Το τρένο των νεφών

της Ευγενίας Φακίνου

«...Ο τυφλός του απάντησε ότι ξεχώριζε κάτι σαν ομίχλη λίγο γαλαζωπή, λίγο πρασινωπή, που όμως δε φωτιζόταν σταθερά. Δεν επρόκειτο για μαυρίλα, γιατί ένα από τα χρώματα που είχε χάσει ήταν το μαύρο. Το κόκκινο και το μαύρο ήταν τα χρώματα που δεν ήξερε πιά, αλλά η τυφλότητά του είχε πολλά πλεονεκτήματα. Του εξήγησε ότι μπορούσε να βλέπει όπως ήθελε τα πράγματα, ακόμα και να αλλάζει τα στερεότυπα σχήματά τους, ... να μπαίνει και να βγαίνει απρόσκοπτα από δαιδαλώδεις λαβυρίνθους, να συνομιλεί με ανθρώπους πεθαμένους από αιώνες, να περιπλανιέται σε πόλεις που είχαν χαθεί από προσώπου γης σκεπασμένες από άμμο και λήθη... να νιώθει το χρόνο να κάνει κύκλους, να γεννιέται σε εφτά πόλεις και να μαντεύει την άδηλη ανάσα των φύλλων. Σε τίποτα δεν τον εμπόδιζε η τυφλότητά του, το αντίθετο μάλιστα. Τώρα μέσα μου βρίσκεται όλος ο κόσμος και βλέπω καλύτερα γιατί μπορώ να διακρίνω αυτά που ονειρεύομαι...»

Όμως πού να 'ναι άραγε
κείνος που νύχτα-μέρα τριγυρνούσε
εξόριστος στον κόσμο σαν σκυλί
κι έλεγε πως τ' όνομά του είναι Κανένας;
Μπόρχες, Τα μονοπάτια της Ιθάκης

Την απόπειρα να επικοινωνήσουμε μεταφυσικά με τον κόσμο των αγαπημένων μας νεκρών, την πραγματώνουμε τις νύχτες μέσα από τον κόσμο των ονείρων. Έτσι συναντώ με ανεξήγητη εμμονή ακόμη και σήμερα τον πατέρα, που αποχαιρέτησα περίπου ένα τέταρτο του ανθρώπινα μετρημένου αιώνα πριν. Προσιδιάζει στον εξόριστο στον κόσμο σαν το σκυλί Κανένα της Μπορχεσικής Ιθάκης, δύναται να περιπλανιέται σε πόλεις που έχουν χαθεί από προσώπου γής, να μπαίνει και να βγαίνει απρόσκοπτα από δαιδαλώδεις λαβυρίνθους, όπως μαγικά αφηγείται η Ευγενία Φακίνου στο ανυπέρβλητο Τρένο των Νεφών, που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Και στη μοναδική ετούτη σύμβαση, μπορεί ένα κατά τ' άλλα υπαρκτό τρένο να μεταφέρει ένα γιό στην αναζήτηση του πατέρα, που δεν γνώρισε ποτέ. Η Λατινική Αμερική και το ανυπέρβλητο κίνημα του μαγικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία προσφέρουν στη συγγραφέα θησαυρό διακειμενικών αναφορών και στα πολύβουα βαγόνια της αυτογνωσίας επιβιβάζονται Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ζόρζε Αμάντο, Ιζαμπέλ Αλιέντε, Μάριο Βάργκας Λιόσα.

«...Το παιδί, ο Κανένας, ήξερε από νωρίς ότι ο Χουάν δεν ήταν ο φυσικός γονιός του αλλά ένας καλόψυχος άνθρωπος που τον μεγάλωσε με αγάπη... Για τη μάνα του, την Ερέντιρα, του είχαν πει ότι ήταν μια καλή κοπέλα που είχε χάσει τον πατέρα του σ' ένα ταξίδι. Αλλά για τον πατέρα του άκουγε διαφορετικές ιστορίες. Η Τερέσα τουείχε πει ότι ήταν ένας έμπορος πουλιών και λαθρέμπορος διαμαντιών και πως κάποτε θα τον έβρισκε, επειδή έτσι ήταν γραμμένο. Ο δάσκαλος, πάλι, ισχυριζόταν ότι ήταν ένας πολυμήχανος ταξιδευτής, ένας ναυτικός, που ήταν ικανός να διασχίσει με μια σχεδία τον ωκεανό και να φτάσει στα μέρη τους. Έτσι ο Κανένας προτίμησε να φτιάξει την δική του ιστορία, που συνδύαζε και τις δύο. Ο πατέρας του, λοιπόν, ήταν ένας θρυλικός, τολμηρός ναυτικός και λαθρέμπορος διαμαντιών, και οπωσδήποτε θα τον έβρισκε όταν θα μεγάλωνε, γιατί έτσι ήταν γραμμένο...»

Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ένας απόκληρος Οδυσσέας των Άνδεων, γεννιέται την ώρα που η μητέρα του πεθαίνει, υιοθετείται από φτωχικούς Ινδιάνους και αποκτά την ομηρική προσφώνηση Κανένας από το δάσκαλο του χωριού Σαν Πέδρο. Η δημιουργική φαντασία του εξάπτεται όταν πληροφορείται ότι ο πατέρας του ζεί, και ξεκινά να τον βρεί. Καθώς μαθαίνει ότι η θάλασσα είναι μία και το τοπικό τρένο έχει μοναδικό προορισμό το απέραντο γαλάζιο, όπου ταξιδεύει ο πατέρας του, ο Κανένας με τη συντροφιά της μικρής Ρεβέκας επιβιβάζονται κι ας είναι εφιαλτικές οι ιστορίες, που διηγούνται οι ντόπιοι για όσους μεταφέρει στα βαγόνια του.

«...Τα βράδια συνήθιζε, όταν οι ζητιάνοι και ο γέρο- Χουάν έπεφταν για ύπνο, αυτός να πηγαίνει στο σταθμό και να περιμένει να περάσει το νυχτερινό τρένο. Δεν τον τρόμαζαν όλα εκείνα τα φοβερά που είχε ακούσει, ότι δηλαδή ήταν ένα τρένο -φάντασμα, που αφού φύγει από το σταθμό, βγαίνει από τις ράγες του, χώνεται στα σύννεφα και χάνεται, ότι ταξιδεύει ακυβέρνητο, χωρίς μηχανοδηγό, πως δε σταματάει σε κανένα σταθμό, και πως όταν φτάσει στο τέρμα του, που είναι και το τέλος του κόσμου, όσοι είναι μέσα έχουν χάσει τα νιάτα τους. Ότι μπαίνουν νέοι και βγαίνουν γέροι, με άσπρα μαλλιά και φαφούτικα στόματα. Αυτά ήταν λόγια φοβητσιάρικων γυναικών, που ισχυρίζονταν ότι εκεί μέσα συνέβαιναν σημεία και τέρατα , και πως όποιος έμπαινε εκτός από τα νιάτα του έχανε και την ψυχή του...»

Ο ''Ελεγκτής'' του τρένου των νεφών, ως άλλος παιδαγωγός -κηδεμόνας του νεαρού Κανένα θα τον συνοδεύσει σε μια περιπλάνηση ωριμότητας και αυτογνωσίας από βαγόνι σε βαγόνι, σε μια κινηματογραφική μέθεξη, μαζί με εμάς τους θαμπωμένους από την ομορφιά αναγνώστες, στη φαντασμαγορική Ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Αυτόχθονες Ινδιάνοι, θεατρικά δρώμενα με τυχοδιώκτες και αποικιοκράτες, που λυμαίνονται την παρθένα ήπειρο, πανίσχυροι επιχειρηματίες, επαναστάτες με προφανείς αιτίες, γυναικείοι πειρασμοί. Και κάθε φορά που ο Κανένας μετεπιβιβάζεται σ- ένα βαγόνι στο εκμαυλιστικό ταξίδι προς τον ουρανό, κάτι μαγικό συντελείται για να επιβεβαιώσει το θρύλο. Ο νεαρός ενηλικιώνεται ραγδαία, δέκα ολόκληρα χρόνια προστίθενται κι ο αμούστακος άπατρις μεταμορφώνεται σε γκριζομάλλη 50αρη.

«...Τότε ο Κανένας ένιωσε κάτι περίεργο. Ήταν σαν να μεγάλωνε ξαφνικά. Αισθάνθηκε τα δάχτυλα των ποδιών του να μυρμηγκιάζουν, να φουσκώνουν, να σκίζουν το φτηνό πανί των παπουτσιών του και να βγαίνουν έξω. Το ύφασμα του πουκαμίσου του να κομματιάζεται και να γίνεται κουρέλια που κρέμονταν απ' τους ώμους. Το παντελόνι του να διαρρηγνύεται στους μηρούς και στη μέση, και να πέφτει στο δάπεδο του εξώστη. Ένιωσε να παίρνει ύψος υπερφυσικά. Προσπάθησε να δει τα χέρια του που είχαν μακρύνει, τα έφερε κοντά στα μάτια του, και είδε τις παλάμες του μεγάλες και τραχιές σαν των αντρών. Χάιδεψε τα μάγουλά του κι ένιωσε το αγκύλωμα από τα γένια που είχαν φυτρώσει. Δοκίμασε τη φωνή του βγάζοντας ένα μακρόσυρτο ''αααααααααααα'' και την άκουσε μπάσα και βαθιά. Άγγιξε τα πόδια του και τα βρήκε ψηλά και χοντρά, σαν πόδια μεγάλου...»

Το περίκλειστο από βουνά Σαν Πέδρο άξαφνα ανοίγεται στον ωκεανό της ελευθερίας και της γνώσης, προς τα κεί που σπεύδει ολοταχώς το μυστηριώδες τρένο. Στο τελευταίο βαγόνι, τον (και μας) περιμένει ο τυφλός ποιητής. Η προφορική μυθοπλασία του Ίωνα πρωτεργάτη όλων ετούτων των θαυμαστών ταξιδιών από χαρτί και μελάνι και ψυχή συναντάται με τις απέραντες, δαιδαλώδεις βιβλιοθήκες στις οποίες βυθίστηκε στη ζωή του ολάκερη ο ημίτυφλος βάρδος της Λατινικής Αμερικής. ''...Αυτή (σ.σ. η Ρεβέκα) είναι ακόμα πέντε, αλλά εγώ έχω γίνει πενήντα ...'' εξομολογείται απελπισμένος στον τυφλό ποιητή. Για να πάρει την ακόλουθη απάντηση: ''...τα ταξίδια είναι λογιών λογιών, άλλα τα κάνουμε στο χώρο κι άλλα στο χρόνο. Σε μερικά ταξιδεύουμε πραγματικά, ενώ σε άλλα ταξιδεύουμε μέσα μας...''

''Η στροφή σας στον μαγικό ρεαλισμό μήπως είναι μια απάντηση στη δυσάρεστη πραγματικότητα που βιώνουμε;'' ρωτήθηκε πρόσφατα η Ευγενία Φακίνου.

'' Όχι, δε νομίζω. Το θέμα απαιτούσε αυτή την αντιμετώπιση. Βεβαίως, προέκυψε ένα βιβλίο που δεν ασχολείται με την τρέχουσα δυσάρεστη πραγματικότητα, αντιθέτως είναι ένα παρηγορητικό, λυτρωτικό βιβλίο. Το οποίο σε οδηγεί, αφού έχεις αποστρέψει για λίγο το βλέμμα από τα τρέχοντα, να τα ξαναδείς με άλλο μάτι, πιο καθαρό και, θα ήθελα να πιστεύω, πιο αισιόδοξο.''

Κι αλλού εξομολογείται πώς την συνεπήρε η μαγεία του κειμένου:

''Δούλεψα σε συμπυκνωμένο χρόνο, από τις δύο τη νύχτα μέχρι τις δέκα το πρωί, με μεγάλη ένταση και πάθος, σαν να μην ήμουνα εδώ, σαν να μην ήμουνα εγώ. Το γραφείο μου είχε γεμίσει με χιλιάδες σημειώσεις και χαρτάκια («μαύρο πουλί» στον Σεπούλβεδα, «λιτανεία παιδιών» στον Φουέντες, «ναυαγός» στον Μάρκες, «κεφάλι στο ποτάμι» στο Σάμπατο κλπ.), σημειώσεις, παραπομπές, αλλαγές από πρωτοπρόσωπη    σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, που όμως κατέληξαν -έτσι, πιστεύω, τουλάχιστον- σ' ένα ενδιαφέρον και ρέον κείμενο.

«... "Θέλω να σας πω κάτι τελευταίο", είπα για να τους προετοιμάσω για το τέλος. "Εγώ, άλλοτε, δεν ήμουνα αυτό που είμαι τώρα. Έγινα ιστορητής ύστερα, αφού ήμουνα αυτό που είστε εσείς τώρα. Ακουστές. Αυτό ήμουνα εγώ: ακουστής. Έγινε χωρίς να το θέλω. Σιγά- σιγά έγινε. Κι εσείς έτσι θα γίνετε. Από ακουστές, αφηγητές. Να λέτε τις ιστορίες σας. Να τις μαθαίνουν κι οι άλλοι. Να θυμούνται. Οφείλουμε να θυμόμαστε. Να είμαστε η μνήμη των φυλών μας"...»

Εκείνο που ανακαλύπτω ως ένθερμος αναγνώστης της καταξιωμένης Αλεξανδρινής συγγραφέως μας στο Τρένο των Νεφών, μοιάζει με μιαν ένθεη επιστροφή στους μεγάλους γραφιάδες, ως έσχατη Ιθάκη σε χρόνους χαλεπούς κι ως εφαλτήριο πνευματικής αναγέννησης. Κι είναι ταυτόσημο το ταξίδι του Κανένα, ως Οδυσσέα και του καθένα μας, ως αναγνώστη, με ένα παρόμοιο οδοιπορικό, που πραγματοποιεί ο ήρωας του Ενρίκε Βίλα- Μάτας, στο Δουβλίνο του Τζόις και του Μπέκετ, στην πρόσφατη Δουβλινιάδα του και πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι σύγχρονοί μας άξιοι δημιουργοί καταπιάνονται με τη διακειμενικότητα εντός αλλά και μεταξύ των μυθιστορημάτων τους. Αλλά τούτο θα αποτελέσει αντικείμενο ενός επόμενου γραπτού.

Γιώργος Στυλιανού


Ευγενική χορηγία του forfree.gr