Το τυφλό σημείο

της Λήδας Διζέλου

Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τις σχέσεις μητέρας και κόρης, για τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η εγκατάλειψη του γονιού σε ένα ανήλικο παιδί, για τις διαλυμένες σχέσεις του σήμερα, για τις τρομερές συνέπειες της επιλογής οικογένεια ή καριέρα. Σα χειρουργικό νυστέρι, ψυχρά, κοφτά, ορθά τέμνονται οι σχέσεις της οικογένειας της Μαρίνας, του Κώστα, της Ελισάβετ και της Ειρήνης. Κι εκεί που λες πονάς, η συγγραφέας ρίχνει λίγη μορφίνη ευχάριστων σκηνών για να γλυκάνει την εγχείριση. Και η τομή είναι βαθιά, καίρια, ως τα εσωτερικά όργανα του κάθε αναγνώστη.

Το κείμενο είναι σε πρώτο πρόσωπο και την ιστορία αφηγούνται εναλλάξ η μητέρα Μαρίνα και οι δύο κόρες, Ελισάβετ και Ειρήνη. Όλα ξεκινάνε τη βραδιά των γενεθλίων της Δώρας, της κόρης της Ελισάβετ. Είναι μια ημερομηνία που εμποδίζει τη μητέρα Μαρίνα να απολαύσει άλλο ένα επιτυχημένο συνέδριο στο οποίο ήταν ομιλήτρια. Το βροχερό Μόναχο χειροτερεύει τη διάθεσή της και, μετά από ενδοσκόπηση, παίρνει τηλέφωνο την Ελισάβετ. Η παραμονή και η μέρα του πάρτι γενεθλίων του παιδιού γίνονται αφήγηση τρυφερή και αληθινή ενώ παράλληλα παρακολουθούμε την προσωπική ιστορία κάθε μίας από τις τρεις γυναίκες.

Η Μαρίνα εγκατέλειψε τις σποιυδές ιατρικής για να αφοσιωθεί στα παιδιά της. Ένα βράδυ, το βράδυ των γενεθλίων της Ελισάβετ, η Μαρίνα, μετά από ένα τέλειο πάρτι που ετοίμασε η ίδια, αφήνει ένα σημείωμα και εξαφανίζεται. Την επόμενη μέρα τα δυο κορίτσια, πέντε και δύο ετών, ξυπνάνε και δε βρίσκουν πουθενά τη μητέρα τους. Αντίθετα, βρίσκουν έναν καταϊδρωμένο, απόμακρο πατέρα, που τις αρπάζει κυριολεκτικά, τις πετάει στο αμάξι του και τις παρκάρει στη μάνα του! Ένα απίστευτα τραγικό γεγονός με εκατομμύρια συνέπειες στον ψυχισμό των παιδιών (η Ελισάβετ χάνει την ομιλία της για τουλάχιστον τρία χρόνια).

Με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, το σήμρα μπλέκεται με το χτες σε έναν αγωνιώδη αγώνα δρόμου στον οποίο τρέχουν άθελά τους οι κόρες της οικογένειας. Με καθόλου ευθύγραμμη αφήγηση, με κορυφώσεις και χαλάρωση, ξεδιπλώνεται μπροστά μας η ιστορία αυτών των τριών γυναικών, τα προβλήματά τους, τα λάθη τους, οι επιλογές τους, τα αναπάντητα γιατί και οι χιλιάδες απορίες. Εξαιρετικά καλογραμμένο, βαθιά αληθινό, ένα βιβλίο που με παρέσυρε στα πάθη των ηρωίδων του και ανέμενα τη λύση του δράματος με τη μεγαλύτερη αγωνία που έχω συναντήσει σε μυθιστόρημα.

Θα ξαναμιλήσουν τα κορίτσια στη μητέρα τους; Θα τη συγχωρέσουν; Θα ξανασυνδεθούν με μια γυναίκα από την οποία θυμούνται μόνο παιδικά τραύματα κι ένα αβάσταχτο βάρος τύψεων και ενοχής ότι δικό τους ήταν το λάθος και τις παράτησε; Θα αγαπήσουν ποτέ τον άγνωστο άντρα που τις παράτησε κι αυτός με τη σειρά του στη γιαγιά και στον παππού να τις μεγαλώσει και αργότερα ξανάφτιαξε τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα; Η Μαρίνα κατάλαβε το λάθος της; Θέλει να επανασυνδεθεί με τα κορίτσια της από αγάπη ή από τύψεις; Πώς είναι να μεγαλώνουν δυο μικρά κορίτσια με τους ηλικιωμένους παππούδες τους, που ούτε τη δύναμη ούτε τη διάθεση έχουν να τα μεγαλώσουν. Όπως λέει χαρακτηριστικά η γιαγιά: \"Προβληματική μάνα, προβληματική κόρη, τι να πεις, αυτή η κοπέλα μια βλαμένη και μισή ήτανε, σιγά μη γίνει και γιατρός, αλλά ο γιος μας ο ηλίθιιος πήγε και έπεσε πάνω της, θαμπώθηκε από τα μακριά της μαλλιά και ποιος ξέρει από τι άλλο. Τόσες και τόσες νοικοκυρεμένες κοπέλες, φυσιολογικές μπορούσε να βρει ο ανόητος, αλλά αυτός τίποτα, εκεί κόλλησε το μυαλό του. Το παιδί τούς μάρανε, δεν το \'ριχνε καλύτερα η αθεόφοβη, Θεέ μου συγχώρα με, χειρότερη αμαρτία ήταν αυτό που έκανε, δεν ήταν; Ανεύθυνος και ο κανακάρης μας, εννοείται, αλλά όσο να πεις, άντρας είναι, δεν ήταν δουλειά του να ξεσκατώνει δυο μωρά που δεν τα θέλει ούτε η ίδια τους η μάνα. Τι να κάνει το παιδί, έχει και ανάγκες, μπορεί δυο μέτρα άντρας να τα βγάλει πέρα μόνος, τι να λέμε τώρα;...\" (σελ. 118).

Όπως λέει και η συγγραφέας: \"Μια καλή γειτόνισσα είναι πολύ σημαντική, όπως και μια μάνα είναι εντελώς ασήμαντη αν δεν μπορέσει να σταθεί στο ύψος του ρόλου της. Οι τίτλοι από μόνοι τους είναι σκέτες λέξεις, χωρίς περιεχόμενο, δεν εξασφαλίζουν ούτε σεβασμό ούτε τίποτα. Ο καθένας εισπράττει με τη συμπεριφορά του όσα ακριβώς του αξίζουν και του αναλογούν. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο\" (σελ. 130).

Πάνος Τουρλής