Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο

του Δημήτρη Σωτάκη

Ο Ζέριν είναι ένας μοναχικός εργένης και περνάει ήσυχα και μονότονα τις μέρες του σε μια παραθαλάσσια πόλη. Έχοντας μια ανεξήγητη έλξη για τη Ρουμανία, η χαρά του είναι μεγάλη όταν στην πόλη αυτή έρχεται μια οικογένεια Ρουμάνων μεταναστών. Σταδιακά θα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, θα μπει στο σπίτι τους και τότε τίποτε δε θα είναι το ίδιο για όλους τους.

Το μυθιστόρημα είναι ρεαλιστικό και παραστατικό. Έχει κινηματογραφική θα έλεγα γραφή, καταγράφει τρισδιάστατα και λεπτομερώς την καθημερινότητα μιας οικογένειας Ρουμάνων ενώ οι διάλογοι είναι απόλυτα φυσικοί και περιορισμένοι στον απολύτως απαραίτητο βαθμό. Η ιστορία κορυφώνεται σταδιακά: από τη νωχελική ζωή μιας ρουτίνας περνάμε στην περιέργεια για τη νέα οικογένεια κι από κει στο πώς θα μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους ο Ζέριν, από την αγωνία για το τι πραγματικά σκέφτεται ο Ζέριν για τους ανθρώπους αυτούς ως την οικονομική βοήθεια που δε διστάζει να δώσει κλπ.

Το κείμενο προσφέρει μια ολοζώντανη εξιστόρηση και ταυτόχρονα διεισδύει στα συναισθήματα και την ψυχολογία των χαρακτήρων, χωρίς να φλυαρεί ή να γίνεται κουραστικό. Ο Ζέριν, η Ιονέλα και ο Φλάβιου είναι τρεις άνθρωποι που έχουν τη δική τους ξεχωριστή νοοτροπία και οι ποικίλες απόψεις τους συνθέτουν ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό. Το ερώτημα «γιατί ο Ζέριν ελκύεται από τη Ρουμανία» δεν απαντάται, όπως επίσης και το κίνητρο των πράξεων στις οποίες καταφεύγει ή προτείνει, κάνοντας τους Ρουμάνους κοινωνούς των σχεδίων του, δε με ενόχλησε όμως γιατί η γραφή είναι στακάτη. Τα βήματα που επιλέγει ο συγγραφέας είναι προσεκτικά σχεδιασμένα και αποδίδουν καρπούς ενώ η επιφυλακτικότητα των Ρουμάνων καταρρέει από μέρα σε μέρα. Ακόμη και η ανατροπή που επέρχεται ως απότοκο των αλλαγών στις ζωές τους είναι καλοδεχούμενη και απαραίτητο συμπλήρωμα μιας ιστορίας που ο αναγνώστης δεν ξέρει πού θα τον οδηγήσει και κυρίως γιατί γίνονται όλα αυτά που διαδραματίζονται στις σελίδες του μυθιστορήματος. Μοναξιά και απελπισία που τις διαδέχονται η χαρά και η ανυπομονησία, ο αυθορμητισμός και το αβάσταχτο κενό όταν ο Ζέριν ζει μακριά από την οικογένεια.

Για μένα όμως το βιβλίο τελειώνει περίπου στη σελίδα 190, μιας και η κατακλείδα του μυθιστορήματος είναι ακριβώς ό,τι λέει και ο τίτλος του! Πρόκειται για ένα εύρημα που δεν μπόρεσα να δεχτώ, έφτασα μάλιστα στο σημείο να αρνηθώ να γράψω κριτική! Αν το δούμε εντελώς ψυχρά και αποστασιοποιημένα, πρόκειται για ένα ρηξικέλευθο φινάλε και για μια απρόβλεπτη εξέλιξη, η πράξη όμως αυτή καθαυτή είναι ευρέως μη αποδεκτή, πόσο μάλλον όταν δεν έχει καμία συνέπεια και δεν προκαλεί κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά των χαρακτήρων. Δε θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, γιατί ακόμη με ανατριχιάζει η γλαφυρή περιγραφή και της αντίληψης και της πράξης!

Το νέο μυθιστόρημα του κυρίου Δημήτρη Σωτάκη είναι αρκετά καλογραμμένο, έχει ρυθμό και ζωή, είναι ρεαλιστικό και καταγράφει τις πραγματικές δυσκολίες της ενσωμάτωσης μιας ξένης οικογένειας σε έναν τόπο, το τέλος όμως με έφερε αντιμέτωπο με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις και ανοχές, οπότε δεν το τελείωσα με την ίδια αγάπη που είχα όταν το ξεκίνησα ούτε κατάφερα να αγκαλιάσω με θέρμη τα υπαρξιακά αδιέξοδα του Ζέριν εξαιτίας των οποίων ξεκίνησε αυτήν την περιπέτεια.

Πάνος Τουρλής