καφέ

της Agnes Martin-Lugand

«Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι διαβάζουν και πίνουν καφέ» είναι το όνομα του βιβλιο-καφέ της Ντιάν, η οποία στην αρχή του μυθιστορήματος χάνει τον άντρα της και την κόρη της σε τροχαίο, πέφτει σε κατάθλιψη και με συμπαραστάτη τον κολλητό της, ομοφυλόφιλο Φελίξ, αγωνίζεται να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Η απόφασή της να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην Ιρλανδία, αγαπημένο τόπο προορισμού του νεκρού συζύγου της, είναι η αρχή μιας σειράς γεγονότων και γνωριμιών που ίσως τη βοηθήσουν να ορθοποδήσει ξανά.

Ομολογώ πως ο τίτλος, αν και μακρύς, είναι αρκετά ευφάνταστος για βιβλίο και ταυτίζομαι απόλυτα μαζί του (με μια διαφορά: δεν πίνω καφέ!). Αυτό ήταν η αφορμή να ξεκινήσω το μυθιστόρημα και να δω πώς θα χειριστεί η συγγραφέας μια ιστορία που προσωπικά με έχει σημαδέψει μέσω του αξεπέραστου «ΥΓ. Σ’ αγαπώ» της Cecilia Ahern. Δυστυχώς σύντομα κατάλαβα πως το μεν κείμενο είναι σχετικά αβαθές, η δε ελληνική μετάφραση δεν ήταν καλή.

Από τότε που διάβασα το «Όλα σου τα ΄μαθα μα ξέχασα μια λέξη» αντιμετωπίζω με επιφύλαξη όσους ψυχολόγους γράφουν μυθιστορήματα, γιατί είναι τόσο πλούσια η κλινική τους εμπειρία και τόσο βαθιά η μελέτη του αντικειμένου τους που παρασύρονται και δεν μπορούν να περιοριστούν στις φόρμες ενός μυθιστορήματος που θα κρατήσει τον αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Εδώ έχουμε το αντίθετο άκρο: η ιστορία είναι επιδερμική, τρέχει σαν το νερό όμως δεν έχει βάθος και συνέπεια στην εξέλιξη. Η Ντιάν γνωρίζει τον Έντουαρντ στη μακρινή Ιρλανδία, έναν άντρα που της φέρεται αγενώς και απότομα, χωρίς να υπάρχει κάποια πειστική δικαιολογία γι’ αυτό. Οι δυο τους είναι ακριβώς όπως η Βίκυ Σταυροπούλου με τον Αλέξη Γεωργούλη στους ρόλους που υποδύονταν στη σειρά «Είσαι το ταίρι μου» και πολύ αργά, σχεδόν άκαιρα, αρχίζουν να λάμπουν και στους δύο οι φωτίτσες του έρωτα. Η συμπεριφορά τους όμως είναι τουλάχιστον εφηβική και μιλάμε για ανθρώπους άνω των τριάντα. Εκείνος εριστικός, λιγομίλητος, αυθάδης, ευθύς, απότομος, χωρίς καμία ρωγμή στην πανοπλία της ψυχής του. Εκείνη πείσμων, επίμονη, αντιδραστική, θέλει να περνάει το δικό της. Πώς αυτοί οι δύο καταφέρνουν και γίνονται ζευγάρι, μόνο η συγγραφέας το ξέρει.

Η ζωή της Ντιάν περιγράφεται μονοδιάστατα, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, κι όταν καταλαβαίνει πως έφυγε από το Παρίσι και τις αναμνήσεις της αλλά εξακολουθεί να κάνει τα ίδια πράγματα, τότε ξεκινάνε κάποιες σκηνές που προσδίδουν ενδιαφέρον. Η δε φιλία της Ντιάν με τον Φελίξ δε με έπεισε για το ισχυρό της δέσιμο, μιας και ο Φελίξ κάνει την ερωτική του ζωή ενώ προσέχει το βιβλιοκαφέ τους, το οποίο δεν έχει και τα τρελά έσοδα, όσο η Ντιάν παλεύει με τους δαίμονές της. Προσωπικά, αν έφευγε ο καλύτερός μου φίλος για να νικήσει την κατάθλιψή του, έστω και ήπιας μορφής, δε θα τον άφηνα στιγμή σε ησυχία, θα ήμουν όσο και όπως μπορούσα πλάι του, όχι με την ανακριτική έννοια αλλά με την υποστηρικτική.

Η ιστορία ξετυλίγεται με σχεδόν ελλειπτικές προτάσεις και αρκετούς μονολεκτικούς διαλόγους που δίνουν ταχύτητα στην αφήγηση, όμως δε με άφησαν να γνωρίσω καλύτερα τους πρωταγωνιστές και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες. Επιπλέον, η ελληνική μετάφραση, παρ’ όλο που ποτέ δεν καταλαβαίνω πόσο καλή ή σωστή είναι στα περισσότερα βιβλία που διαβάζω, εδώ σχεδόν από την αρχή ήταν αντίθετη με τις συντακτικές μου γνώσεις ή μου φάνηκε ότι χρησιμοποιούσε άκαιρες εκφράσεις (π. χ. «μου προκαλούσαν ενόχληση»  αντί «με ενοχλούσαν» στη σελ. 35 ή «Το έκλεισα πριν να περιμένω άλλο» στη σελ. 79 ή «Για πρώτη στιγμή» αντί «Για πρώτη φορά» στη σελ. 183, καθώς και το «λογοτεχνικό καφέ» με ξένισε αρκετά όταν χρησιμοποιούνταν για το κατάστημα της Ντιάν) ενώ συχνό ήταν και το φαινόμενο των επαναλήψεων μιας λέξης στην ίδια παράγραφο ή σελίδα. Για παράδειγμα: «Πήγαινε πολύς καιρός που είχα να του δώσω σημασία» αντί για «Πέρασε πολύς καιρός που δεν του είχα δώσει σημασία» ή «Πήγαινε πολύς καιρός που δεν του έδωσα σημασία» (σελ. 175). Σίγουρα η μετάφραση πρέπει να είναι προσεγμένη και να μη φεύγει πολύ από τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, παρ’ όλ’ αυτά μια δεύτερη ματιά θα μπορούσε να φέρει το κείμενο πιο κοντά στον μέσο Έλληνα αναγνώστη.

Το μυθιστόρημα της Agnes Martin-Lugand είναι μια ιστορία για μια γυναίκα που προσπαθεί να βρει τον εαυτό της μετά από μια δύσκολη στιγμή της ζωής της αλλά η γρήγορη, σχεδόν βιαστική αφήγηση, η γεμάτη κλισέ και στερεότυπα υπόθεση και η άκρως ρομαντική ιστορία δε με βοήθησαν να το απολαύσω όσο περίμενα. Από περιέργεια όμως και με όσο γίνεται καθαρότερο μυαλό θα ξεκινήσω σύντομα τη συνέχειά του, που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μάτι, «Η ζωή είναι εύκολη, μην ανησυχείς».

Πάνος Τουρλής