Τραπεζούντα, το διαμάντι της Ανατολής

του Θοδωρή Δεύτου

Τραπεζούντα, ένας ηρωικός και μαρτυρικός τόπος που ακόμα καρτερά να υποδεχτεί τα παιδιά του που έφυγαν τόσο άδικα και βιαστικά εκείνα τα μαύρα χρόνια του πολέμου. Στη σημερινή εποχή, δύο μέλη μιας πάμπλουτης οικογένειας ψάχνουν τον χαμένο γιο που παρέδωσαν σε έμπιστα χέρια όταν εκπατρίστηκαν το 1918 ενώ ταυτόχρονα και μέσα από ευρηματικές ευκαιρίες αναδρομής στο παρελθόν περνάνε μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη οι δύσκολες στιγμές του ελληνισμού τότε και οι περιπέτειες των απάτριδων πλέον προσφύγων. Τραπεζούντα, Κουταίς, Σοχούμ, Καρς, Βατούμ, Μόναχο… Κάθε τόπος και μια σταγόνα αίμα…

Η Πινίτσα και ο Τριαντάφυλλος, μέλη της κάποτε περίφημης και πλούσιας οικογένειας του εμπόρου Λάμπου Κυριακίδη, επιστρέφουν στην Τραπεζούντα χρόνια ολόκληρα μετά τον ξεριζωμό τους, έχοντας στόχο να δουν τι απέγινε ο γιος που είχε χαρίσει η Πινίτσα στον έμπιστο υπάλληλό τους, Χασάν, κατά τον χαλασμό που τους ξεπάστρεψε, μόνο και μόνο για να αντικρίσουν μια αλλαγμένη πόλη, μια πόλη ξένη, χωρίς αναμνήσεις, Ιστορία, ταυτότητα. Με χαρά διαπιστώνουν πως το σπίτι τους κατοικείται κι έμεινε σχεδόν ίδιο ενώ οι τωρινοί ιδιοκτήτες του τους καλωσορίζουν και τους φιλοξενούν, έκπληκτοι κι αυτοί από την αναπάντεχη επίσκεψη.

Αυτή είναι η αρχή του μυθιστορήματος που ξεδιπλώνει με άφθονες λεπτομέρειες τις δυσκολίες των ανθρώπων που παράτησαν το βιος τους και αναζήτησαν τη σωτηρία και μια νέα αρχή σε άλλο τόπο. Από την αρχή σχεδόν κατάλαβα τι απέγινε το χαμένο παιδί της Πινίτσας, δεν πρόλαβα όμως να δυσαρεστηθώ που ήταν τόσο φανερό γιατί ο συγγραφέας έδειξε πως δεν είχε αυτό στο μυαλό του ως κύριο θεματικό άξονα. Η λύση του μυστηρίου δίνεται μετά από κάποια κεφάλαια κι αφού στο μεταξύ έχουν αντιπαρατεθεί επιτυχώς το παρελθόν και το παρόν, μόνο και μόνο για να επικεντρωθούμε στο παρόν και στις ετοιμασίες ενός σημαντικού γάμου. Με αφορμή αυτό το περιστατικό ξεδιπλώνονται όλα τα πολιτιστικά και λαογραφικά έθιμα αυτών των ανθρώπων (τραγούδια, χοροί, έθιμα), κάτι που δείχνει το εύρος και το βάθος της μελέτης που υλοποίησε ο κύριος Δεύτος πριν προβεί στη συγγραφή του μυθιστορήματος.

Ο κύριος Δεύτος κάνει ένα συγκινητικό οδοιπορικό πότε στο σήμερα και πότε στο χτες, καταγράφοντας τις χαρούμενες κι ευτυχισμένες στιγμές μιας ελληνικής οικογένειας, την ανάπτυξη του πολιτισμού σε αντιδιαστολή με τις μαύρες μέρες των αμελέ ταμπουρού και της κατάληψης του Πόντου από τους Τούρκους όταν υποχώρησαν οι Ρώσοι στον πόλεμο και αποσύρθηκαν από πολλά εδάφη τους (το 1916 η Ρωσία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, το 1917 όμως η μπολσεβικική Ρωσία βγήκε, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η Γερμανία, πείθοντάς την για ανακωχή, και σχεδόν αμέσως, χάρη στο εσωτερικό χάος που επικρατούσε, ξεκίνησαν έφοδο σε όλα τα μέτωπα κι η Ρωσία παραδόθηκε άνευ όρων το 1918).

Στενό το στενό περπάτησα μαζί με τους ήρωες σε μια πόλη ξακουστή και ένδοξη, λυπήθηκα με τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου και πόνεσα με την πλήρη αλλοτρίωση του χριστιανικού νεκροταφείου. Ίσως οι επιθετικοί προσδιορισμοί να φανούν αρκετά έντονοι και επιθετικοί ως προς τις χαμένες πατρίδες και η στάση του συγγραφέα να είναι υπέρ το δέον συναισθηματική απέναντι σε όσα βίωσε το ελληνικό στοιχείο τότε, παρ’ όλ’ αυτά η κεντρική ιδέα πως Έλληνες και Τούρκοι δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν εμποτίζει τις σελίδες που γυρνούσα. Έτσι γέμιζα με νέες πληροφορίες για τις τύχες των μελών της οικογένειας, που το καθένα τράβηξε το δικό του δρόμο και χάθηκε με τους συγγενείς του και οι συγκινητικές στιγμές που ξεδιπλώνονταν ήταν τόσο όμορφες που αδιαφόρησα για τα τυπογραφικά λάθη του βιβλίου.

Αγαπημένη φιγούρα, η μητέρα όλων, η γιαγιά Θεοφρονία, που ζει τις τελευταίες της μέρες αλλά με μια συγκινητική τροπή των γεγονότων έκλεισε τα μάτια της όταν αντίκρισε ένα ανέλπιστο θαύμα. Ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη και ένα ταιριαστό τέλος, που μου έφερε δάκρυα στα μάτια και με γέμισε ικανοποίηση. Τα περιστατικά των παιδιών της οικογένειας ήταν  πάρα πολλά και εμφανίζονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, με αφορμή μια τελετή, ένα όνομα, ένα έθιμο, μια ερώτηση. Δεν έχουμε δηλαδή τη στερεότυπη αφήγηση «ευμάρεια-καταστροφή-περιπέτειες», αντίθετα, με πολλή προσοχή ο συγγραφέας φωτίζει κάθε φορά και διαφορετικούς ανθρώπους, επικεντρώνοντας στην ιστορία που μας ενδιαφέρει και χωρίς περιττολογίες ή τυχόν εμμονή σε στιγμές και οικογενειακούς δεσμούς που ίσως  δυσχέραιναν την κατανόηση.

Το μυθιστόρημα του κυρίου Δεύτου είναι μια κατάθεση ψυχής και ένα χρονικό για άλλον έναν τραγικό τόπο του μικρασιατικού ελληνισμού. Με ενδελεχή έρευνα γεγονότων και περιστατικών, με ζωντανούς διαλόγους, με συναισθηματική φόρτιση, το βιβλίο καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη αγάπη κι ενδιαφέρον για τις χαμένες πατρίδες εκατομμύριων προσφύγων, να τον γεμίσει τρυφερότητα κι αισιοδοξία και να τον βοηθήσει να νιώσει σα να υλοποίησε ένα προσκύνημα στα άγια εκείνα χώματα.

Πάνος Τουρλής