Χαράζει στην Καλλίπολη

της Buket Uzuner

Προσοχή, μπορεί να περιέχει SPOILERS

Ένα σχετικά στατικό μυθιστόρημα, χωρίς πολλές εξελίξεις και ανατροπές, το οποίο όμως τονίζει με μοναδικό τρόπο την κραυγή αγωνίας μιας γυναίκας για την άδικη αιματοχυσία των πολέμων και ταυτόχρονα γράφει με αυστηρό και αντικειμενικό τρόπο για την τουρκική κουλτούρα και για τη θέση της Τουρκίας στην Ευρώπη γενικότερα.

Η Βίκυ φτάνει στην Καλλίπολη με σκοπό να βρει τον προπάπππο της, Άλιστερ Τζον Ταίηλορ. Στο χωριό Έτζεγιαγλασί η μορφή του Γκαζή Αλητζάν αγγίζει τα όρια του μύθου: πολέμησε στην Καλλίπολη, επέζησε, επέστρεψε στο χωριό του, παντρεύτηκε και ακόμη και μετά από χρόνια μετά τον θάνατό του το χωριό ακόμη τον μνημονεύει. Τελευταίος επιζών από την οικογένειά του στο χωριό η αδερφή του, θεια-Λευκή, υπερ-αιωνόβια πλέον, η οποία και κρατά στα χέρια της τη λύση για την εξαφάνιση του Άλιστερ Τζον Ταίηλορ.

Πράγματι σε ένα γύρισμα της τύχης, πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή της απόβασης των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών στην Καλλίπολη το 1915 (προσπερνάω το γεγονός που αναφέρει η συγγραφέας ότι το τάγμα των Νεοζηλανδών τυλίσχτηκε σε σύννεφο και εξαφανίστηκε ?μέχρι και σήμερα θεωρούνται χαμένοι-, κάποιες πρώτες πληροφορίες για τη μάχη αυτή τις βρήκα εδώ http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7 αλλά η εξαφάνισή τους, αν και υπάρχει σαν μύθος (;) ερμηνεία του δεν βρήκα πουθενά)), ο Νεοζηλανδός Ταίηλορ χάνει το δρόμο του μες στη μάχη και πέφτει πάνω στον ετοιμοθάνατο Αλή Οσμάν μπέη. Νέοι άνθρωποι και οι δύο, με οράματα και σχέδια για το μέλλον, πικραμένοι από το άδικο του πολέμου και την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, ανταλλάσσουν κάποιες απόψεις και ο Ταίηλορ, χωρίς δισταγμό, παίρνει τη θέση του Αλή Οσμάν! Όπως γράφει και ο ίδιος στην τελευταία του επιστολή προς το σπίτι του: «Δε θα πεθάνω σε αυτόν τον πόλεμο! Αρνούμαι να πεθάνω. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μου! Όμως, από την άλλη, δεν έχω και καμιά επιθυμία να ζήσω...Δε θέλω ούτε να πεθάνω ούτε και να ζήσω» (σελ. 181). Έτσι λοιπόν του δίνεται η μοναδική ευκαιρία να αλλάξει οριστικά και ριζικά τη ζωή του.

Η Βίκυ σοκάρεται όταν τα μαθαίνει αυτά από τη θεια-Λευκή αλλά το μυθιστόρημα δεν τελειώνει στην αποκάλυψη αυτήν. Γεννιέται μια φιλία ανάμεσα στις δύο γυναίκες και συζητούν για το πόσο άλλαξε η Τουρκία στους αιώνες, για τις διαφορές που επιβλήθηκαν από τον δαιμόνιο και ικανότατο Κεμάλ Ατατούρκ για τη βελτίωση της Τουρκίας ως χώρας και ως έθνους. Παρατηρήσεις ανθρωπιστικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, χωρίς να καταντούν δοκίμιο ή να κουράζουν με μακρυγορίες και τάχαμου διδάγματα. Όλα καλά όταν η Βίκυ γνωρίζει τον μακρινό της ξάδερφο και ανηψιό του Αλητζάν κι ερωτεύονται. Το βιβλίο κλείνει με την περιγραφή της επετείου που γίνεται ακόμη και σήμερα στο συγκεκριμένο σημείο προς τιμήν όσων Νεοζηλανδών και Αυστραλών στρατιωτών χάθηκαν σε εκείνη τη μάχη.

Τέλος έχω κάποιες ελάχιστες αντιρρήσεις ως προς τη μετάφραση. Δηλαδή στην περίπτωση ενός απογόνου του Αλητζάν αποδόθηκε το όνομά του ως Συννεφούλης! Θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει αμετάφραστο με την τουρκική ονομασία και να μεταφραστεί μια φορά σε υποσημείωση. Χάνει σε αξία. Κάποιες εκφράσεις του στυλ «μωρέ», «άντε» κλπ. δεν ξέρω πώς αλλιώς θα τις μετέφραζα είναι η αλήθεια, άλλωστε η τουρκική είναι ποιητική γλώσσα και δύσκολα μεταφράζεται σωστά σε όλες τις διαστάσεις της.

Η συγγραφέας γράφει σωστά, ορθά, χωρίς υποκρισίες και χαϊδέματα. Εκφράζει τις απόοψεις του, στηλιτεύει όπου χρειάζεται, υποστηρίζει και επαινεί. Το βιβλίο το προτείνω για όσους θέλουν να διαβάσουν κάτι διαφορετικό από τα γνωστά μυθιστορήματα και θέλουν να σκεφτούν λίγο παραπάνω στην τόσο κοντινή μας και όμως άγνωστη στις πραγματικές της διαστάσεις χώρα, την Τουρκία.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Νά τος λοιπόν και πάλι ο Ατατούρκ, όπως και στους ανδριάντες, στις προτομές και στις φωτογραφίες που αντικρίζει παντού ο ξένος από την πρώτη κιόλας ημέρα της άφιξής του στην Τουρκία. Κι αν ακόμη οι δυτικοί διδάσκονται στα σχολεία τους πως επρόκειτο μάλλον για δικτάτορα που είχε επιβληθεί διά της βίας, με το να τον αντικρίζουν παντού ?από τις στάσεις των ταξί μέχρι τα τουριστικά γραφεία, τα κουρεία, ακόμη και τα ίντερνετ καφέ- καταλήγουν στο συμπέρασμα πως στη χώρα αυτή αποτελεί θρύλο. Η αφοσίωση μιας ολόκληρης χώρας στο πρόσωπό του είναι κάτι το ολότελα ξένο σε έναν δυτικό κι όταν προσπαθεί να βρει ισοδύναμο στη δική του χώρα καταλήγει, στην καλυτέρα των περιπτώσεων, σ? έναν καλλιτέχνη της μουσικής ή σ? έναν αστέρα του κινηματογράφου- πολύ ρηχή κουλτούρα που ενώ στην εφηβεία συμβάλλει στο να έχει κάποιος πρότυπο, αργότερα, στην ενηλικίωση, τον αφήνει έκθετο, χωρίς πρότυπο πια. Με αυτές τις βάσεις, λοιπόν, δεν είναι ν? απορεί κανείς που οι δυτικοί δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να συναισθανθούν τον ενθουσιασμό των Τούρκων για ένα νεκρό, για τις αξίες που αντιπροωπεύει τελικά ένας νεκρός. Κρίμα, γιατί το συναίσθημα αυτό έχει ιδαίτερη αξία και δεν μπορούν να το αναπληρώσουν ούτε οι θεραπείες, ούτε η γιόγκα, ούτε τα ροζ χαπάκια...» (σελ. 23-24).

«Οι Τούρκοι φροντίζουν την αξιοπρέπειά τους. Αυτό που τους κάνει ισχυρούς είναι ότι ποτέ δεν είχαν αποικίες. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο των Τούρκων είναι το πείσμα, η προσπάθεια και η φιλοδοξία. Οι Τούρκοι δεν αντέχουν να είναι άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας. Το νικηφόρο πνεύμα του Απελευθερωτικού Αγώνα προέκυψε από την παθιασμένη καρδιά αυτού του έθνους. Αυτή η φλόγα δε θα τους αφήσει ποτέ να ησυχάσουν» (σελ. 270).

«Και είμαστε ασύγκριτοι και σ? ένα άλλο πράγμα: να μετατρέπουμε τους μικρούς θυμούς μας σε μεγάλα μίση και τις μικρές ελπίδες μας σε τεράστια οράματα. Στην ουσία όλοι οι πολιτισμοί που βρέχονται από αυτήν την καταπληκτική θάλασσα που λέγεται Μεσόγειος είναι λίγο πολύ έτσι αλλά μου φαίνεται πως εμείς οι Τούρκοι είματε οι πιο θερμόαιμοι. Βεβαίως στο δικό μας πολιτισμό το να είναι κανείς θερμόαιμος δε θεωρείται μειονέκτημα αλλά πλεονέκτημα. Η ψυχή μας παραμένει αιωνιώς παιδική, παθιάζεται με το παραμικρό και αρνείται να μεγαλώσει. Τι να κάνουμε, έτσι είμαστε...λίγο Βαλκάνιοι, λίγο Καυκάσιοι, αλλά κυρίως Μεσόγειοι» (σελ. 305-306).

«Νισάφι πια με αυτό το μασκαριλίκι! Ένας τρελός έριξε μια πέτρα στο πηγάδι και χίλιοι γνωστικοί προσπαθείτε να τη βγάλετε!» (σελ. 330).

«Ίσως αυτή η μελαγχολία για την οποία μιλάς να μοιάζει κάπως με τη δική μας κρίση ταυτότητας...Έχουμε το σώμα μας στα ανατολικά της Μεσογείου, το ένα μάγουλο στην Ευρώπη, το άλλο στην Ασία, τα μπράτσα μας στον Καύκασο και τα Βαλκάνια και τα πόδια μας στη Μέση Ανατολή» (σελ. 337).

Πάνος Τουρλής