Οι Μαγεμένες

της Μαίρης Κόντζογλου

Οι «Μαγεμένες» ή «Las Incantadas» είναι ένα μνημείο που χρονολογείται στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα μ. Χ. και βρισκόταν στην εβραϊκή συνοικία Ρόγκος της Θεσσαλονίκης. Αποτελούνταν από μια διώροφη κιονοστοιχία με κορινθιακούς κίονες και πεσσούς και είχε ύψος 13 μέτρα. Οι πεσσοί ήταν διακοσμημένοι με οκτώ ανάγλυφες μυθολογικές μορφές: Μαινάδα, Διόνυσος, Αριάδνη, Ληδα, Νίκη, Αύρα, Διόσκουρος και Γανυμήδης. Η λεηλασία τους έγινε το 1864 μετά από αίτημα του Ναπολέοντα Γ΄ προς τον Σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ, καθ’ υπόδειξιν του Εμμανουέλ Μυλλέρ που είχε εντοπίσει το μνημείο κατά την παραμονή του στη Μακεδονία. Ο Σουλτάνος έδωσε την άδεια προκειμένου να συσφίξει τις σχέσεις της Αυτοκρατορίας του που κατέρρεε με την ισχύ του Ναπολέοντα. Ο Μυλλέρ, που δεν ήταν αρχαιολόγος, στο όνομα της δόξας που θα αποκτούσε, κατέστρεψε το μνημείο στην προσπάθειά του να αφαιρέσει τις μορφές, οι οποίες μεταφέρθηκαν στο Παρίσι και έκτοτε εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου. Κατ’ εμέ, το πιο συγκλονιστικό είναι που κάτω από το μνημείο των Μαγεμένων είχε χτιστεί ένα σπίτι που κατέληξε στα χέρια ενός Εβραίου εμπόρου ενώ γύρω γύρω η γειτονιά είχε γεμίσει ασφυκτικά από κατοικίες, με αποτέλεσμα τα απομεινάρια του μνημείου να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολεοδομίας, όπως φαίνεται στο χαρακτικό του 1753 και περιέχεται στο βιβλίο.

Αυτήν την ιστορία διάλεξε η κυρία Μαίρη Κόντζογλου να αφηγηθεί στο νέο της βιβλίο, μια ιστορία γεμάτη πατριωτισμό, συναίσθημα, λυρισμό, ένταση, ανατροπές και τεκμηριωμένα πραγματολογικά και ιστορικά στοιχεία. Με άξονα τον έρωτα της κόρης του εμπόρου με έναν χριστιανό και την επανάσταση που θέλει να κάνει ένας καλλιτέχνης νέος ενάντια στη στρωμένη καριέρα του εμπορίου που του επιβάλλει ο πατέρας του, ξεδιπλώνεται η ιστορία της Θεσσαλονίκης των μέσων του 19ου αιώνα, λίγο πριν κατεδαφιστούν τα βυζαντινά τείχη  και καλά «για να αναπνεύσει η πόλη».

Η Χάννα (Αννίκα χαϊδευτικά) είναι ερωτευμένη με τον Νικόλα, τον παραγιό του πατέρα της, προσπαθούν να αγνοήσουν τα θρησκευτικά και κοινωνικά εμπόδια που τους χωρίζουν, η Αννίκα ζει με την οικογένειά της και δέχεται στωικά τις προσβολές της κακότροπης αδερφής της που ετοιμάζεται επιτέλους να παντρευτεί. Ο Νικόλας είναι μέλος μιας επαναστατικής ομάδας που ετοιμάζει το έδαφος για την απελευθέρωση της βόρειας Ελλάδας από τους Τούρκους, μιας ομάδας που τώρα τον στέλνει στη Θάσο να παρακολουθήσει τον Εμμανουέλ Μυλλέρ και τις κινήσεις του. Παράλληλα, ο Αλέξανδρος, παραχαϊδεμένο παιδί της μητέρας του, ζει μια άνετη και μποέμ ζωή στο Παρίσι, όπου πραγματοποιεί όλα τα καλλιτεχνικά και φιλελεύθερα σχέδιά του, ώσπου μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του ο πατέρας του τον εκβιάζει να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη και να ασχοληθεί επιτέλους με το εμπόριο, σε μια δουλειά στρωμένη και με πάμπολλες απολαβές. Ο Αλέξανδρος αναγκάζεται να ζήσει σε μια πόλη που σιχαίνεται, με ανθρώπους που μισεί, με μόνο διέξοδο τον έρωτά του για τη Βελγίδα Απολίν, η οποία όμως τελικά διαλέγει τον πατέρα του κι αυτό το βάρος ρίχνει τον Αλέξανδρο στην τρέλα. Ένα περιστατικό όμως, μια αναπάντεχη ανατροπή, θα ενώσει τον Αλέξανδρο με τον Νικόλα, οι ζωές τους θα ενωθούν κι έτσι θα ξεκινήσει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με όλα τα θετικά χαρακτηριστικά που συναντάει κανείς στη γραφή της κυρίας Κόντζογλου.

Οι χαρακτήρες είναι άριστα επεξεργασμένοι και κουμπώνουν με απόλυτη αληθοφάνεια ο ένας με τον άλλον. Ο καμβάς της ιστορίας έχει υφανθεί με μεγάλη προσοχή και τα κεντήματα αφήνουν το στίγμα τους στις σελίδες, σχηματίζοντας έναν καλά μελετημένο πίνακα εποχής. Η Θεσσαλονίκη του 1864 είναι μια πόλη γεμάτη ιστορία και μνημεία, που παρά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, εξακολουθούν να υφίστανται και να υπάρχουν είτε σώα πάνω από τη γη είτε κρυμμένα κάτω από αυτήν. Ένιωσα την αγωνία και τον κίνδυνο που ζούσαν τα μέλη των επαναστατικών ομάδων που ήθελαν να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό, πώς βρίσκονταν, τι έλεγαν, πώς κινούνταν, ποιοι τους οδηγούσαν. Κατάλαβα πόσο τους ενδιέφερε η πολιτιστική, συναισθηματική και ιστορική αξία του μνημείου αλλά σεβάστηκα και το δίλημμά τους πως αν εμπόδιζαν απροκάλυπτα τη λεηλασία, θα προδιδόταν η επανάσταση που προετοιμάζανε τόσα χρόνια.

Υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες με τους οποίους συνέπασχα, αγάπησα όμως λίγο παραπάνω τον γάτο του Νικόλα, τον Λευτέρη, που περιγράφηκε με τα καλύτερα χρώματα, τον ένιωθα ολοζώντανο, να αντιδρά, να καταλαβαίνει, να σέβεται, να προαισθάνεται, να χουρχουρίζει. Συμπαραστάθηκα και στον Αλέξανδρο, ίσως την πιο εξελιγμένη προσωπικότητα του βιβλίου, μιας και η κάθοδός του στην τρέλα αποδόθηκε σχεδόν ανάγλυφα κι εκεί που φοβήθηκα πως η ιστορία του θα είναι παρατραβηγμένη και αναληθοφανής, έρχεται ο Νικόλας στη ζωή του με απρόσμενο τρόπο και ο καλλιτέχνης, ο αιθεροβάμων και ρομαντικός πρωταγωνιστής, πιάνεται από κάτι ανέλπιστο για να αρχίσει να ανεβαίνει σταδιακά προς την πραγματική ζωή.

Μου άρεσε και ο πατέρας της Αννίκας, ο Νταβίντ, που εν αντιθέσει με την καθεστηκυία τάξη της εποχής και της θέσης του, έδωσε μεγάλη σημασία στην κόρη του, τη μόρφωσε και δε δίστασε να την τοποθετήσει ακόμη και μες στο μαγαζί του, προκαλώντας σούσουρα και αναστάτωση (γυναίκα εκείνη την εποχή, που αντί να πλέκει και να μαγειρεύει, μπαινοβγαίνει σαν αφεντικό σε εμπορικό κατάστημα; Όνειδος!).

Εδώ ακριβώς θα σταθώ λίγο παραπάνω: ανάμεσα από τις γραμμές, εκτός από τις διαχρονικές αλήθειες περί ιστορικότητας, σημαντικής αρχαιολογικής και συναισθηματικής αξίας που έχουν τα αγάλματα, αυτός ο πολιτιστικός μας πλούτος, που ποτέ και υπό καμία συνθήκη δεν πρέπει να αφαιρούνται και να απομακρύνονται από τον τόπο που τα έφερε στο φως, όσο κι αν κόπτονται ορισμένοι πως γίνεται για το καλό τους («Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε», Στρατηγός Μακρυγιάννης), εκτός λοιπόν από αυτόν τον κεντρικό θεματικό και ιδεολογικό άξονα, υπάρχει και κάτι άλλο, ένα δίπολο: οι σχέσεις παιδιών με τον πατέρα τους.

Από τη μια έχουμε τον ευρηματικό, ανοιχτόμυαλο, αγχίνου πατέρα, που διαβλέπει τα προτερήματα της κόρης του και την προωθεί ο ίδιος να γνωρίσει το μαγαζί, το εμπόριο και τα μυστικά του, που την αγαπάει και τη λατρεύει, που νιώθει την αγάπη της για τη γνώση και τη διδάσκει όπως, όσο και όποτε μπορεί. Δεν τον εμποδίζει η κοινωνική προκατάληψη, άλλωστε και ο ίδιος το τονίζει πως η Αννίκα είναι καλύτερη και από δέκα γιους ως προς την αντίληψη, την ωριμότητα και την ευστροφία.

Από την άλλη, έχουμε τον πατέρα του Κωνσταντίνου, έναν άντρα που ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς γιατί μισούσε τόσο τον γιο του και αγνόησε τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του: ζήλευε το δέσιμό του με τη μάνα του, μια γυναίκα που απ’ ό,τι φαίνεται δεν είχαν και ποτέ κάτι κοινό πάρεξ του γιου, μιας και το εμπόριο και η απέραντη Αυτοκρατορία, με τις χιλιάδες ευκαιρίες της για πλουτισμό, τον είχαν απομακρύνει οριστικά από την οικογένειά του; Μισούσε την ίδια του την αποτυχία που δεν κατάφερε να γίνει σωστός οικογενειάρχης και να μεγαλώσει ένα παιδί με αξίες, να του εμφυσήσει τις δικές του αντιλήψεις και να το βοηθήσει να αγαπήσει με τον σωστό τρόπο όσα αποτελούν πηγή βιοπορισμού του πατέρα του; Πάντως, αυτός ο άντρας, ένας αδίστακτος αριβίστας, που είναι από τους πρώτους που θα βοηθήσουν στη λεηλασία των μαρμάρων, ναυλώνοντας τα πλοία που θα τα μεταφέρουν στη Γαλλία, είναι εντελώς τυφλωμένος σαν πατέρας, πείσμων, θέλει ντε και καλά να περάσει το δικό του και ο γιος του να γίνει ένα ομοίωμά του. Αυτές λοιπόν οι διαφορετικές κοσμοθεωρίες συγκρούονται εξίσου αρμονικά όταν φτάνουμε στο προκείμενο: την αφαίρεση των πεσσών. Εκεί αποκαλύπτονται οι πραγματικοί χαρακτήρες και πέφτουν οριστικά οι μάσκες.

Έτσι λοιπόν, οι «Μαγεμένες» είναι ένα πολυεπίπεδο, διερευνητικό, ανατριχιαστικά συγκινητικό μυθιστόρημα που φωτίζει όλες τις πτυχές της ιστορίας γύρω από τα υπέροχα αυτά αγάλματα, στάζοντας κάπου κάπου και τις απαραίτητες σταγόνες μεταφυσικού, που προσδίδουν απλώς μεγαλύτερη ανατριχίλα στον αναγνώστη. Όταν φτάσαμε στο κρίσιμο σημείο, κατάλαβα πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα για την αρπαγή από τον «Γάλλο Έλγιν». Η Ελλάδα υπό οθωμανικό ζυγό, από ανθρώπους που αδιαφορούν για την ιστορία των υποτελών τους και κοιτούν μόνο τα συμφέροντά τους, με ραγιάδες που δεν τολμούν να τα βάλουν με τους επικεφαλής ακριβώς λόγω αυτής της υποτέλειάς τους κι ακόμη, η επαναστατική ομάδα προτιμάει να δώσει έναν ένοπλο αγώνα ώστε να απελευθερωθεί η περιοχή, η χώρα, παρά να το ρισκάρουν για κάποια αντικείμενα, όσο πολύτιμα κι αν είναι.

Καλογραμμένο, πλούσιο σε καλολογικά στοιχεία, γεμάτο από υπέροχες, περιγραφικές, δυνατές λέξεις, έντονο συναισθηματικά και συγκινησιακά, πολυδιάστατο, άκρως ανθρώπινο και ρεαλιστικό, ιστορικά τεκμηριωμένο, γεμάτο τρισδιάστατους χαρακτήρες, το νέο μυθιστόρημα της κυρίας Κόντζογλου με ταξίδεψε σε μια πόλη και σε μια κοινωνία που δεν υπάρχουν πια, με σύστησε σε χαρακτήρες που πάλλονταν και μιλούσαν με αληθοφάνεια και με βοήθησε να αγαπήσω έτι περαιτέρω το παρελθόν της πατρίδας μου.

Πάνος Τουρλής