Το Μέγαρο Γιακουμπιάν

Το βιβλίο με το οποίο άνοιξε η αναγνωστική μας αυλαία τη νέα χρονιά ήταν Το Μέγαρο Γιακουμπιάν του Αλάα Αλ-Ασουάνι, ένα βιβλίο που άρεσε σε όλους και όλες και προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Αλάα αλ-Ασουάνι γεννήθηκε το 1957 στην Αίγυπτο και είναι οδοντίατρος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου και στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο (ΗΠΑ). Το «Μέγαρο Γιακουμπιάν» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του και έχει μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες.

Το βιβλίο οφείλει τον τίτλο του στο ομώνυμο κτίριο που οικοδομήθηκε τη δεκαετία του '30 με παραγγελία του εκατομμυριούχου Αγκόπ Γιακουμπιάν, προέδρου της αρμενικής κοινότητας της Αιγύπτου, στο καλύτερο σημείο της οδού Σουλεϊμάν Μπάσα, στο κέντρο του Καΐρου. Κατοικήθηκε στην αρχή από την αφρόκρεμα της κοινωνίας, για να αλλάξει, μετά την άνοδο του Νάσερ στην εξουσία το 1952, κοινωνική σύνθεση: τότε άρχισε η χρησιμοποίηση των σιδερένιων δωμάτων στην ταράτσα από τις συζύγους των αξιωματικών του αιγυπτιακού στρατού, οι οποίες εγκατέστησαν εκεί το υπηρετικό προσωπικό τους. Οι εργαζόμενοι στα νοικοκυριά των στρατιωτικών παραχώρησαν στη συνέχεια, με το αζημίωτο, τα δώματα σε φτωχούς επαρχιώτες ή εργαζόμενους που είχαν ανάγκη από φτηνή στέγη. Έτσι, μια νέα κοινωνία αναπτύχθηκε πάνω στην ταράτσα, εντελώς διαφορετική από την υπόλοιπη πολυκατοικία. Οι εναπομείναντες ξεπεσμένοι αριστοκράτες θα συνυπάρξουν με τους διεφθαρμένους νεόπλουτους αλλά και με τη «νέα, λαϊκή κοινωνία που αναπτύσσεται στην ταράτσα του Μεγάρου» με παιδιά που τρέχουν ξυπόλητα και μισόγυμνα, «γυναίκες που περνούν τη μέρα τους μαγειρεύοντας, κουτσομπολεύοντας και καυγαδίζοντας» και άνδρες που επιστρέφοντας εξαντλημένοι προσβλέπουν σε τρεις απολαύσεις: ένα πιάτο φαΐ, λίγο μουασέλ και σεξ. Το κτίριο ενσωματώνει, κατά κάποιο τρόπο, τις κοινωνικές μεταβολές που υπέστη η Αίγυπτος τα τελευταία εξήντα-εβδομήντα χρόνια.

Με κινηματογραφική γραφή (δεν είναι τυχαίο ότι έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον αιγύπτιο σκηνοθέτη Marwan Hamed ) και με αβίαστο τρόπο ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, καλών και κακών, σπουδαίων και ασήμαντων αλλά πάντως αληθινών, με πόθους και πάθη. Εναλλάσσοντας την οπτική του γωνία σκιαγραφεί με ρεαλισμό τον Ζάκι Πασά, έναν πλούσιο κοσμοπολίτη μεσήλικα (τον πιο συμπαθή κατά τη γνώμη μας ήρωα), τον Τάχα, τον γιο του θυρωρού που γίνεται εξτρεμιστής, τη Μποσάινα, μια κοπέλα που εξαιτίας της ανέχειας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εργοδότες της, τον αδίστακτο επιχειρηματία χατζή Αζάμ, το Χάτιμ έναν ομοφυλόφιλο αστό δημοσιογράφο και τον αγαπημένο του Άμπου, τον υπηρέτη Αμπασχαρούν και τον αδερφό του Μαλάκ. Ο συγγραφέας παρατηρεί τους ήρωες του με τόλμη και εξηγώντας τα κίνητρα και τις επιδιώξεις τους καταφέρνει να δημιουργήσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Τα πρόσωπα δρουν στη σύγχρονη Αίγυπτο που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όπως η φτώχεια (σελ.80 «Αυτή η χώρα δεν ανήκει σε μας, Τάχα. Ανήκει σ΄ αυτούς που έχουν λεφτά»),,οι ταξικές διαφορές ( ο Τάχα ένας νέος ικανός και φιλόδοξος, προσπάθησε να μπει στη Σχολή της Αστυνομίας αλλά δε έγινε δεκτός μόνο και μόνο γιατί ήταν γιος θυρωρού - σελ.29 «Τα παιδιά των ταπεινών μην τα μαθαίνετε», τη διαφθορά και την υποκρισία στον κλήρο και στην πολιτική (σελ. 112: «Ο αιγυπτιακός λαός είναι ο πιο χειραγωγήσιμος λαός της Γης. Μόλις πάρεις την εξουσία, σου υποτάσσεται, σέρνεται στα πόδια σου και μπορείς να τον κάνεις ό,τι θέλεις. Όποιο κόμμα κι αν είναι στην εξουσία, όταν διενεργεί εκλογές, δεν μπορεί παρά να τις κερδίσει, γιατί ο Αιγύπτιος δεν μπορεί παρά να υποστηρίξει την κυβέρνησή του» ή στη σελ.113: ο χατζής Αζάμ, αφού εξαγόρασε την εκλογή του ως βουλευτής δίνοντας ένα τεράστιο ποσό στον Αλ-Φούλι ,τον αμοραλιστή γενικό Γραμματέα του Πατριωτικού Κόμματος προσεύχεται(!) μαζί του επισφραγίζοντας τη συμφωνία).Ολόκληρο το βιβλίο διαρρέεται από τη σύγκρουση μεταξύ του προοδευτικού στοιχείου και του ακραίου θρησκευτικού (σελ. 121: «Για πρώτη του φορά κατάλαβε ότι η αιγυπτιακή κοινωνία όχι μόνο βρισκόταν ακόμα στην Εποχή της Άγνοιας αλλά δεν ήταν καν ισλαμική, γι' αυτό ο ηγέτης της εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων του θεού που οι εντολές του καταστρατηγούνταν απροκάλυπτα, το δε Κράτος επέτρεπε το αλκοόλ, τη συνουσία και την τοκογλυφία»).Φυσικά από το βιβλίο δε λείπουν οι αναφορές για τη θέση της γυναίκας (σελ.24 «Οι άνδρες δε δίνουν και πολλή σημασία στους καβγάδες των γυναικών, τους οποίους θεωρούν μία ακόμα απόδειξη εκείνης της εγκεφαλικής ανεπάρκειας για την οποία είχε μιλήσει ο Προφήτης»,με αποκορύφωμα την έκτρωση της Σουάντ παρά τη θέληση της.


Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ανάλογο θέμα πραγματεύεται και ο δικός Μ. Καραγάτσης στο 10 και μάλιστα με τον ίδιο ρεαλισμό και την ίδια οξυδέρκεια. Όπως επισημάνθηκε στη συζήτησή μας η ιστορία του Καλογερά στο 10 δε διαφέρει από την ιστορία του Ζάκι Πασά στο Μέγαρο.

Και αφού ο Ασουάνι καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον ολοκληρώνει με συνέπεια μία μία τις ιστορίες του, δίνοντας σε άλλες δυσάρεστο και σε άλλες αίσιο τέλος. Κάπως έτσι όμως δε συμβαίνει και στη ζωή; Όσο για τον αναγνώστη κλείνει το βιβλίο με εκείνο το αίσθημα ικανοποίησης που του αφήνει ένα ωραίο βιβλίο.

Ελένη Κρικέλη


Πηγή: Λέσχη Ανάγνωσης Κω