Το μοτίβο του δολοφόνου

του Γρηγόρη Αζαριάδη

Η αστυνόμος Τρύπη του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ιδιοκτησίας αναλαμβάνει την υπόθεση ενός κατά συρροήν δολοφόνου που βαδίζει στα χνάρια ενός αντίστοιχου εγκληματία στη βόρεια Ευρώπη. Σελίδα τη σελίδα πλησιάζει όλο και περισσότερο στη σύλληψη του ενόχου ενώ ταυτόχρονα έχει να αντιμετωπίσει την προεφηβική συμπεριφορά της κόρης της και την ψυχολογική πίεση για κλείσιμο της υπόθεσης από ανωτέρους της. Πώς θα καταφέρει η αστυνόμος Τρύπη, που πρωταγωνιστεί στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο του κυρίου Γρηγόρη Αζαριάδη να τα εξισορροπήσει όλα; Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που θα τη φέρει στην τελική ευθεία; Θα ανακαλύψει τον serial killer;

«Το μοτίβο του δολοφόνου» είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αρκετά διαφορετικό από όσα έχω διαβάσει μέχρι στιγμής. Από την αρχή σχεδόν κατάλαβα πόσο προσωπικό και χαρακτηριστικό είναι το στυλ αφήγησης της ιστορίας, που κάλλιστα θα μπορούσα να πω, αν διάβαζα ένα άλλο βιβλίο χωρίς όνομα συγγραφέα, πως το έγραψε ο κύριος Αζαριάδης. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό, αντίθετα η διαφορετικότητα αυτή φέρνει νέο αέρα στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Πρόκειται για ένα κείμενο γεμάτο αντιθέσεις: αποστασιοποιημένο από τα γεγονότα αλλά με συναρπαστική γραφή, ουδέτερο και άχρωμο απέναντι στις εξελίξεις της υπόθεσης της Τρύπη αλλά άμεσο και ρεαλιστικό στα αποσπάσματα του ημερολογίου, περιέχει εντελώς πρωτότυπες και ξεχωριστές παρομοιώσεις και φράσεις που όμως κάποιες αγγίζουν την υπερβολή, με περιγραφές των δρόμων και των περιοχών της Αθήνας που σε παρασέρνουν και σε κάνουν να νιώσεις πως είσαι εκεί αλλά με υπερβολική λεπτομέρεια ενώ το μυθιστόρημα εν συνόλω δε διεισδύει τόσο πολύ σε άλλες περιπτώσεις, με πάμπολλα ονόματα χαρακτήρων και ηρώων που μπλέκουν στην υπόθεση είτε ως μάρτυρες είτε ως θύματα ή συγγενείς και, παρ’ όλο που το πέρασμά τους είναι σύντομο, το παρελθόν και τα χαρακτηριστικά τους καταγράφονται εκτενέστατα! Όλο αυτό το σύνολο, αν το είχε γράψει κάποιος άλλος, θα μπορούσε να είναι ένα άνευρο, δειλό κείμενο που θα αποπροσανατόλιζε τον αναγνώστη και ίσως τον μπέρδευε, ο κύριος Αζαριάδης όμως ξέρει πολύ καλά και το αντικείμενό του και την ιστορία του! Ας τα δούμε λοιπόν ένα προς ένα.

Η αστυνόμος Τρύπη έχει ένα πολύ καλά στελεχωμένο τμήμα και άξιους συνεργάτες, από τους οποίους ο καθένας εργάζεται στην κατάλληλη θέση. Δεν είναι όμως πιόνια της αρχηγού τους ούτε τη μισούν ή αντιδρούν αρνητικά απέναντί της. Η Τρύπη ξέρει να τους ανταμείβει, να χειρίζεται σωστά τις εντάσεις και να κατανοεί τα ανθρώπινα λάθη στα οποία ίσως υποπίπτουν. Μπρίνης, Ντονάς, Φούκουρας και Μόραλης, ο αστυνομικός διευθυντής Σταυρίδης, ο ιατροδικαστής Κουρούτσος και άλλοι είναι συνεργάτες και αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα με τις υποθέσεις που τους ανατίθενται. Κανείς δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις ή μεγαλομανία ούτε εποφθαλμιά κάποια άλλη θέση. Χωρίς να μαθαίνουμε αναλυτικά το παρελθόν των χαρακτήρων, τους βλέπουμε να εργάζονται με τον τρόπο του ο καθένας και να ολοκληρώνουν ό,τι τους ανατίθεται. Με εξαίρεση τον Μόραλη, του οποίου ο πατέρας είχε ασχοληθεί με παλαιότερη υπόθεση παρεμφερή με αυτήν του δολοφόνου που κυνηγάνε τώρα κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να δούμε τη μεταξύ τους σχέση, και την Τρύπη, που περιγράφεται η καθημερινότητά της με μια κόρη στην αρχή της εφηβείας και έναν πατέρα να περνάει μαζί της τον ελεύθερο χρόνο, οι άλλοι είναι άνθρωποι-ρόλοι: μπαίνουν, καταγράφουν, ανακρίνουν, σκέφτονται, δουλεύουν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές. Αυτό εννοούσα με τη λέξη «αποστασιοποιημένο». Από την άλλη είναι τόσο όμορφο να διαβάζω βιβλία με ομαδική δουλειά και όχι με τον κεντρικό ήρωα-ντετέκτιβ να τα κάνει όλα μόνος του!

Η υπόθεση ξετυλίγεται με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης νιώθει πως βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας, στους τόπους των εγκλημάτων, στο νεκροτομείο ενώ περνάνε από μπροστά του οι άνθρωποι που διερευνούν την υπόθεση. Μαζί με την Τρύπη και τους υπαξιωματικούς σηκώνουμε τα τηλέφωνα, κάνουμε τις έρευνες, ζούμε την ένταση και την απελπισία του αδιέξοδου. Τα κομμάτια του παζλ που θα μας φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στον δολοφόνο εμφανίζονται λες σε πραγματικό χρόνο και είναι απότοκα λογικών συμπερασμάτων και αληθοφανών ενεργειών. Μια ανακεφαλαίωση της έρευνας, μια λέξη-κλειδί σε ανάκριση, ένα τηλεφώνημα και ο κλοιός στενεύει. Δεν υπάρχουν σκηνές πιο προσωπικές παρά ελάχιστες (όταν κοιμούνται και κάτι θα σκεφτούν στο διαμέρισμά τους ή στο αμάξι, όταν κάνουν έρωτα και εκφράζουν τη λαχτάρα τους για συντροφιά, όταν ενσκήπτουν πάνω από το πρόβλημα με τη βοήθεια «τρίτης ματιάς» κλπ.). Αν δεν ήταν η συναρπαστική και μεστή γραφή θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω non-fiction!

Αυτό ακριβώς είναι το ένα από τα πολλά σημεία που με κέρδισε αμέσως αλλά δεν μπορώ να το κατονομάσω ή να το περιγράψω σαφέστερα. Παρ’ όλο που στις σκηνές του φόνου και στο ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύεται υπάρχει σχετική δράση και ένταση, οι διάλογοι δεν ξεχειλώνουν και η καταγραφή της ιστορίας είναι σχεδόν δωρική: πλήρης αναφορά για την ώρα, τηλεφωνήματα, αντεγκλήσεις, διώξεις, πράγματα που κάλλιστα θα μπορούσαν να παρατίθενται σε μια υπηρεσιακή αναφορά. Κι όμως, χωρίς να μπορώ να εντοπίσω το γιατί, οι λέξεις που απέδιδαν αυτήν την ατμόσφαιρα δε με άφηναν να πάρω ανάσα και να προσπεράσω παραγράφους ή σελίδες, ακόμη και στα σημεία που το μοτίβο του δολοφόνου επαναλαμβανόταν ως τεχνικός όρος ή όταν μπήκαμε στη φάση του profiling του εγκληματία, οπότε παρεισέφρησαν απόλυτα τεκμηριωμένοι αλλά στρυφνοί επαγγελματικοί όροι (αυτή η ψυχιατροϊατροδικαστική σε άλλο κείμενο θα είχε φάει κοροϊδία και θα συμπαρέσυρε τη σοβαρότητα της αναγνωστικής μου ματιάς). Επαναλήψεις όρων, πλήρης καταγραφή των ίδιων διαδικασιών (φόνος-πτώμα-ανατομία-ανάλυση του τρόπου θανάτου) ξανά και ξανά κι εγώ να μην μπορώ να προσπεράσω ούτε ένα «και».

Κι όμως αυτό το στυλ γραφής αλλάζει άρδην στα αποσπάσματα του ημερολογίου που παρατίθενται, δείχνοντάς μου πως ο συγγραφέας είναι σε θέση να γράψει ένα πιο «προσωπικό» κείμενο και να αποδώσει συναρπαστικά την ψυχολογία ενός χαρακτήρα, το ιστορικό του και το παρελθόν του. Τα κείμενα που διαβάζει ο δολοφόνος πριν βγει να σκοτώσει έχουν ένταση, αμεσότητα, ειλικρίνεια και διεισδύουν βαθιά στη νοοτροπία του γράφοντος. Οι σκηνές αποδίδονται με ακόμη μεγαλύτερο ρεαλισμό, μου γέννησαν ανάμικτα αισθήματα φόβου και οίκτου και μου εξισορρόπησαν το ντοκιμαντερίστικα λογοτεχνίζον θα έλεγα κείμενο της κυρίως υπόθεσης.

Το μοτίβο του δολοφόνου, ο τρόπος που συνδέθηκαν τα εγκλήματα του παρόντος με τα παρόμοια του παρελθόντος, τα κίνητρα, ο γεωγραφικός περιορισμός και η σταδιακή αποκάλυψη των στοιχείων που θα μπορέσουν να οδηγήσουν στη σύλληψη είναι χαρακτηριστικά απόλυτα λογικοφανή και καθόλου παρατραβηγμένα ή ξεχειλωμένα. Σελίδα τη σελίδα σκιαγραφούνταν μπροστά στα μάτια μου ο ένοχος, ο οποίος τελικά προδόθηκε από κάτι που μόνο ένα εξασκημένο και παρατηρητικό μάτι μπορεί να το συλλάβει (ναι, κατάφερα επιτέλους, χάρη στις λεπτομέρειες που παρατίθενται, να καταλάβω κι εγώ τον εγκληματία!) κι αυτό χάρη σε μια σειρά παραδειγμάτων που εντάσσονται στον κορμό της αφήγησης χωρίς να βροντοφωνάζουν πως είναι εκεί για να αποκαλύψουν την αλήθεια! Ευτυχώς αυτή η μεγάλη αποκάλυψη γίνεται προς το τέλος κι έτσι η αγωνία κορυφώνεται ακόμη περισσότερο. Επιπλέον, ο κύριος Αζαριάδης ουσιαστικά φωτογραφίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον κατονομάζει κι όταν η ιστορία μπαίνει στην τελική ευθεία για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του το όνομά του δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο στην τελευταία κυριολεκτικά σελίδα! Άλλη μια μεγάλη καινοτομία στην εξιστόρηση μιας αστυνομικής ιστορίας! Βέβαια, το μυθιστόρημα τελειώνει απότομα, κοφτά, με τρόπο που λες και αποδεικνύει πως σκοπός του βιβλίου είναι να περιγράψει με αληθοφάνεια και τεκμηριωμένα τον τρόπο που επιλύεται μια υπόθεση και πώς ολοκληρώνεται ή παραμένει σε εκκρεμότητα, όχι πώς σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες ενός έργου ή τι συνέπειες έχει στη ζωή και στην ψυχολογία τους όλη αυτή η περιπέτεια και η ολοκλήρωσή της ή μη. Έφτασα στην τελευταία παράγραφο, όπου υπάρχει μια σοκαριστική σκηνή, και γυρίζω κάθιδρως τη σελίδα, μόνο και μόνο για να αντικρίσω τον… κολοφώνα του βιβλίου! Η ιστορία ολοκληρώνεται, είμαι σίγουρος πως δε συνεχίζεται σε επόμενο βιβλίο, όμως έκανα καιρό να συνέλθω από αυτό το ηχηρό χαστούκι.

Και μέσα σε όλα αυτά κάπου εμφανίζονται οι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα για τη σημερινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, χωρίς ακρότητες και δασκαλισμούς, απλώς ως φυσική συνέχεια της ζοφερότητας που περιγράφεται στις σκηνές των εγκλημάτων ή του ανθρωποκυνηγητού ή με αφορμή τις περιγραφές κάποιων δευτεραγωνιστών της ιστορίας. Λεπτομερής καταγραφή των σκηνικών δράσης και περιπέτειας, μηχανική σχεδόν και πλήρης αναφορά στις ώρες των δρώμενων και των δράσεων και κάποιες παρομοιώσεις που με ξαφνιάζουν: «Τα βλέμματα του Σταυρίδη και του Βεργίνη θύμισαν μπαλιές που άλλαζαν ο Τζόκοβιτς και ο Ναδάλ στον τελικό του Γουίμπλεντον» (σελ. 158) (ποιοι είναι αυτοί; ), «Ακόμα κι ένα κομμάτι αληθινού πάγου θα ωχριούσε μπροστά στο βλέμμα της» ή «Τα μάτια της πετούσαν αιματοβαμμένα στιλέτα που καρφώνονταν στα πλευρά της Τρύπη. Ασυναίσθητα, μετακινήθηκε λίγο πιο δεξιά, σε μια προσπάθεια να τα αποφύγει» (σελ. 213) και το αγαπημένο μου «-Να τον απλώσουμε τώρα στον ήλιο να ξεραθεί;… Τόση ώρα τον χτύπαγες σαν χταπόδι τον έρημο»! (σελ. 244).

«Το μοτίβο του δολοφόνου» είναι ένα διαφορετικό αστυνομικό μυθιστόρημα, γεμάτο ένταση, ανατροπές, κοφτούς διαλόγους, ρεαλιστικές σκηνές και ταυτόχρονα είναι λιτό και στεγνό περιγραφικά ενώ κάποια λογοτεχνικά γνωρίσματα που το διανθίζουν έρχονται την κατάλληλη στιγμή για να ξεκουράσουν τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά το αντικείμενό του, δεν καταφέρνει όμως να το μεταδώσει με αγάπη ενώ ταυτόχρονα το ύφος του και η επιλογή των σκηνών, των διαλόγων και του λεξιλογίου δίνουν τέτοια ένταση και αληθοφάνεια που παραβλέπεται το ας το πούμε ατόπημα. Πρόκειται για ένα βιβλίο-σκωτσέζικο ντους, μιας και ο κύριος Αζαριάδης ούτε μονοδιάστατα εξελίσσει την υπόθεση ούτε την αγκαλιάζει όσο θα έπρεπε ενώ ταυτόχρονα αυτή η δισυπόστατη θα έλεγα γραφή δίνει τόση ζωντάνια και ενάργεια στην αφήγηση που δεν ήξερα αν έπρεπε να επικεντρωθώ στην υπόθεση ή να απολαύσω το στυλ αγνοώντας τις εξελίξεις! Προκλητικό, διαφορετικό, παίζει με το μυαλό του αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος και οποιαδήποτε δείγματα εγωισμού ή υπερφίαλου χαρακτήρα του συγγραφέα που ίσως εμφανίζονται κατά καιρούς είναι αμελητέα και συγχωρούνται εύκολα γιατί η ιστορία είναι μελετημένη και έχει ένταση και νεύρο!

Πάνος Τουρλής