Η γριά βαλίτσα

του Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη

«Όταν βλέπω αεροπλάνο / να περνάει από πάνω / λέω να ξενιτευτώ / να φορτώσω τη βαλίτσα / και να μη με λένε Λίτσα / αν δε φύγω να σωθώ». Αυτό το τραγούδι μου κόλλησε όσο διάβαζα τη «Γριά βαλίτσα» του κυρίου Ιωακειμίδη, ένα έξυπνο, διασκεδαστικό και ανθρώπινο ταυτόχρονα μυθιστόρημα, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από τις αναμνήσεις μιας βαλίτσας από το 1940 που ήταν το πιο πρωτότυπο δώρο στους πρώτους της ιδιοκτήτες, ως το σήμερα που έχει σεργιανίσει βουνά, λίμνες, θάλασσες, ποτάμια, χωριά και πόλεις. Με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα, κουτσομπόλα, αυθόρμητη, παρορμητική, παρατηρητική, χολοσκασμένη αν την ξεχνάνε στο πατάρι (κι ας θέλει να πνίξει το χριστουγεννιάτικο δέντρο γιατί αυτό βγαίνει στάνταρ κάθε χρόνο έξω ενώ η βαλίτσα δεν ξέρει πότε θα τη χρησιμοποιήσουν ξανά), ερωτευμένη με τον καναπέ με έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση και τώρα στα γεράματα με ελαφρά (ή κατ’ επιλογήν) άνοια.

Το κείμενο, γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ρέει αβίαστα, ακροβατεί ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ, έχει μια προφορικότητα που με παρέσυρε να διαβάσω ως το τέλος τα παθήματα της βαλίτσας χωρίς να σηκώσω κεφάλι! Άνθρωποι, γεγονότα και καταστάσεις παρέλασαν μπροστά μου: από τον πόλεμο του 1940 ως τις δυσκολίες της φτώχειας στο Πέραμα του 1950, από τη Χούντα των συνταγματαρχών ως το σημαδιακό 1981 κι από τα έμπεδα της Αυλώνας ως τη Σύρο, τη Βιέννη, την Ξάνθη, την Πάτρα, τη Λέρο, το Ξυλόκαστρο και όπου αλλού ήταν ανάγκη ή επιλογή να ταξιδέψει η οικογένεια των πρώτων ιδιοκτητών, του Κωνσταντίνου και της Μαιρούλας του και των απογόνων τους.

Η γριά βαλίτσα ταξιδεύει με πλοία, αεροπλάνα και λεωφορεία, πότε στις μπαγκαζιέρες, πότε στα καθίσματα, πότε την ξεχνάνε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, πότε την τραβάνε στις βεράντες και στις καφετέριες. Κι είναι τόσο γερά κατασκευασμένη που δεν έχουν τολμήσει να την αλλάξουν με άλλες, μοντέρνες και ίσως πιο άνετες στη μεταφορά. Αυτό έχει δώσει θάρρος και αέρα στη βαλίτσα να αφηγείται την ιστορία της με μια υπεροψία ενώ μπορεί την επόμενη στιγμή, ατρόμητη, να αφηγείται κάτι παθήματα που θα της τσαλακώσουν την εικόνα της ντίβας! Η Λίτσα μας, λοιπόν, που προτιμά το αριστοκρατικότερο Λίλιαν, είναι μια έξυπνη ματιά σε σημαδιακές στιγμές και ταυτόχρονα ένα βαθύ βλέμμα στις ανθρώπινες σχέσεις και στον τρόπο που αλλάζουν αυτές ανά εποχή. Χωρίς ο συγγραφέας να εισέρχεται σε λεπτομέρειες αλλά και χωρίς να υπάρχει η αίσθηση της επιφανειακής προσέγγισης στην ιστορία, στη «Γριά βαλίτσα» διαδραματίζονται γεγονότα τρυφερά και κωμικά, σημαντικά και τραγικά, που μας μεταφέρουν από τη μια γενιά των πρώτων κτητόρων στην επόμενη, φωτίζοντας κατ’ επιλογήν το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο στα οποία αυτά διαδραματίζονται. Έχουμε μια οικογένεια που συνεχώς μεγαλώνει, ο Κωνσταντίνος και η Μαιρούλα αποκτούν και εγγόνια, κι αυτά τα παιδιά κάνουν τις δικές τους οικογένειες, παρ’ όλ’ αυτά δε χάνεται ο αναγνώστης στιγμή, ακριβώς λόγω της επιλεκτικότητας του συγγραφέα και της ικανότητάς του να κατευθύνει σωστά την αφήγηση όπου δει και όπου χρη.

Το βιβλίο του κυρίου Ιωακειμίδη είναι μια πολύ καλή συντροφιά για τον αναγνώστη και μια διαφορετική ματιά στην έννοια του κοινωνικού μυθιστορήματος. Μου άρεσε πάρα πολύ το φινάλε, το βρήκα ευρηματικό και ιδανικό για ένα τέτοιο κείμενο. Απόλαυσα κάθε ταξίδι της Λίτσας και γνώρισα χάρη σε κείνη ανθρώπους καθημερινούς, που μου εκμυστηρεύτηκαν τις προσωπικές τους ιστορίες, οι οποίες διαδραματίστηκαν χωρίς να το ξέρουν μπροστά στα μάτια, ή μάλλον στα λουκέτα, μιας παλιάς, άφθαρτης, ανθεκτικής βαλίτσας! Διαφορετικό, φρέσκο και αληθινό!

Πάνος Τουρλής