Πιάνεις χώμα

της Χριστίνας Φραγκεσκάκη

Μια γυναίκα με δυο παιδιά καταφεύγει στην Ελλάδα για να δουλέψει, να μαζέψει λεφτά που θα στέλνει στον άντρα της και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους που έμειναν πίσω. Πώς θα επιβιώσει που από καθηγήτρια τώρα δουλεύει ως καθαρίστρια; Πώς εκλαμβάνει αυτήν την αλλαγή ο μικρότερος γιος της, που έχει να μάθει μια ξένη γλώσσα και να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό και την κοροϊδία των συμμαθητών του; Ένα δυνατό αφήγημα που αναπαραστά με σαφήνεια και διαύγεια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι μετανάστες σε μια ξένη χώρα.

Το αφήγημα χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο την ιστορία διηγούνται εναλλάξ η μητέρα και ο μικρότερος γιος ενώ στο δεύτερο ο πατέρας και ξανά ο γιος. Η ιστορία είναι ζωντανή, ρεαλιστική, καταγράφει χωρίς φειδώ και χωρίς διάθεση για καλλωπισμό τις πρακτικές δυσκολίες μιας οικογένειας που αγωνίζεται να στεριώσει σε μια θετή πατρίδα. Χωρίς μεμψιμοιρίες και με πηγαίο συναισθηματισμό, η ματιά της συγγραφέως μας πηγαίνει από την αεικίνητη Ευγενία στον φιλομαθή Γκεζίμ ή Ανδρέα για να μην τον κοροϊδεύουν τα παιδιά και στον Αγκρόν, έναν άνθρωπο που αρνείται να παραδεχτεί τις δυσκολίες στην κατάσταση της οικογένειάς του και ακόμη χειρότερα αρνείται να δουλέψει με τον τρόπο που το κάνει η γυναίκα του, όχι από τεμπελιά αλλά από ψωροπερηφάνια.

Η Ευγενία είναι μια γυναίκα που σπούδασε, λάτρευε το διάβασμα, είχε μια ευτυχισμένη ζωή, ώσπου η ανάγκη την έφερε στην Ελλάδα και η λαχτάρα της για δουλειά τη ρίχνει από το ένα χαμηλό επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο. Νοικοκυρά, μάνα, γυναίκα, κάνει την καρδιά της πέτρα, καθαρίζει τουαλέτες, σιδερώνει στα ξένα σπίτια κι όμως δεν ξεχνάει τον παλιό της εαυτό, γι’ αυτό χάνεται με τις ώρες στο συνοικιακό βιβλιοπωλείο: «Να θυμηθώ τα παλιά, που ήμουν με τα βιβλία στο χέρι. Τώρα, τα χέρια μου τα φάγαν οι χλωρίνες. Αντί για μολύβι και χαρτί, κρατώ το σφουγγαρόπανο, κι αντί για γράμματα και λέξεις, έχω μπροστά μου κάθε μέρα τα σκατά» (σελ. 45).

Ο Γκεζίμ είναι ένα παιδί παρατηρητικό, που αγαπάει το διάβασμα, κατανοεί τα όσα συμβαίνουν γύρω του κι όμως δεν το βάζει κάτω. Δεν παύει στιγμή να είναι περήφανος για τη μητέρα του, να σκέφτεται τον πατέρα του και να νιώθει πως μόνο το σχολείο είναι η λύση! Έτσι, από μόνος του, γεμίζει σιγά σιγά ένα τετράδιο με άγνωστες ελληνικές λέξεις, τις οποίες σταδιακά μαθαίνει, χρησιμοποιεί και κατανοεί. Βελτιώνεται, προοδεύει. Οι επαφές του με τους συμμαθητές του περνάνε από τα γνωστά στάδια της απόρριψης και της φιλονικίας. Δεν το βάζει κάτω όμως. Μέσα από τα δικά του μάτια δίνεται μια άλλη διάσταση της ιστορίας, χάρη σε αυτόν ξεδιπλώνονται οι πιο ουσιαστικές παρατηρήσεις και σχόλια επί των αντικειμενικών δυσκολιών που ζει η οικογένειά του.

Τέλος, ο Αγκρόν είναι ο άνθρωπος που αρνείται να ξεριζωθεί από την πατρίδα του, δυσκολεύεται να κοιτάξει την αλήθεια κατάματα, εθελοτυφλεί στην οριστική αλλαγή της ζωής όλων τους. Και όταν με τα χίλια ζόρια παρασύρεται στην Ελλάδα, βυθίζεται σε μια άρνηση και κλείνεται σε ένα στεγανό κουκούλι, ακραγγίζοντας την κατάθλιψη. Ακούει το ραδιόφωνο της πατρίδας του, αναπολεί τη ζωή του ως τότε, θέλει απελπισμένα να γυρίσει πίσω, δε θέλει να βρει δουλειά ακριβώς για να μη δεσμευτεί με τον τόπο που τον φιλοξενεί και μπει οριστικό τέλος στην ελπίδα της νόστου.

Συγκινητικό, τρυφερό, αληθινό, ρεαλιστικό, παραστατικότατο, το κείμενο είναι η αλήθεια που ζει δίπλα μας ο κάθε άνθρωπος που πέρασε τα σύνορά μας για ένα καλύτερο αύριο και αγωνίζεται να βοηθήσει όσο και όπως μπορεί τους ανθρώπους που άφησε πίσω του. Αστεία αλλά και δραματικά περιστατικά, σύντομα κεφάλαια, διαφορετικές αφηγήσεις, ξεχωριστοί χαρακτήρες, είναι λίγα μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του βιβλίου που με συγκίνησε, με ταξίδεψε, με βοήθησε να κατανοήσω λίγο ακόμη τις δυσκολίες των ξένων που προσμένουν να έρθουν σε έναν άλλον τόπο για να εργαστούν σκληρά και να προοδεύσουν μακριά από μια πατρίδα που τους έδιωξε ή τους γύρισε την πλάτη. Και το σκληρό, άδοξο τέλος, με έκανε να θελήσω να αγκαλιάσω διά μιας ολόκληρη την οικογένεια του αφηγήματος και να τους παρηγορήσω ότι σίγουρα υπάρχει ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, αρκεί να δεχτούν ότι θα χρειαστεί να περπατήσουν σχεδόν στον αέρα για να το βρουν.

Πάνος Τουρλής