Ερωτευμένο αίμα

του Μιχάλη Σπέγγου

Τρία αδέρφια, ο Άλκης, ο Μιχάλης και η Βιβή, γύρω στα 50, με ξεχωριστές προσωπικότητες, μια μάνα που τους είχε εγκαταλείψει στα χέρια του παππού τους κι έναν πατέρα που πέθανε πριν γεννηθεί ο τελευταίος, γνωρίζουν κάποια πράγματα για το παρελθόν τους, τα πάντα όμως θα ανατραπούν όταν η Βιβή εκμεταλλευτεί μια δημοσιογραφική αποστολή στα Γιάννενα ενός γοητευτικού ρεπόρτερ ώστε να βρει τα ίχνη της οικογένειάς της, σίγουρη πως τα πλούτη των προγόνων της δε γίνεται να εξανεμίστηκαν έτσι απλά. Δυστυχώς όμως η έρευνα θα φέρει στο φως ένα ημερολόγιο που ανατρέπει για πάντα την ήρεμη ζωή αυτών των ανθρώπων. Θα είναι όντως μεγάλη ή οι εξελίξεις στη ζωή τους θα τους απορροφήσουν τόσο που θα αδιαφορήσουν;

Ο κύριος Μιχάλης Σπέγγος επιστρέφει με ένα καλοδουλεμένο ψυχογράφημα, αφιερωμένο στο αίμα που κυλά στις φλέβες μας και ποτέ δε θα σταματήσει να ερωτεύεται, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και τις ζημιές που προκαλεί. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που θέλει τον χρόνο του, που χρειάζεται αφοσίωση και καθόλου βιασύνη, όχι γιατί είναι δύσκολο ή μπερδεμένο (άλλωστε η αφήγηση του Μιχάλη που καταγράφει όλα τα γεγονότα έχει μια αμεσότητα και ειλικρίνεια ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιεί πολλές επεξηγήσεις για να δείξει σε ποιο σημείο του παρόντος ή του παρελθόντος είμαστε) αλλά γιατί παράλληλα με τη δράση των πράξεων έχουμε και δράσεις (μάλλον αντιδράσεις) στο μυαλό και στην ψυχή. Οι χαρακτήρες που διαλέγει ο συγγραφέας ωριμάζουν και αλλάζουν όσο προχωράνε οι σελίδες και εξελίσσεται η πλοκή. Κανείς δε μένει ίδιος ή ανεπηρέαστος: βελτιώνεται ή χειροτερεύει ή μένει στάσιμος. Ανθρώπινες καταστάσεις, βαθιά τομή στην ψυχολογία των ηρώων, απλές καθημερινές στιγμές που όμως επηρεάζουν δραματικά τα γεγονότα.

Η αφήγηση πότε αφορά το παρελθόν και πότε το παρόν. Στα Γιάννενα της δεκαετίας του 1930 έχουμε ένα ερωτικό γαϊτανάκι ανάμεσα στην Αμαλία, τον σύζυγό της, Τάκη, το αφεντικό του άντρα της, τον γιατρό Γιάννη αλλά και τον γιο του τελευταίου, Πέτρο. Στο σήμερα, ο πολυπόθητος και λαοπρόβλητος παρουσιαστής ειδήσεων Άλκης ξεκινάει μια σχέση με τη μέτρια και ίσως κακάσχημη Τούλα, ο ογκολόγος Μιχάλης προσπαθεί να μην υποκύψει στην ειδικευόμενή του, Βιβή, λόγω ηθικών αρχών ενώ η παρατημένη, μίζερη και σκορποχέρα Βιβή αγωνίζεται να βρει έναν προορισμό στη ζωή της, λεφτά ή έστω έναν άντρα που να τα συνδυάζει όλα αυτά. Εξαιτίας της Βιβής λοιπόν αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι που θα μπλέξει τους προγόνους με τους επιγόνους, θα φέρει στο φως ματωμένες σελίδες από τον Εμφύλιο στα Γιάννενα και γενικότερα την Ήπειρο και με όλα αυτά τα περιστατικά για πρώτη φορά τα αδέλφια θα ενωθούν για να πάρουν μαζί κάποιες αποφάσεις.

Το κείμενο περιέχει προτάσεις κοφτές και στακάτες. Το συντακτικό είναι εντελώς ανορθόδοξο, χαράζει τη δική του πορεία προσδίδοντας μια πρωτοφανή και γλυκιά σαν ποίηση ενάργεια και ένταση ενώ πρωταγωνιστεί ο ενεστώτας διαρκείας, όχι λόγω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Πολλές φορές μάλιστα οι προτάσεις δεν έχουν καν ρήμα! Η αφήγηση κρατάει μόνο τα απαραίτητα για να προχωρήσει η πλοκή. Όχι αναλυτικές εικόνες, μόνο τα αντικείμενα, τα συναισθήματα και οι κινήσεις που απαιτούνται για να παρακολουθούμε τα δρώμενα λες και είμαστε εκεί, παρόντες. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη και ασφυκτική, σε σημείο που αν το βιβλίο είχε χαρακτήρα αστυνομικού θα το διάβαζα με αναπνευστήρα δίπλα μου! Το ίδιο και τα κεφάλαια, είναι λες και ακολουθούν δική τους πορεία. Πότε μικρά, πότε εκτενή, πότε επικεντρωμένα σε ένα πρόσωπο και πότε αφοσιωμένα σε μια χρονική περίοδο. Μία λέξη είναι η κεφαλίδα ενώ τα ευδιάκριτα μέρη στα οποία χωρίζεται το κάθε κεφάλαιο αφορούν το κεντρικό πρόσωπο αλλά ποτέ δε μένουμε μόνο σε αυτό, μιας και το παρελθόν αναφέρεται μαζί με το παρόν, σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που σταδιακά αποκαλύπτεται. Δυστυχώς κάπου η γλώσσα ήταν ωμή και χυδαία, κυρίως στις ερωτικές σκηνές (που κάποιες ήταν αχρείαστα λεπτομερείς) αλλά και στη στάση κάποιων χαρακτήρων απέναντι στα κακά της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγαλώνει. Η ένταση, η ανάγκη, το πάθος μπορούν κάλλιστα να δηλωθούν και με άλλους τρόπους πλην των περιγραφών όμως το μυθιστόρημα είναι τόσο άρτιο εν συνόλω που αδιαφόρησα για το συγκεκριμένο ύφος.

Στις πρώτες 100 σελίδες σταμάτησα και άρχισα ξανά το κείμενο, όχι γιατί μπερδεύτηκα ή κουράστηκα αλλά γιατί ήθελα να αγκαλιάσω περισσότερο τους χαρακτήρες, να καταλάβω τους συναισθηματικούς τους δεσμούς, να μελετήσω καλύτερα την ψυχολογία και τις αντιλήψεις τους. Αφηγητής είναι ο ογκολόγος και διακεκριμένος επιστήμονας στην Αμερική, Μιχάλης, που καταγράφει την ιστορία εν είδει ημερολογίου για όσα είδε, έζησε ή έμαθε. Δεν έχουμε υφολογικά τη μορφή ημερολογίου, απλώς έτσι χαρακτηρίζει τις σημειώσεις του ο ίδιος. Χάρη σε αυτήν τη μορφή αφήγησης, ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει άνετα την εξέλιξη της ιστορίας και να μη χαθεί στα διαρκή πισωγυρίσματα, τα οποία όμως συνδέονται πάντα με πρωτότυπο τρόπο: μια λέξη, μια ανάμνηση, ένα γεγονός. Πρόκειται για ένα «χρονικό εξερεύνησης»: «Αυτή εδώ είναι η ιστορία τους. Όπως τουλάχιστον την αντιλήφθηκα και την έπλασα. Μπορεί να υπάρχουν λάθη, ακόμη και ζαβολιές, οι ζαβολιές δεν επιτρέπονται στην επιστήμη μου, επιτρέπονται όμως στη συγγραφή. Τούτη η αφήγηση είναι ο δρόμος μου προς την αλήθεια, άρα προς την ψυχική μου γαλήνη» (σελ. 9).

Το μυθιστόρημα δε βιάζεται να σου αποκαλύψει τους ρόλους που παίζουν οι ήρωες σε αυτό. Ειδικά οι πρωταγωνιστές του παρελθόντος με παίδεψαν αρκετά μέχρι να καταλάβω τι πραγματικά συνέβη μεταξύ τους, πώς και κυρίως γιατί. Ο συγγραφέας δείχνει με αυτόν τον τρόπο τη δική του άποψη για το πώς πρέπει να είναι ένα μυθιστόρημα ώστε να συναρπάσει τον αναγνώστη. Αν προσφέρει από την αρχή το κυρίως θέμα και μετά εξελίξει την ιστορία θα είναι μονοδιάστατο και δε θα θεωρηθεί πρωτότυπο, διαφορετικό, απαιτητικό. Επομένως εδώ μια λέξη, μια πρόταση, μια κίνηση επεξηγούν σταδιακά στον αναγνώστη ποιοι δεσμοί ενώνουν τον Τάκη, τον Πέτρο, την Αμαλία και τον Γιάννη (δεν είναι μόνο το ερωτικό κομμάτι δηλαδή, με την Αμαλία για μήλον της έριδος αλλά και έτερα μυστικά) ενώ ταυτόχρονα η αφήγηση που σε φέρνει στο σήμερα καθυστερεί κι άλλο την εξέλιξη της πλοκής. Πρόκειται λοιπόν για ένα παιχνίδι που θα εξασκήσει το μυαλό όποιου εμπιστευθεί το νέο μυθιστόρημα του κυρίου Σπέγγου και για μια εξιστόρηση που δε βιάζεται να μπει στο κυρίως θέμα, στολίζοντας το ανηφορικό μονοπάτι ως την κορύφωση με λογιών λογιών ποικίλες αφηγηματικές μορφές, ξεχωριστό συντακτικό και μια ποικιλία πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών, μέσα από τους οποίους φωτογραφίζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα της κοινωνίας όπως ήταν και όπως είναι.

Στάθηκα κάμποσα λεπτά στην περιγραφή της εποχής και του τόπου με τον τρόπο που τα καταγράφει ο συγγραφέας, λιτά, σφιχτά: «Η πόλη… ήταν μικρή. Όλοι ήξεραν και καμώνονταν ότι δεν ήξεραν» (σελ. 21). «Ψευτιά και υποκρισία. Πουριτανισμός συνδαυλισμένος από την Εκκλησία. Στέρηση σεξουαλική και ομαδικά συμπλέγματα. Μια μεσαιωνική αντίληψη για τα πράγματα, κυρίως για τις σχέσεις των φύλων» (σελ. 27).

Τα Γιάννενα του Μεσοπολέμου, η επαρχία πριν τον όλεθρο, η επαρχία μετά την καταστροφή, ίσως ακόμη και σήμερα. Σε αυτό το κλίμα ζουν και πονάνε οι άνθρωποι εξαιτίας των οποίων θα αμφισβητηθεί η πατρότητα του Μιχάλη, του Άλκη και της Βιβής. Η Αμαλία, «μια από τις ομορφότερες γυναίκες της πόλης», έμεινε έγκυος από υπολοχαγό που την τύλιξε στα ψέματα πριν πάρει μετάθεση, έκανε έκτρωση όμως ήταν αδύνατο πια να βρεθεί άνθρωπος για να την παντρευτεί, εκτός από τον Τάκη! «Ο Αμερικάνος με την πόρνη», έτσι τους χαρακτηρίζουν πίσω απ’ την πλάτη τους. Ο Τάκης πήγε στην Αμερική για τέσσερα χρόνια, δεν τα κατάφερε, επέστρεψε: «Γρήγορα επάνω, πιο γρήγορα κάτω» (σελ. 14). Επιστάτης του Ρήγα, μετακομίζουν στο αρχοντικό κι έτσι η Αμαλία γίνεται ανομολόγητος πόθος για πατέρα και γιο! «Επάνω από όλα όμως ο έρωτας. Τριών για μία. Μίας για πόσους και για ποιους;» (σελ. 343). Ο Γιάννης Ρήγας, γιατρός, σπουδαγμένος στην Ιταλία, από πλούσια οικογένεια, μέσης ηλικίας και ερωτευμένος με τον ποδόγυρο, αν και παντρεμένος με την Ευτέρπη, ερωτεύεται σχεδόν αμέσως την Αμαλία. Ο Πέτρος Ρήγας, ο εικοσάχρονος γιος, πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών, σοσιαλιστής (αιτία καβγάδων με τον πατέρα του) και λογοτέχνης, με αφανές συγγραφικό έργο. Χάρη στην ανδρεία του και την αφοσίωσή του στην πατρίδα θα ζήσει ιστορικές στιγμές, συμμετέχοντας ενεργά σε πολλά γνωστά ιστορικά τεκμηριωμένα γεγονότα.

Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται όπως προείπα σταδιακά, με ελάχιστα ψήγματα κι αυτά διασκορπισμένα μες στο κείμενο. Όλα βγαίνουν στο φως όταν ένας δημοσιογράφος, παρακινημένος από τη Βιβή, ανεβαίνει στα Γιάννενα για να ακολουθήσει τα ίχνη της οικογένειας, ευελπιστώντας σε κρυμμένα λεφτά, αντιθέτως βρίσκει το ημερολόγιο του Πέτρου κι αυτό θα το εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος. Το βάρος της μυθιστορίας όμως σηκώνουν τα τρία αδέλφια, που αποτελούν ακόμη πιο συγκροτημένες και ολοκληρωμένες προσωπικότητες και με αφορμή τα δικά τους γεγονότα ξεσπαθώνει ο κύριος Σπέγγος πότε υπέρ και πότε κατά του έρωτα και των όσων υποχρεώνει τους ανθρώπους να κάνουν στο όνομά του. Παραλογισμός, αυθορμητισμός, τύψεις, ανηθικότητα, μεταμέλεια μα και αγάπη, όμορφες στιγμές, δοτικότητα, ενότητα, αφοσίωση.

Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η ιστορία του Άλκη Στεφάνου, παρουσιαστή κεντρικού δελτίου ειδήσεων ενός μεγάλου ιδιωτικού καναλιού για οχτώ χρόνια εξ ου η φήμη και οι θαυμάστριες και τώρα αρθρογράφου με μόνιμη στήλη σε εφημερίδα. Στην αρχή μου φάνηκε πως η γνωριμία του με την άχρωμη Τούλα θα ήταν κάτι σχεδόν παράλληλο με την εξέλιξη της ιστορίας, σταδιακά όμως, με τον γνωστό «ψυχοβγαλτικό» τρόπο που ανέφερα και πριν, διαπίστωσα πως αυτοί οι δύο είναι και οι πρωταγωνιστές, κυρίως η Τούλα, μιας και είναι παντρεμένη με δύο κόρες. Η Τούλα είναι όλες οι γυναίκες που νιώθουν τελματωμένες σ’ έναν γάμο και σε μια ρουτίνα και καταφέρνουν να βρουν το θάρρος και να κάνουν μικρά βηματάκια για να αρχίσουν να βγαίνουν απ’ τον λήθαργο. Στην περίπτωσή της όμως αυτό το θάρρος χρόνο με τον χρόνο μετατρέπεται σε θράσος και πρωτόγνωρη δύναμη, που θα την οδηγήσει σε άλλα, δύσβατα μονοπάτια. Είναι η γυναίκα που θα αγαπήσει και θα αγκαλιάσει με στοργή το τίμημα, η μάνα που θα βάλει σε δεύτερη μοίρα τα παιδιά της, η σύζυγος που θα ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο άντρες, ισοζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά του ενός και του άλλου. «Σκέφτομαι να σε αφήσω» είναι μια φράση τόσο κομψή στην εκφραστικότητά της και τόσο αδυσώπητη ταυτόχρονα, που θα πυροδοτήσει μια σειρά απρόβλεπτων γεγονότων. Την αγάπησα αυτήν τη γυναίκα, παρ’ όλο που σε γενικές γραμμές ο χαρακτήρας της έχει αρνητικές αποχρώσεις. Μακάρι να μπορούσα να γράψω εκτενέστερα (πόσο πια;) τα παραδείγματα που θα ήθελα για τεκμηρίωση της άποψής μου, όμως συμβαίνουν τόσα πολλά και αντιφατικά που δε θα είχε νόημα. Είναι ξεκάθαρα στο χέρι του αναγνώστη αν θα την καταλάβει ή θα την παρατήσει στην άκρη.

«Ο Άλκης ζει για τον Άλκη» (σελ. 34). Ένας άντρας ρηχός, επιφανειακός, που υποκύπτει στο φλερτ της μετριότητας και σταδιακά αρχίζει να νιώθει πρωτόγνωρα πράγματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε θα κάνει και βλακείες, μιας και όλα μέσα στη ζωή είναι! Λάθη, παραλείψεις και αβλεψίες, παρεξηγήσεις και απιστίες, εγωισμοί και ταπεινώσεις, είναι ελάχιστα από όσα διαδραματίζονται μεταξύ Άλκη και Τούλας, όπως ακριβώς γίνεται και στην πραγματική ζωή, ακριβώς με τον τρόπο που μια φίλη μάς έχει εκμυστηρευτεί ή εμείς φορτώσαμε σε ένα ευήκοον ους ή κουνήσαμε το κεφάλι με συμπάθεια για ένα γνωστό μας ζευγάρι.  Υπέροχοι, συναρπαστικοί, αληθινοί χαρακτήρες, με μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα, δίνουν μια πρωτόγνωρη αληθοφάνεια στην αφήγηση και περίμενα με αγωνία πώς θα καταλήξει η σχέση τους, ειδικά από τη στιγμή που ο άντρας της Τούλας, ο Λάζαρος, από σπόντα γίνεται μέλος μιας σκοπευτικής ομάδας και πιάνει στα χέρια του όπλο! Αυτό δίνει την αφορμή στον κύριο Σπέγγο να τονίσει με την καταπληκτική του πένα το πώς νιώθει κάποιος που κρατάει στα χέρια του ένα Γκλοκ, τι αίσθηση δύναμης και υπεροχής του δίνει, πώς πρέπει να το χειρίζεται και γιατί πρέπει να το αντιμετωπίζει με σύνεση και μετριοφροσύνη. Όχι, η εξέλιξη δεν είναι αυτή που φαντάζεστε, ακριβώς γιατί στο μυθιστόρημα δε χωράνε κλισέ και κοινοτυπίες. Αναπάντεχα γεγονότα, απρόβλεπτες αντιδράσεις του ανθρώπινου παράγοντα και άλλες εκπλήξεις χαράζουν ένα μονοπάτι αμφισημίας στο οποίο ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να υποστηρίξει μονομερώς έναν από τους χαρακτήρες.

Εξίσου έντονη είναι και η ζωή του Μιχάλη, ογκολόγου στο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, που κάθε πέντε χρόνια μένει έναν ολόκληρο χρόνο στην Ελλάδα, χάρη σε ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από έναν πλούσιο ευεργέτη Ελληνοαμερικανό. Τυπικά συνεργάζεται με ιδιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών, ουσιαστικά όμως συναναστρέφεται τους γιατρούς της Παθολογικής-Ογκολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου. Επικεντρωμένος σε συγκεκριμένο πεδίο της ειδικότητάς του αλλά με παράπονο για «τη δύναμη του μεγάλου αντιπάλου μου, ανίκητος μέχρι τις μέρες μας στην πλειονότητα των περιπτώσεων» (σελ. 78). Αγωνίζεται, μελετάει, πειραματίζεται, προσπαθεί για ένα μέλλον χωρίς καρκίνο. Ερωτευμένος με την ειδικευόμενη Βικτωρία Παπασταύρου ή Βίκυ, που είναι παντρεμένη, ευτυχώς χωρίς παιδιά, αλλά δεν ενδίδει στη σχέση τους από ηθικούς ενδοιασμούς. Στην αρχή τουλάχιστον. Ο αμοραλισμός, η ισορροπία που κρατάει απέναντι στα γεγονότα, η αυτογνωσία του και η επιλογή του να καταγράψει την ιστορία της οικογένειάς του με το σκεπτικό που ανέφερα προηγουμένως δείχνουν άνθρωπο σχετικά προσγειωμένο και ήρεμο. Κάτι το βάρος της αφήγησης και κάτι η εσωτερική του εξισορρόπηση, δεν καταγράφηκαν και πολλές ανατροπές στη δική του ζωή, εκτός ίσως από την πιο σημαντική, εκεί λίγο πριν τον επίλογο.

Και τέλος, η Βιβή, που πολύ ωμά χαρακτηρίζεται σχεδόν εξαρχής «τελειωμένη»: «Κάθε σωστή ελληνική οικογένεια διαθέτει και έναν αποτυχημένο» (σελ. 52). Διαζευγμένη, άνεργη, με δυο παιδιά που μένουν με τον πατέρα τους, έναν άντρα που εκείνη μισεί και τ’ αδέρφια της συμπαθούν. Τεμπέλα και φαντασμένη, «έχει έναν μαγικό τρόπο… να ασχολείσαι μαζί της» (σελ. 52), «πρώην και παρατημένη, χωρίς ελπίδες και όνειρα αλλά με απαιτήσεις» (σελ. 53). Μίζερη ζωή, με ανασφάλειες, κόμπλεξ και στερήσεις. Όλα αλλάζουν όταν γνωρίζει έναν ετοιμοθάνατο ασθενή του αδερφού της, τον Αύγουστο Σούμπερτ! Αυτός θα είναι και ο συνδετικός κρίκος, μιας και έχει έναν ρόλο-έκπληξη μέσα στα γεγονότα και είναι ο άνθρωπος-κλειδί που θα συνδέσει κάποιες άλλες σκοτεινές σελίδες της μπλεγμένης στον Εμφύλιο οικογένειας των τριών αδελφών. Η προσωπικότητά του, η ηρεμία του εν όψει του θανάτου, και οι πάμπολλες, ίσως υπερβολικά ανεπτυγμένες, παραβολές του και οι φιλοσοφικές απόψεις σε κρίσιμα σημεία του βιβλίου, κάτι που θα δείξει στους συνομιλητές του κάποιες σωστές κατευθύνσεις για τις επόμενες αποφάσεις τους, είναι γνωρίσματα ενός χαρακτήρα που λειτουργεί πυροσβεστικά και θ’ αγαπηθεί από όσους τους αρέσει να μελετούν ενδόμυχα τον σκελετό μιας ιστορίας.

Μέσα σε αυτό το γοητευτικό, πρωτότυπο, σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα, εκτός από τις ενδοσκοπήσεις στον ψυχισμό των χαρακτήρων, που καταγράφονται με έντονο και διεισδυτικό μάτι, υπάρχουν και πάμπολλα σχόλια πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνία, τις αντιλήψεις των ανθρώπων εν γένει. Όπως για παράδειγμα, η άποψη για την ανάγνωση:  «Λοιπόν συνιστώ να διαβάσεις τη ζωή σου σαν τη ζωή κάποιου άλλου. Δεν υπάρχει συνταγή ανάγνωσης, μόνο αυτό. Μετά, όταν θα ταυτιστείς, όταν θα κλάψεις ή θα γελάσεις, θα καταλάβεις τι πήγε στραβά και πότε. Πάντα ο καλός αναγνώστης καταλαβαίνει.» (σελ. 234).

Ο κύριος Σπέγγος ξέρει να διαλέγει τις φράσεις εκείνες που θα σταθούν στον λαιμό σου: «Πόσες και πόσες σχέσεις δεν έχουν κριθεί σε μικροστιγμές; Με αποφάσεις που θα μπορούσαν να πάνε είτε από τη μια είτε από την άλλη. Μια μικροστιγμή, μια λεπτή κλωστή περίμενε έναν μόνο μικρό καλό λόγο για να μη σπάσει. Δεν ήρθε» (σελ. 381). Ή ακόμη χειρότερα: «Για να χτίσεις, χρειάζεται κόπος και χρόνος. Για να γκρεμίσεις, αρκεί μια στιγμή. Έτσι και στις σχέσεις των ανθρώπων. Αρκεί μια στιγμή, χωρίς καν μια αφορμή, τουλάχιστον φαινομενικά. Βέβαια όλοι γνωρίζουν ότι άλλο αφορμή και άλλο αιτία. Οι αιτίες πάντα σιγοβράζουν, κάποτε το καπάκι σκάει και βγαίνουν στην επιφάνεια» (σελ. 594).

Τέλος, εντόπισα ένα πολύ σημαντικό επιχείρημα για την ύπαρξη της ρουτίνας σε μια καθημερινότητα, σε μια σχέση: «Γιατί η λέξη «ρουτίνα» είναι συνδεδεμένη με κάτι αρνητικό; … Τα πολλά μικρά και περιοδικά και καθιερωμένα, τα ωραία και τα καλά, τα αδιάφορα και τα άσχημα… Πώς ανατρέπεται μια συνήθεια όταν στο μεγαλύτερο μέρος της είναι καλή; Όταν σου δίνει ζεστασιά, όταν σε κάνει -γιατί όχι;- στο μεγαλύτερο μέρος της ευτυχισμένο. Μα γιατί να ανατραπεί; Δεν πρέπει να ανατραπεί. Πρέπει. Γιατί η συνήθεια είναι ένα πολύ περίεργο και ελλειμματικό πλάσμα. Τα πράγματα δεν τα ζυγιάζει καθόλου καλά. Αμβλύνει τη σημασία των πολλών και οξύνει των λίγων» (σελ. 554).

Το «Ερωτευμένο αίμα» επομένως είναι ένα υπέροχο, καλογραμμένο, διεισδυτικό, διαφορετικό, σκληρό, ρεαλιστικό μυθιστόρημα, γεμάτο αληθινούς χαρακτήρες που μεγαλώνουν και ωριμάζουν ταυτόχρονα με τον αναγνώστη, είναι ένα ταξίδι στον ευαίσθητο ψυχισμό του ανθρώπου και των σχέσεων που συνάπτει, ένα μελετημένο βιβλίο για τα ιστορικά γεγονότα μέσα στα οποία κόχλασε το αίμα που πάντα θα διψάει για εγωιστική επιβεβαίωση και δε θα πάψει να ερωτεύεται.

Πάνος Τουρλής