Τυφλά ψάρια

του Δημήτρη Σίμου

Το πτώμα της Αλίκης Κακαούτη εντοπίζεται στην παραλία Παπαθανασίου έξω από τη Χαλκίδα και αυτό είναι η αρχή για έναν από τους πιο δύσκολους γρίφους που έχει να αντιμετωπίσει ο αστυνόμος Χρήστος Καπετάνος της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας. Η νεκρή ήταν και χρήστης μιας συγκεκριμένης ναρκωτικής ουσίας, στα ίχνη διακίνησης της οποίας είναι ο αστυνόμος Χαράλαμπος Τσόρος από την Αστυνομική Διεύθυνση Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος προσκολλάται στη διερεύνηση της υπόθεσης, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Καπετάνου, μιας και το συναδελφικό τους παρελθόν δεν έχει και τα καλύτερα χρώματα. Έτσι η υπόθεση αρχίζει να πηγαίνει από τη μια διαδρομή στην άλλη, να γεμίζει υπόπτους, πτώματα, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, τοκογλυφία και τα τυφλά ψάρια να περιμένουν τον διώκτη τους να στρέψει αλλού την προσοχή του για να ξεφύγουν… ή να κάνουν το μοιραίο λάθος!

Τελείωσα την ανάγνωση του μυθιστορήματος έχοντας την αίσθηση πως ήταν δύσκολο. Όχι δυσνόητο ή περίπλοκο, απλώς πολυεπίπεδο και με εκείνα τα ελάχιστα ψήγματα αλήθειας που εμφανίζονται ακάλεστα και πρέπει ο αναγνώστης να είναι σε ετοιμότητα για να τα πιάσει. Η υπόθεση δεν είναι απλή και ο συγγραφέας δεν έχει σκοπό να χαρίσει κάτι εύπεπτο ή στρωτό. Καταφέρνει να παρουσιάσει μια ιστορία γεμάτη από πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες που οι περισσότεροι έχουν διπλό ρόλο ή παραπάνω από μία κοινές γνωριμίες και ταυτόχρονα να ελιχθεί ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα με μαεστρία και αυστηρή χειραγώγηση του υλικού του.

Η υπόθεση ξεκινάει από έναν φόνο, συνεχίζει με μια έρευνα περί ναρκωτικών, ο Καπετάνος προσπαθεί να μαζέψει όλες τις πληροφορίες και να ακολουθήσει τα σωστά ίχνη, συνεχίζουμε με δεύτερη δολοφονία, κάποιοι αρχίζουν να βγαίνουν στο φως, κάποια κομμάτια ενώνονται, κάποιες γωνίες παραμένουν κρυμμένες βαθιά μες στο μυαλό του γράφοντος κι εγώ ανυποψίαστος ένιωθα λες και ήμουν σε ένα τρενάκι του τρόμου, μόνο που είχα τη δυνατότητα να αλλάζω βαγόνια και θέσεις όσο η ταχύτητα αυξανόταν!

Η περίληψη στο οπισθόφυλλο νομίζω πως όχι μόνο δε βοηθάει αλλά ίσως μπερδέψει κάποιον που έχει διαβάσει το μυθιστόρημα, μιας και οι γενικόλογες προτάσεις δεν έχουν καμία σχέση με τον ζωηρό, πάλλοντα ρυθμό και τις άκρως ρεαλιστικές καταστάσεις που περιγράφονται στο βιβλίο. Επομένως, συνιστώ ανεπιφύλακτα να εμπιστευτεί κάποιος τις δυνατότητες του κυρίου Σίμου και να βυθιστεί αμέσως στα σκοτεινά νερά της νέας περιπέτειας του αστυνόμου που μας γνώρισε τη Χαλκίδα και το νησί της Εύβοιας. Η δράση εδώ εκτυλίσσεται από τη Χαλκίδα και την Κάρυστο ως τα Δρακόσπιτα και το Αλιβέρι, με την απαραίτητη μουντάδα του χειμωνιάτικου καιρού που δίνει την αφορμή να δοθεί μια ατμόσφαιρα καθαρά κινηματογραφική και υποβλητική.

Η υπόθεση του βιβλίου ξετυλίγεται με τρεις τρόπους αφήγησης: την πρωτοπρόσωπη του Καπετάνου, την τριτοπρόσωπη κάποιων χαρακτήρων και την ημερολογιακή παράθεση των σκέψεων και των συναισθημάτων της νεκρής Αλίκης Κακαούτη. Ο αστυνόμος συνεργάζεται με τα ίδια πρόσωπα όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημα ενώ η υπόθεση είναι η πρώτη με την οποία δουλεύει υπό τις εντολές του νέου του διευθυντή, Λεωνίδα Μητσάκη ή «Ατσαλάκωτου». Υπάρχουν σαφείς αναφορές στην προηγούμενη υπόθεση, χωρίς ευτυχώς να αποκαλύπτουν πολλά από τις εξελίξεις, ενώ τώρα μαθαίνουμε για την ομοφυλόφιλη αδελφή του αστυνόμου που ζει στην Αθήνα, μακριά από τη στενομυαλιά της επαρχίας και λίγα ακόμη πράγματα για τους γονείς τους. Ταυτόχρονα, μου άρεσε που γίνεται μια προσπάθεια για να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του ενώ η κόρη του αρχίζει να προοδεύει στο σχολείο, νιώθοντας μεγαλύτερη σιγουριά στο οικογενειακό περιβάλλον.

Προσπάθησα πολλές φορές ως τώρα να γράψω κάτι από την ιστορία αυτή καθαυτή και να σχολιάσω περιστατικά και στιγμιότυπα που μου έκαναν εντύπωση όμως σύντομα παραιτήθηκα, όχι λόγω της δυσχέρειας του κειμένου αλλά γιατί η παραμικρή υπόνοια θα χαλάσει την έκπληξη και την αγωνία μιας καλά και ορθά δομημένης ιστορίας, πολυπρισματικής, ανατρεπτικής και άκρως ατμοσφαιρικής. Τα προσωπικά συναισθήματα του Καπετάνου μπλέκουν με τις εξελίξεις στην υπόθεση δολοφονίας, κάποιος βάζει στο μάτι την οικογένειά του, προκαλώντας τον θυμό του,  άνθρωποι που δείχνουν άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα παίζουν πολύ καλά τον ρόλο τους, δυσχεραίνοντας έτσι τον αστυνόμο να συνδέσει σωστά τα κομμάτια και να ξεκαθαρίσει με πόσες υποθέσεις έχει μπλέξει τελικά και μια συναρπαστική βεντάλια γεγονότων ανεβάζουν πολύ τον πήχη της συγγραφικής δεξιότητας.

Πάμε και στις ενστάσεις τώρα. 1) Έχω την αίσθηση πως το πρώτο 70 % της ιστορίας ήταν σχετικά στατικό, με τους καλούς και τους κακούς να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον σε έναν αέναο κύκλο χωρίς εμφανείς ενώσεις και ξαφνικά η δράση απογειώνεται, με νέο τόπο αναφοράς, νέες αποκαλύψεις και νέα πρόσωπα, που κουμπώνουν μεν αρμονικά στο σύνολο όμως φάνηκε σα να ήρθαν βιαστικά για να ολοκληρώσουν κατάλληλα τις άκρες που τόσο εναγωνίως έψαχνα κι εγώ μαζί με τον Καπετάνο. Επίσης δε μου αρέσουν οι συμπτώσεις, ειδικά αν προεξοφλούν τη λύση της υπόθεσης. 2) Δεν μπόρεσα με τίποτα να δεχτώ ότι ένας επιστήμονας κατέφυγε στη Χαλκίδα για να απολαύσει την ομοφυλόφιλη ζωή του αλλά για να την κρύψει προτίμησε να τον χαρακτηρίσουν κατά συρροήν «πέφτουλα» γυναικών και να του πάρουν και την άδεια. Ζούμε στον 21ο αιώνα, η Χαλκίδα είναι επαρχιακή πόλη αλλά δεν είναι χωριό κι αυτές οι λύσεις μάλλον είναι ανεδαφικές ακόμη και στον ελλαδικό χώρο. 3) Έχει κάνα δυο κοινούς θεματικούς άξονες με το προηγούμενο βιβλίο του, επομένως στο τρίτο βιβλίο θέλω κάτι εντελώς διαφορετικό και ριζοσπαστικό!

Τα «Τυφλά ψάρια» είναι ένα άψογα ενορχηστρωμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, που γεμίζει τον αναγνώστη με εκπλήξεις και εναλλασσόμενα και αντιφατικά συναισθήματα, προκαλεί το μυαλό να στροφάρει όλη την ώρα, περιγράφει με ρεαλισμό και ατμοσφαιρικότητα μια υπόθεση που από αλλού ξεκινάει και αλλού καταλήγει και αποτελεί ένα αρραγές σύνολο χαρακτήρων, στιγμιότυπων, επιπλοκών και συναισθημάτων που δύσκολα θα βρει ανικανοποίητους αναγνώστες. Το γεγονός μάλιστα πως δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού (μην παίρνετε ναρκωτικά, κάνουν κακό ή δεν πρέπει να σκοτώνεις όποιον μισείς γιατί θα βρεθείς στη φυλακή) αλλά στεγνός, στυγνός και ωμός ρεαλισμός προσδίδει μια γεύση της πραγματικής ζωής που μας περιβάλλει, γραμμένη τεχνηέντως και αρρωστημένα εθιστικά.

Πάνος Τουρλής