Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια

της Μαίρης Κόντζογλου

b202107«Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια» και όχι μόνο. Μια προσευχή για τις ψυχές αυτών που ξώμειναν θαμμένοι να τους θυμούνται οι απόγονοι που ξεριζώθηκαν από μια απρόσωπη υπογραφή, μια εγωίστρια μονογραφία που σφράγισε σαν άλλος βράχος τον τάφο του ελληνισμού της Ανατολής. Μια προσευχή για τους ανθρώπους που ζούσαν επί είκοσι και τριάντα γενιές με ευημερία, ηρεμία, ομόνοια, ισονομία σε έναν παραδεισένιο τόπο. Όσοι αιώνες χρειάστηκαν για να μεγαλουργήσουν, ήρκεσε ένα εγωπαθές δευτερόλεπτο για να τους εξωραΐσει για πάντα. Πατρίδα είναι ο Παράδεισος, αρκεί να γεννηθείς σε αυτήν και όχι να να σε στείλουν. Η υπέροχη, συγκινητική γραφή της κυρίας Κόντζογλου συνεχίζει να με γοητεύει και παραδέχομαι ότι ο δεύτερος κύκλος ζωής, αυτό το δεύτερο μέρος της τριλογίας των Παλιών Ασημιών, με έκανε και να δακρύσω!

Στη συνέχεια της τριλογίας, ξεδιπλώνονται οι ιστορίες του Μποδοσάκη, της Σεβαστής και της Ελισσάβετ Χατζηαβράμογλου, των τέκνων της επιφανούς οικογένειας της Καππαδοκίας. Οι γονείς τους αποσύρονται σιγά σιγά από το προσκήνιο, χωρίς να σταματούν να παίζουν ρόλο στις εξελίξεις (εκπληκτικά δυνατή η σκηνή της Μακρίνας προς το τέλος του βιβλίου, που ορθώθηκε σα λέαινα για να προστατέψει τα παιδιά της). Ο Ιορδάνης, ο νόθος γιος του παππού των παιδιών, επιτέλους αποκτά τρισδιάστατη υπόσταση και σαν άλλος λίβας καίει τα σπαρτά της ζωής των ανθρώπων που του στέρησαν τα πάντα, σύμφωνα με τις απόψεις της μάγισσας Μερόπης που τον μεγάλωσε.

Η Σεβαστή και η Ελισσάβετ, απομονωμένες στο αρχοντικό τους στην Καισάρεια, μαραζώνουν σιγά σιγά, ξεφτίζουν από χυμούς, ζουν τραγικά γεγονότα και όταν φτάνει η στιγμή της ανταλλαγής των πληθυσμών, οι ζωές τους μπαίνουν σε νέα τροχιά. Η μοίρα τους μου θύμισε αρκετά τις αδελφές από το βιβλίο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», έτσι κι εκείνες απομονωμένες, αν ακι όχι αποκομμένες, από τον κόσμο, παλεύουν να ζήσουν και να αναστήσουν το βιος του πατέρα τους, να προφυλάξουν την κατάκοιτη γιαγιά και την αδύναμη πλέον Μακρίνα.

Ο Ομέρ, στον οποίο δεν αναφέρθηκα στο πρώτο μέρος, αρχίζει να ξετυλίγει τη δική του τραγική ιστορία, οπότε και ως μουσουλμάνος από το Βόιο Κοζάνης, αναγκάστηκε να ταξιδέψει ως τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθεί στην Καππαδοκία, στους τόπους των Χατζηαβράμογλου. Ακολουθούμε βήμα προς βήμα τη δύσκολη πορεία του, την εναλλαγή των συναισθημάτων του, τον πόνο, την κοροϊδία, την εξαπάτηση, την εξαθλίωση, τις δύσκολες συνθήκες στο καράβι (δε θα ξεχάσω ποτέ τη δυαντή σκηνή που εκτυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του και τον ανάγκασε να βουβαθεί για πάντα, όλα αυτά στο πρώτο μέρος πάλι). Φανταστείτε να ζείτε σε ένα ορεινό χωριό, να μιλάτε ελληνικά, να είστε μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και ξαφνικά να σας πετάνε στην άλλη άκρη της θάλασσας (μη σου πω και της γης), την οποία θάλασσα δεν αντίκρισες ποτέ σου. Και ο Ομέρ κλειδώνει με έναν ευφάνταστο τρόπο στην ιστορία της Έλσας!

Η οποία Έλσα επιτρέψτε μου να πω ότι επιτέλους άρχισε να βαδίζει στα χνάρια των προγόνων της και να ξαναπερνάει από τα μέρη όπου είχαν ζήσει, μεγαλουργήσει, εμπιστευτεί, απογοητευτεί κλπ. οι προπάτορές της. Δεν κρύβω ότι έκλαψα στις τελευταίες σελίδες που η Έλσα προσκυνάει στο αρχοντικό των Χατζηαβράμογλου. Ο έρωτας με τον Άλεξ μπαίνει σε δεύτερο πλάνο και η ιστορία αρχίζει να τρανώνεται μπροστά στον αναγνώστη!

Σε αυτό το βιβλίο παρατήρησα κάποιες επαναλήψεις και κάποιες σχοινοτενείς περιγραφές συναισθημάτων, κάτι αναμενόμενο σε μια τριλογία, σε κανένα σημείο όμως δεν απογοητεύτηκα ούτε θύμωσα γι’ αυτό. Έκανα μια προσπάθεια να πηδήξω κάποιες σελίδες με περιττές κατ’ εμέ περιγραφές και σκηνές αλλά έχασα τον ειρμό, οπότε επέστρεψα στην κανονική ροή της αφήγησης. Αυτό από μόνο του δείχνει πόσο ικανή συγγραφέας είναι η κυρία Κόντζογλου και πόσο άριστα μπορεί να χειριστεί τον λόγο της, τους χαρακτήρες της και τις γνώσεις της για την Καππαδοκία. Επιτέλους, μια τριλογία που έχει λόγο ύπαρξης και δεν εκμεταλλεύεται ένα ιστορικό γεγονός για να γεμίσει κενές σελίδες. Η ιστορία της είναι γεμάτη σκηνές, εικόνες, συναισθήματα, περιγραφές, ιστορικά στοιχεία και βρίθει λεξιλογίου και δύναμης παραστατικότητας. Σημειωτέον ότι προς τιμήν της δεν αναφέρθηκε σχεδόν καθόλου στη σφαγή της Σμύρνης, περιγράφοντας σφαγές και βιασμούς, κάτι που έχω διαβάσει σε χιλιάδες μυθιστορήματα. Αντίθετα, παρέμεινε πιστή στον κορμό της δικής της ιστορίας, που είναι εξίσου άλικη από τον φόρο αίματος και από μόνη της τραγική.

Ποιο μυστικό κρύβει η Μονή των Παλιών Ασημιών; Ποια είναι η Θεοπίστη που πήρε την απόφαση να σφραγίσει την πόρτα του μοναστηριού και να ζήσει αποκομμένη για πάντα μαζί με την ηγουμένη, αρνούμενη να ενταχθεί στο κύμα της ανταλλαγής των προσφύγων; Γιατί χαμογελάει η Παναγία; Τι σατανικό σχέδιο έχει στο μυαλό του ο Ιορδάνης για να αποκτήσει επιτέλους όσα του χρωστάνε η μοίρα και η τύχη; Θα ευοδοθεί ποτέ ο έρωτας του Κάρτερ και της Σεβαστής; Πόσα εμπόδια θα συναντήσει μέχρι να ολοκληρωθεί και πόσο θα ατσαλώσει αυτό τη δύναμή του; Ποια μαύρη μοίρα περιμένει τους Χατζηαβράμογλου στην Ελλάδα; Πού είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας; Πού το έχω χώσει;;;;;;

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Μπαίνουν στον περιφραγμένο χώρο που τον έχουν διαμορφώσει με παρτέρια, γκαζόν και λουλούδια. Αταίριστα, τόσο αταίριαστα! Εδώ η γη γέννησε τον βράχο. Τον άφησε γυμνό στο έλεος του αέρα. Και εκείνος τον σμίλεξε [sic] με τις πνοές και την υπομονή του. Εδώ φυτρώνουν μόνο τα στοιχεία της φύσης και η δύναμή τους. Οποιαδήποτε αισθητική παρέμβαση είναι περιττή, δεν μπορεί να προσθέσει κάτι, η φύση φρόντισε για όλα. Ο άνθρωπος ήρθε αργότερα» (σελ. 422).

«Ο Έλμερ είχε φτάσει με το πρώτο κύμα της νύχτας, που τώρα πια -Μάρτης, βλέπεις- λες και το έκανε επίτηδες, έγλειφε απαλά την ακρογιαλιά του κόσμου, δεν έπεφτε απότομα όπως το συνήθιζε τους πέντε χειμερινούς μήνες. Αργούσε η άνοιξη ακόμη σ’ εκείνο τον τόπο, η γης ήταν πετρωμένη από το ψύχος, τα γυμνά κλαριά των δέδνρων ούρλιαζαν την ορφάνια τους και ο Ερτζιές, μόνιμα σκεπασμένος από χιόνια όλο τον χειμώνα, ήταν κρυμμένος πίσω από μαύρα σύννεφα» (σελ. 493-494).

«Πατρίδαμ’ αγαπημένη, βουνά και ποτάμια μου, ψυχές των γονιών και των παππούδωνμ’, πώς να σας λατρέψω σε ξένα χώματα; Πού να προσκυνήσω τη σκιά σας, σε ποιον αγέρα να ψιθυρίσω το όνομά σας και να το ξέρει; Ποιο σπίτι θα βρω που θα κουβαλάει το χρώμα της φωνής σας, το φέγγος των ματιών σας, το άγγιγμα των δουλευτάρικων χεριών σας!» (σελ. 535)

Πάνος Τουρλής