Υγρή πόλη

της Φωτεινής Ναούμ

Είναι στιγμές που νιώθεις τις λέξεις να κυλάνε ανάμεσα από τα δάχτυλά σου με έναν ρυθμό αστραπιαίο κι εσύ νιώθεις αδύναμος να κλείσεις τις αρθρώσεις γύρω τους και να τις παγιδέψεις για να τις βάλεις σε σειρά και να διατυπώσεις κάτι, μια σκέψη, ενα συναίσθημα, μια γνώμη. Είναι στιγμές που θες να αποτραβηχτείς από την καθημερινότητά σου, τις τυπικές υποχρεώσεις που σε απομακρύνουν από ουσιαστικές στιγμές, να κλείσεις τα μάτια και να φέρεις ξανά στο μυαλό σου τις σελίδες που μόλις διάβασες μία προς μία. Και να πιπιλάς τις λέξεις που συνάντησες ψάχνοντας να βρεις ανάμεσά τους την πιο γλυκιά, την πιο πικρή, την πιο καυτερή, αυτή που θέλησες να φτύσεις κι αυτήν που θέλησες να ξαναβρείς μες στο σακούλι του βιβλίου για να μοιραστείτε ξανά το ίδιο δέσιμο. Είναι στιγμές που συναντάς στο διάβα σου κείμενα ικανά όχι μόνο να χτίσουν άλλον έναν τοίχο στο εύθραστο οικοδόμημα της ζωής σου αλλά να σφραγίσουν και την πόρτα του. Να θες να κλειστείς μέσα, να ξαναφέρεις κοντά σου το κείμενο και να αναρωτηθείς τι ήταν αυτό που σε συγκλόνισε, σε άλλαξε, σε διαφοροποίησε. Και να μην το βρίσκεις, όχι γιατί δε θες αλλά γιατί δε χρειάζεται. Εκείνη τη στιγμή, το αγκαλιάζεις τρυφερά και το κάνεις αναπόσπαστο κομμάτι του είναι σου. Αυτά έζησα κλείνοντας την «Υγρή πόλη» και αγωνίζομαι εδώ και δύο μέρες να τα μετάτρέψω σε γραπτό λόγο αντάξιο (γιατί ισάξιο δεν πρόκειται να το καταφέρω ουδέποτε) μιας συγγραφέως που ονομάζεται Φωτεινή Ναούμ.

Κομοτηνή. Υγρή πόλη. Μεταξύ μιναρέδων και καμπαναριών. Υγροί άνθρωποι. Μεταξύ σάρκας και επιθυμιών. Υγρή, ρευστή η μοίρα που αργοκυλάει στις όχθες του Πρέπει και λιάζεται στις αχτίδες του Θέλω. Κι αλίμονο στον άνθρωπο αν φουσκονεριάσει, γιατί παρασύρει το πάντα στο διάβα της, ό,τι χτίστηκε και ό,τι αγωνίζεται να στεριώσει. Δεν είναι ανάγκη να γράψω πού διαδραματίζεται το βιβλίο, ούτε πότε. Δε χρειάζεται να ντύσω με πραγματολογικά χρώματα κάτι που μόνο ένα μεγάλο ταλέντο καταφέρνει να μεταφέρει σε ένα άψυχο χαρτί και να μου χαρίσει τόσα πολλά συναισθήματα, τόσες διαφορετικές εικόνες, τόσο σκληρά χαρακτηριστικά και αμετανόητες στιγμές.

Λαμπρινή. Βράχος ηθικής, ασκάλιστος από τα χέρια της χαράς. Νεότατη, δεν επιτρέπει στον εαυτό της να ξεφύγει από το εθιμοτυπικό του θανάτου των δικών της ανθρώπων και μεταστρέφει τη σάρκινη αναζήτηση της ηδονής σε υποταγμένη, καθωσπρέπει υπακοή στη θεία Χάρη και Θέληση. Ώσπου ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας θα εμφανιστεί στο χωριό της και θα της αλλάξει τη ζωή. Στην αρχή γιατί πρέπει, στη συνέχεια γιατί θέλει, στο τέλος γιατί έτσι. Γυναίκα που στέκεται ακοίμητη απέναντι στο καθήκον, την ημέρα να ταΐζει στο μαγειρειό της τους περαστικούς και τους χωριανούς, το απόγευμα να φροντίζει τους νεκρούς της. Ώσπου ο υποχρεωτικός αρραβώνας την αναγκάζει να στραφεί στον Ζαχαρία που ήρθε ακάλεστος στο μαγειριό και στη ζωή της και να το σκάσουν μαζί για την Κομοτηνή.

Ζαχαρίας. Άντρας ψηλός και στιβαρός, πάνω απ’ όλα αρσενικό, ξεκινάει τη ζωή του ανάμεσα στις κοπριές και στις ζωοπανηγύρεις, μέχρι που γνωρίζει τη Λαμπρινή. Την πεισματάρα, αγύριστη, σκληρή, αθέριστη Λαμπρινή. Και η ζωή τους στην Κομοτηνή ξεκινάει από την αρχή. Αποδίδονται σε κάτι πρωτότυπο για επιβίωση, εκμεταλλευόμενοι την εποχή και την αθωότητα των χωριανών της περιοχής. Αγαπιούνται με έναν έρωτα που δεν έχω συναντήσει σε άλλο μυθιστόρημα. Ξεκινούν συμβατικά, γνωρίζονται τυπικά, σμίγουν ουσιαστικά. Και μετά; Η ιστορία τους είναι από τις ωραιότερες του βιβλίου, γιατί είναι γεμάτη ανατροπές και αναπάντεχες εκπλήξεις, γιατί είναι άκρως ρεαλιστική και βαθιά ανθρώπινη. Συμπάσχω με τον Ζαχαρία, έναν άντρα που τον θέλουν όλες, όμως αυτός εκεί, να χαράζει ψηφίδα ψηφίδα το κορμί και τη ζωή της Λαμπρινής ώσπου να τη σχηματίσει όχι όπως αυτός θέλει αλλά όπως εκείνη είναι, απλά δε φαίνεται. Έχει να αντιμετωπίσει μια γυναίκα γεμάτη αγάπη και πάθος για τα θεία, που δεν καταντάει υπερβολικά θεούσα, δεν παύει όμως να θεωρεί τη χαρά αμάρτημα με τόσους θανάτους στην πλάτη της, πόσο μάλλον την ηδονή. Κι όμως, ο Ζαχαρίας, με το λίπασμα της αγάπης του, της εμφυσεί ανάσα με ανάσα τη χαρά, τη μαγεία του έρωτα από άντρα δικό σου, από σώμα πλαϊνό σου. Και τότε...

Λεωνίδας. Ο κουρέας της Κομοτηνής, στη σκεπαστή αγορά. Ένας εξαιρετικός χαρακτήρας, ένας άντρας που δίνει τη σωστή διάσταση στην έννοια «με κυνηγάει το παρελθόν». Τυπικός, αυστηρός, έχει πάντα τον νου του στην παρθένα του κόρη, τη Γαρυφαλλιά, η οποία με γαλιφιές κατάφερε να βγαίνει από το σπίτι ίσα για να του φέρνει το φαγητό στο μαγαζί. Ένας άντρας που έχει ζήσει κάτι έντονο, αταύτιστο, κρυφό στο Παρίσι, κάτι που έχει θάψει βαθιά μέσα του. Εκεί πίσω, εκεί πέρα. Μόνο και μόνο για να του το φέρει κατακέφαλα η Χλόη, μια γυναίκα που τον επισκέπτεται απροειδοποίητα. Και τότε...

Γαρυφαλλιά. Μια νέα κοπέλα, που οι ορμές της, οι ορμόνες της, η σάρκα της κραυγάζουν για τρύγημα, σε μια πόλη κλειστή, τελματωμένη, έρημη ψυχικά. Η εμφάνιση της Χλόης θα είναι ένας τυφώνας για τις επιθυμίες της, με έναν ασύλληπτο τρόπο. Η Γαρυφαλλιά ξεσηκώνεται, εγείρεται, εξανίσταται, στρέφεται από δω, ψάχνει από κει, χαϊδεύει παραπέρα. Και ρίχνει το βλέμμα της στον Ζαχαρία, μόνο και μόνο για να έρθει στη μεγαλύτερη ως τότε ρήξη με τον εαυτό της. Έναν άντρα παντρεμένο και ποθητό, ένα αρσενικό που δεν παύει να έχει επιθυμίες, όσο κι αν έχει τυλιχτεί σφιχτά με τις τυπικότητες. Και τότε...

Αρίφ. Ο βοηθός του καφετζή. Ένα άνηβο, σκεβρωμένο, πειθήνιο, αταύτιστο πλάσμα, που όλοι το θέλουν για θελήματα. Γιος πολύτεκνης οικογένειας, σπυριάρης, χαμηλοβλέπων. Κανείς δεν του δίνει σημασία, δεν τον προσέχει. Το ερωτικό του ξύπνημα είναι μόνο η Γαρυφαλλιά, μια γυναίκα που ούτε τον προσέχει, ούτε του απευθύνει τον λόγο. Μόνο και μόνο για να εξιτάρει ακόμη περισσότερο τον πόθο του. Ο Αρίφ όμως παραμένει άντρας, αρσενικό, και μάλιστα βαρβάτο. Δοκιμάζει και δοκιμάζεται, αγωνίζεται να βρει τον δρόμο του κι ένα αναπάντεχο γεγονός του δείχνει πόση δύναμη έχει όχι μόνο στα σκέλια αλλά και στα μάτια. Και τότε...

Ένα εξαιρετικό σύνολο ψυχών, ένα πλούσιο, μεστό ψηφιδωτό ανθρώπων, αποφάσεων, θελήσεων και των συνεπειών τους. Μοναδικοί χαρακτήρες, με πρωτότυπες αλληλεπιδράσεις, που έχουν την τύχη να αφηγείται και να καταγράφει την ιστορία τους η κυρία Ναούμ, γιατί η πένα αυτής της γυναίκας είναι ανυπέρβλητη. Δοκιμάστηκε στο «Χωρίς παρελθόν», ψήθηκε στο «Γλυκά χαράζουν οι άγριες νύχτες» και τώρα ξαπλώνει νωχελικά και απολαμβάνει την «Υγρή πόλη» της. Τους αγάπησα όλους, με ξάφνιασαν όλοι, κι όσο η πλοκή προχωρούσε τόσο συνωστίζονταν τα δάκρυα στα μάτια για το ποιο θα χαράξει πρώτο τη δική του διαδρομή στο αξύριστο μάγουλο. Δεν είναι δηλαδή μόνο οι ιστορίες των χαρακτήρων και η ανάγλυφη περιγραφή τους αλλά και η αφηγηματική δεινότητα με την οποία παρουσιάζονται. Η ιστορία εκτυλίσσεται βαθμηδόν, στην αρχή παράλληλα ώσπου να γνωρίσει ο αναγνώστης τους πρωταγωνιστές και μετά εναλλάξ. Και οι λέξεις δεν είναι σκέτες, τυχαίες, μονάχες, όχι, έχουν ντυθεί, στολιστεί και παρουσιαστεί γεμάτες (και όχι φορτωμένες) κοσμητικά επίθετα, μεταφορές, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιρρήματα, ένα πλούσιο καλάθι με διαλεχτά υλικά για κάθε απαιτητικό αναγνώστη.

Δεν ξέρω σε ποιο σημείο να πρωτοσταθώ και τι να πρωτοτονίσω. Τη λατρεμένη Λαμπρινή, μια γυναίκα που εκπροσωπεί κάθε καταπιεσμένο θηλυκό της επαρχίας, που έχει ποτιστεί από βλέμματος μέχρι ψυχής στα μαύρα, σκύβοντας το κεφάλι στη Θεία Δύναμη; Τη Χλόη, το αέρινο πλάσμα που δε διστάζει να μοιράσει αφειδώς σώμα και ψυχή ταυτόχρονα, αφήνοντας στο σπίτι τη ζωή της να κλαίει; Τον Λεωνίδα που τρέμει να κλείσει τα βλέφαρα για να μη γυρίσει εκεί και βαφτίσει με το μοιραίο όνομα κάθε τι που τρυγάει με τους ερωτικούς του χυμούς; Τον Αρίφ που δίνει την απαραίτητη ανεξήγητη διάσταση στην ορμητική ροή της αφήγησης; Ή τη Φιλιώ των ξένων και Γαρυφαλλιά των οικείων που ζει καταστάσεις ανερυθρίαστες και πρωτόγνωρες, όχι κατακριτέες, από μένα τουλάχιστον.

Κλείνοντας, δε γίνεται να μην αναφερθώ σε δύο από τις συγκλονιστικότερες σκηνές του μυθιστορήματος, χωρίς να κατονομάζω πρόσωπα και πράγματα, ακριβώς για να μη χαλάσει η μαγεία του ανυποψίαστου αναγνώστη. Ειλικρινά, ποιος δε θα δακρύσει με τη σκηνή του άντρα που κάνει έρωτα σε μια γυναίκα που πεθαίνει, σε μια γυναίκα που θέλει να νιώσει για τελευταία φορά ποθητή αλά ο άντρας δεν καταφέρνει να την αποκαλέσει όπως πρέπει; Και ποιος δε θα κλονιστεί από τη φράση: «Αχ αυτοί οι άνθρωποι, τα ανθρωπάκια που παλεύουν να σε αγγίξουν ενώ τι ξέρουν από ζωή, τι ξέρουν από θάνατο ή από έρωτα αφού δεν ευτύχησαν ούτε μια στιγμή να πλαγιάσουν μαζί σου; Είσαι εκεί; Έρχομαι!»

Υγρή πόλη, λοιπόν. Για μια, και όχι μόνο μία, γυναίκα «που οι σκέψεις της, ζωντανές, έμψυχες, ραμφοκοπούσαν μέσα της, πληγιάζοντας την καθημερινή, ομαλή ζωή της...» (σελ. 92). Για τις επιθυμίες που «..υπάρχουν. Χτυπούν πίσω από τις κλειστές πόρτες, κάτω από τα σώματα» (σελ. 135). Μια πόλη γεμάτη από ανθρώπους που αγωνίζονται να διατυπώσουν διαχρονικές αλήθειες: «Τώρα είναι ο έρωτας, αύριο η αγάπη, μεθαύριο θα είναι η συνήθεια, δεν θέλω όταν αυτά ξεθωριάσουν να μείνει μόνο το άχτι. Οι άνθρωποι είναι κακοί. Τους ευτυχισμένους ανθρώπους, παιδί μου, τους ζηλεύουν» (σελ. 422). Γραμμένη από μια συγγραφέα που δε διστάζει να γράψει το υπέροχο: «χείλη σαρκώδη, ή όπως είπαν κάποιες χωρικές, χείλη μια βρασιά» (σελ. 446). Και τέλος πάντων: «Ποιος είπε πως η ζωή είναι δίκαιη; Πότε ο ένας πάνω, πότε ο άλλος κάτω, να περνούν οι μέρες μας. Κι αυτό που αγαπήσαμε πιο πολύ, αυτό που ποθήσαμε πιότερο απ’ όλα, πάντα να ξεφεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλα. Κι αλλού ν’ ανασαίνει ο πόθος μας, αλλού να ξυπνά το όνειρο, αλλού να μοιράζεται η αγάπη. Κι εμείς, εδώ, δεσμευμένοι, παραπλανημένοι στην εικόνα που στήσαμε, να ζούμε μια ζωή που κάπως να μοιάζει, κάπως να θυμίζει αυτό που ονειρευτήκαμε» (σελ. 466). Υγρή πόλη. Μη φοβηθείτε να μουσκέψετε.

Πάνος Τουρλής