Αύγουστος Κορτώ: Η βιογραφία μιας σκύλας

main_Slider
"...πετώντας το τσιγάρο, πήγα μέχρι την άκρη της βεράντας κι άπλωσα δειλά το χέρι. Λίγο ακόμα και θα τα ?φτανα. Συγχρόνως κοιτούσα με αγωνία προς την αυθαίρετη παράγκα, μην τυχόν κι ο ψαράς είχε προστάτη και μ' έπιανε επ' αυτοφώρω να του σουφρώνω τις χταποδομάνες. Η καρδιά μου χτυπούσε καστανιέτες· είχα να κλέψω πράγμα από την εποχή της Αγγλίας (που και πάλι, μόνο τασάκια και ποτήρια από τις παμπ έκλεβα, κι αυτό το έκαναν οι πάντες). Τα δάχτυλά μου σχεδόν άγγιζαν τον σπάγγο, αλλά όπως πάντα ήμουν πολύ κοντή και δεν έφτανα. Αφού τεντώθηκα, πήδηξα στον αέρα, κρεμάστηκα στα κάγκελα και βλαστήμησα τα τρισκατάρατα γονίδια νανισμού της Αριάδνης και της Νόρας -οι οποίες, παραδόξως, είναι ψηλότερες-, πήγα και πήρα μια πλαστική καρέκλα απ' τον κήπο. Την ακούμπησα στην άκρη του μπαλκονιού όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, ανέβηκα πάνω και τεντώθηκα προς τα πολυπόθητα χταπόδια. Όμως την τελευταία στιγμή, πάνω που είχα αρπάξει ένα χοντρό πλοκάμι κι ετοιμαζόμουν να το τραβήξω, ο δυνατός αέρας τράνταξε το σπάγγο, οι βεντούζες κόλλησαν στο δάχτυλό μου και μες στον πανικό μου νόμισα ότι το χταπόδι είχε αναστηθεί και ζητούσε εκδίκηση. Η καρέκλα τραμπαλίστηκε, έχασα την ισορροπία μου, πήγα να αρπαχτώ απ' τα κάγκελα και σωριάστηκα με μια κραυγή στο χώμα. Έπαθα διάσειση απ' το χτύπημα! Τυφλώθηκα! Σκέφτηκα κι άρχισα να μυξοκλαίω, καθώς το φως είχε σβήσει απ' τα μάτια μου. Κι έπειτα ένιωσα κάτι κρύο, γλοιώδες και σιχαμένο να στάζει απ' τα μαλλιά μου και κατάλαβα ότι το χταπόδι-ζόμπι (εντελώς ξεψυχισμένο κατά βάθος) είχε βρεθεί με την πτώση στο κεφάλι μου σαν καπέλο του Γκοτιέ.


Με φρίκη, τρόμο και αηδία για τον εαυτό μου (πόσο πιο χαμηλά θα έπεφτα;) ξέμπλεξα το νεκρό μαλάκιο απ' τα μαλλιά μου και μετά από δύο αποτυχημένες βολές κατάφερα να το ξανακρεμάσω στο σπάγγο του. Ύστερα ξαναμπήκα στο σπίτι, έφαγα ένα γιαούρτι 0% σαν καλό κορίτσι και ξάπλωσα, για να αναπαύσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί μέχρι τις οχτώ, οπότε και θ' άρχιζαν τα προγραμματισμένα μου βασανιστήρια με τον Άδωνη των άψογων κοιλιακών. Μάλιστα με ξύπνησε ο Πέτρος, στοργικά, μ' ένα φιλί στο κεφάλι - σαν γονιός που στέλνει το παιδί του στο σχολείο (ή στο απόσπασμα). «Ξύπνα, γουρουνίτσαααα....» άκουσα τη λατρεμένη φωνή πάνω που είχα αρχίσει να γλαρώνω. «Αν και τώρα που θα ρέψεις πρέπει να βρω καινούριο παρατσούκλι...» Σκύβοντας να με φιλήσει και πάλι, σταμάτησε σε απόσταση αναπνοής, με οσμίστηκε και σούφρωσε τα χείλη. «Σίσυ, μωρό μου, γιατί μυρίζεις ψαρίλα;» ρώτησε."


Αύγουστος Κορτώ, Η βιογραφία μιας σκύλας, εκδ. Διόπτρα