Μαγδαληνές χωρίς υπέρμαχο

της Δάφνης Καλογεροπούλου



Μαγδαληνές χωρίς υπέρμαχο, σκιές στους τοίχους μιας φυλακής μακριά από τις εστίες των δικών τους ανθρώπων. Με τους δικούς τους κανόνες και ηθικές, με τη δική τους ιεραρχία. Γυναίκες αθώες και ένοχες, ισοβίτισσες και κατηγορούμενες, μητέρες και ορφανές, ψυχές γυμνές με το σεντόνι του τσαμπουκά ίσα να τις καλύπτει. Αυτή είναι η ιστορία τους.

Οι Φυλακές Ελεώνα Θηβών (μιας και απ’ ό,τι πρόσεξα η περιοχή ονομάστηκε έτσι λόγω των ελών και όχι των ελαιών) βρίσκονται στη Βοιωτία και από το 2008 μετεγκαταστάθηκαν εκεί οι Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού. Η κυρία Δάφνη Καλογεροπούλου, ψυχολόγος, έγραψε σε ένα μυθιστόρημα τις ιστορίες των κρατουμένων, με κεντρικό άξονα τη φυλάκιση της αθώας Σιμόν και τον έρωτά της για την Ίριδα που αγωνίζεται να την απελευθερώσει. Πρόκειται για ένα κείμενο που διανθίζεται από προσωπικές ανώνυμες μαρτυρίες κρατουμένων και από συμπεράσματα επιστημονικών μελετών για την ψυχολογία, την ψυχοσύνθεση, τη συμπεριφορά, τον ελεύθερο χρόνο, την κοινωνική επανένταξη των τροφίμων, όχι όμως με στριφνό και επιστημονικό τρόπο, επομένως ο αναγνώστης μπορεί άνετα να παρακολουθήσει και να μάθει τι συμβαίνει σε αυτό το κλειστό σύμπαν.

Δυστυχώς, η γραφή του μυθιστορήματος είναι αδύναμη, με μακροσκελείς σκηνές που δε βοηθούν στην ένταση της ατμόσφαιρας και ίσως να θεωρηθούν και περιττές, ειδικά αυτές με την Ίριδα και τους κοινούς με τη Σιμόν φίλους, που αγωνίζονται να βοηθήσουν όπως μπορούν να αποδείξουν την αθωότητα της Σιμόν. Περιττές γιατί εμπεριέχουν ιστορίες από την αρχαιότητα και τη μυθολογία, μιας και η Ίριδα είναι προϊσταμένη της συλλογής ανατολικών αρχαιοτήτων, επομένως γνωρίζει πολλά ιστορικά και άλλα γεγονότα. Ίσως η συγγραφέας θέλησε να κάνει κάποιες παρομοιώσεις και παραλληλισμούς, προσωπικά όμως τις προσπέρασα γρήγορα. Από την άλλη, στενοχωρέθηκα γιατί η ερωτική σχέση της Σιμόν και της Ίριδας ίσως είχε πολλές κοινοτοπίες και προσωπικά να περίμενα κάτι διαφορετικό, δυνατό, πρωτότυπο. Ήδη το βασικό θέμα, εφόσον επικεντρώνεται στην κοινωνιολογία της φυλάκισης και όχι σε ένα αστυνομικό μυστήριο, είναι από μόνο του ελκυστικό για κάποιον, επομένως θα μπορούσε και η αγάπη αυτών των δύο γυναικών να δοθεί πιο ξεχωριστά.

Τι μου άρεσε λοιπόν στις «Μαγδαληνές»; Μου άρεσε το βιβλίο εν συνόλω, γιατί όπως έγραψα πριν εντάσσει στη ροή της ιστορίας τα επιστημονικά συμπεράσματα και τις μελέτες με τρόπο εύληπτο και ανατριχιαστικά ωμό, βάζοντάς με αμέσως στον μικρόκοσμο και την ψυχολογία γυναικών που θα αργήσουν να απελευθερωθούν ή θα δυσκολευτούν να επανενταχθούν όταν με το καλό τελειώσει η οδύσσειά τους. Η συγγραφέας επίσης είχε διάσπαρτες κάποιες νότες μυστηρίου, όπως τον συνεκτικό δεσμό της Ολίβια, της υπέργηρης βαρυποινίτισσας με την υπαρχηγό της φατρίας, Μίλυ, για την οποία η κυρία Καλογεροπούλου επίσης άφησε υπαινιγμούς ότι παίζει βασικό ρόλο στην ιστορία της Σιμόν. Και με άφησε άφωνο η λύση που έδωσε η ίδια η Ίριδα στη σχέση της με τη Σιμόν, από τη στιγμή που η έγκλειστη απαίτησε να διακόψουν, μιας και η ίδια θα αργήσει να αποφυλακιστεί κι έτσι η Ίρις δεν πρέπει να χαντακώσει τη ζωή της. Το τέλος έδωσε μια σωστή ρεαλιστική χροιά και περιμένω με αγωνία το δεύτερο βιβλίο για να δω πώς θα εξελιχθεί η ιστορία.

Το μυθιστόρημα της κυρίας Καλογεροπούλου είναι ένα τρυφερό και σκληρό κείμενο για τη γυναίκα και την επιβίωσή της στις φυλακές κι ένας φόρος τιμής σε κείνες τις γυναίκες που βρίσκουν με βαριά καρδιά ένα σωρό δικαιολογίες για να εξηγήσουν στον εαυτό τους γιατί ούτε σε αυτό το επισκεπτήριο δε φώναξαν το όνομά τους. Με λίγη προσοχή στην αφήγηση της ιστορίας, είμαι σίγουρος πως η ατμόσφαιρα θα αποκτήσει τις σωστές της διαστάσεις και το κείμενο θα δεθεί τόσο σφιχτά που ο αναγνώστης δε θα είναι πρόθυμος να το εγκαταλείψει.

ΥΓ. Με λύπη μου διαπίστωσα, κατόπιν συζήτησης που εντόπισα στο διαδίκτυο, ότι το βιβλίο είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, που ξεκινάει με το βιβλίο «Κοίταξέ με για να δω ποια είμαι», όπου γνωρίζονται οι χαρακτήρες που θα ασχοληθούν με τη ζωή της Σιμόν στις «Μαγδαληνές». Είναι κρίμα που αυτό δεν αναφέρεται πουθενά, αν και πιστεύω ότι το παρόν βιβλίο μια χαρά διαβάζεται και μόνο του.

Πάνος Τουρλής