Ο Τόμας Μαν αυτοβιογραφείται

Γεννήθηκα στο Lubeck, στις 6 Ιουνίου 1875. Είμαι ο δευτερότοκος γιος ενός εμπόρου και γερουσιαστή της Ελεύθερης Πόλης, του Γιόχαν Χάινριχ Μαν, και της γυναίκας του, Τζούλιας ντα Σίλβα Μπρανς. Αν και ο πατέρας μου ήταν εγγονός πολιτών του Lubeck, η μητέρα μου πρωτοείδε το φως της μέρας στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ως κόρη ενός Γερμανού ιδιοκτήτη φυτειών και μιας Πορτογαλίδας - Κρεολής Βραζιλιάνας, που ήρθε στη Γερμανία όταν έγινε επτά χρονών.

Αποφασίστηκε να αναλάβω την εταιρεία σίτου του πατέρα μου η οποία γιόρτασε την εκατονταετία της όταν ήδη ήμουν αρκετά μικρός και έτσι βρέθηκα να φοιτώ στο τμήμα επιστήμης «Katharineum» του Lubeck. Απεχθάνομαι το σχολείο και μέχρι τέλους απέτυχα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του, εξ αιτίας μιας έμφυτης αντίστασης σε οποιεσδήποτε εξωτερικές απαιτήσεις, την οποία έμαθα αργότερα να διαχειρίζομαι μετά από πολύ μεγάλη δυσκολία. Οποιαδήποτε εκπαίδευση κατέχω την απόκτησα κατά τρόπο ελεύθερο και ως αυτοδίδακτος. Η επίσημη εκπαίδευση απέτυχε να ενσταλάξει μέσα μου οτιδήποτε, ακόμα και την πιο στοιχειώδη γνώση.

Όταν ήμουν δεκαπέντε ο πατέρας μου πέθανε, αν και ήταν σχετικά νέος. Η εταιρεία πουλήθηκε. Λίγο αργότερα η μητέρα μου, μαζί με τα πιο μικρά αδέλφια μου, εγκατέλειψε την πόλη προκειμένου να εγκατασταθεί στο Μόναχο. Αφού τέλειωσα το σχολείο, μάλλον άδοξα, την ακολούθησα και υπηρέτησα προσωρινά ως υπάλληλος στο γραφείο μιας ασφαλιστικής εταιρείας του Μονάχου, της οποίας διευθυντής ήταν ένας φίλος του πατέρα μου. Αργότερα, με σκοπό να προετοιμαστώ για μια σταδιοδρομία στη δημοσιογραφία, παρακολούθησα μαθήματα ιστορίας, οικονομικών, ιστορίας της τέχνης, και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο και το πολυτεχνείο. Ενδιαμέσως πέρασα ένα έτος στην Ιταλία με τον αδελφό μου Χάινριχ, ο οποίος είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημοσιεύτηκε η πρώτη μου συλλογή διηγημάτων, Little Herr Friedemann (1898). Στη Ρώμη άρχισα επίσης να γράφω το μυθιστόρημα Buddenbrooks, το οποίο εκδόθηκε το 1901 και από τότε αγαπήθηκε τόσο πολύ από το γερμανικό κοινό ώστε μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.

Ακολούθησαν κάποιες πιο σύντομες ιστορίες που συμπεριελήφθησαν στον τόμο Tristan (1903), και από τις οποίες η νουβέλα Tonio Kroger θεωρείται συνήθως η πιο χαρακτηριστική, και επίσης οι αναγεννησιακοί διάλογοι Fiorenza (1906), ένα δράμα που, ωστόσο, έχει δουλευτεί περιστασιακά.

Το 1905 παντρεύτηκα την κόρη του Alfred Pringsheim, ο οποίος κατείχε την έδρα των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Από την πλευρά της μητέρας της η σύζυγός μου είναι εγγονή του Ernst και της Hedwig Dohm, του γνωστού βερολινέζου δημοσιογράφου και της συζύγου του, οι οποίοι διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο στο γερμανικό κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών. Κάναμε έξι παιδιά: τρία κορίτσια, εκ των οποίων τη μεγαλύτερη την κέρδισε το θέατρο, και τρία αγόρια, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος έχει αφιερωθεί επίσης στη λογοτεχνία.

Ο πρώτος λογοτεχνικός καρπός αυτής της εποχής είναι το μυθιστόρημα Royal Highness (1909), μια δικαστική ιστορία που παρέχει το πλαίσιο για μια ψυχολογία της τυπικής-αντιπροσωπευτικής ζωής, καθώς και για να τεθούν ηθικά ερωτήματα σχετικά με τη συμφιλίωση μιας αριστοκρατικής, μελαγχολικής συνείδησης με τα αιτήματα της κοινότητας. Ακολούθησε μια ακόμα εργασία μυθιστορηματικού τύπου, το Confessions of Felix Krull, Confidence Man (1922) το οποίο είναι βασισμένο σε μια ιδέα παρωδίας, αυτή της λήψης ενός στοιχείου από τη σεβαστή παράδοση του Γκαίτε, μιας ιδιαιτέρου στυλ, αυτοβιογραφικής και αριστοκρατικής εξομολόγησης, και της μετάγγισής του στη σφαίρα του χιουμοριστικού και εγκληματικού. Το μυθιστόρημα παρέμεινε ημιτελές, αλλά υπάρχουν ειδήμονες που θεωρούν τα δημοσιευμένα τμήματά του το καλύτερό μου και περισσότερο εύστοχο επίτευγμα. Ίσως είναι το πιο προσωπικό πράγμα που έχω γράψει, αντιπροσωπευτικό της στάσης μου απέναντι στην παράδοση, η οποία είναι ταυτόχρονα στάση αγάπης και άρνησης, και η οποία με καθόρισε ως συγγραφέα.
Το 1913 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά μου Death in Venice, το οποίο, εκτός από το Tonio Kroger, θεωρείται το εγκυρότερο επίτευγμά μου σε εκείνο το ύφος. Ενώ έγραφα τα τελευταία τμήματά του, συνέλαβα την ιδέα του The Magic Mountain (1924), αλλά η εργασία μου πάνω σε αυτό διακόπηκε στα πολύ αρχικά στάδια λόγω του πολέμου.
Αν και ο πόλεμος αρχικά δεν μου προέβαλε άμεσες απαιτήσεις, η μεγάλη διάρκειά του επέβαλε πλήρη στάση στην καλλιτεχνική δραστηριότητά μου επειδή με ώθησε σε μια αγωνιώδη επαναξιολόγηση των θεμελιωδών πιστεύω μου, καθώς και σε μια ανθρώπινη και διανοητική αυτοεξέταση, που βρήκε τη συμπύκνωσή της στο Reflections of an Unpolitical Man, που δημοσιεύθηκε το 1918. Το θέμα του αφορά το προσωπικά τονισμένο πρόβλημα του να είσαι Γερμανός, το πολιτικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζεται με το πνεύμα ενός πολεμικού συντηρητισμού που υποβλήθηκε σε πολλές αναθεωρήσεις καθώς η ζωή συνεχίστηκε. Ένας απολογισμός της εξέλιξης των κοινωνικο-ηθικών ιδεών μου βρίσκεται στους τόμους των δοκιμίων, Question and Answer (1922), Efforts (1925), και Order of fhe Day (1930).

Οι κύκλοι των διαλέξεών μου ξεκίνησαν στο εξωτερικό αμέσως αφότου άνοιξαν πάλι τα σύνορα των ουδέτερων ή εχθρικών χωρών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πήγα πρώτα στην Ολλανδία, την Ελβετία και τη Δανία. Το 1923 πραγματοποίησα ένα ταξίδι στην Ισπανία. Τον επόμενο χρόνο βρέθηκα επίτιμος φιλοξενούμενος του πρόσφατα ιδρυθέντος PEN Club στο Λονδίνο. Δύο χρόνια αργότερα δέχτηκα μια πρόσκληση από το γαλλικό τμήμα του ιδρύματος Carnegie, και επισκέφτηκα τη Βαρσοβία το 1927.

Εν τω μεταξύ, το φθινόπωρο του 1924, μετά από πολλές παρατεταμένες καθυστερήσεις, δημοσιεύτηκαν οι δύο τόμοι του Μαγικού Βουνού. Το ενδιαφέρον του κοινού, όπως διαφαίνεται από τις εκατό ανατυπώσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια, απέδειξε ότι είχα επιλέξει την ευνοϊκότερη στιγμή για να βρεθώ στην πρώτη γραμμή με αυτή τη σύνθεση ιδεών επικής σύλληψης. Τα προβλήματα του μυθιστορήματος δεν απευθύνονταν ουσιαστικά στις μάζες, αλλά ενδιέφεραν τους μορφωμένους, όμως τα δεινά εκείνης της εποχής είχαν αυξήσει τη δεκτικότητα του κοινού σε τέτοιο βαθμό ώστε το βιβλίο μου ευνοήθηκε ιδιαίτερα, καθώς έπαιζε γρήγορα και χαλαρά με τη φόρμα του μυθιστορήματος.
Σύντομα, μετά από την ολοκλήρωση του Reflections, πρόσθεσα στα πιο μακροσκελή αφηγήματά μου μια ειδυλλιακή πρόζα, το Bashan and I (1919).  Το The Magic Mountain ακολούθησαν ένα αστικό μυθιστόρημα από την περίοδο της επανάστασης και του πληθωρισμού, το Disorder and Early Sorrow (1926) και το Mario and the Magician, γραμμένο το 1929, που είναι προς το παρόν η τελευταία προσπάθειά μου στις συνθέσεις αυτού του μεγέθους. Γράφτηκε κατά τη διάρκεια της δουλειάς μου για ένα νέο μυθιστόρημα που όσο αφορά το περιεχόμενο και τους στόχους του είναι εντελώς διαφορετικό από όλες τις προηγούμενες δουλειές μου, επειδή αφήνει πίσω του την απομονωμένη σφαίρα των αστών και εισχωρεί σε αυτήν του παρελθόντος και του μύθου. Η βιβλική ιστορία που θα έχει τον τίτλο Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού, και της οποίας τα μεμονωμένα τμήματα έχουν γνωστοποιηθεί μέσω των δημόσιων αναγνώσεων και των δημοσιεύσεων στα περιοδικά, φαίνεται πως έχει ήδη ολοκληρωθεί κατά το ήμισυ. Ένα ταξίδι μελέτης, συνδεδεμένο με αυτό το βιβλίο, με οδήγησε στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1930.
Από τις αρχές των ημερών του ο συντάκτης αυτού του βιογραφικού σχεδιάσματος έχει ενθαρρυνθεί στις προσπάθειές του από το ευγενές ενδιαφέρον των συνανθρώπων του καθώς επίσης και από επίσημες τιμές. Ένα παράδειγμα είναι η απονομή  του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Βόννης, το 1919, και, για να ικανοποιηθεί η γερμανική μου απόλαυση των τίτλων, η σύγκλητος του Lόbeck, της γενέθλιας πόλης μου, μου απένειμε επιπρόσθετα τον τίτλο του καθηγητή επ' ευκαιρία μιας επετείου της πόλης. Είμαι ένα από τα πρώτα μέλη, που διορίστηκαν από την ίδια την πολιτεία, του νέου λογοτεχνικού τμήματος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών. Τα πεντηκοστά γενέθλιά μου συνοδεύθηκαν από αυτές τις εκφράσεις της δημόσιας αγάπης που μπορώ να θυμηθώ μόνο με συγκίνηση, και το επιστέγασμα όλων αυτών των διακρίσεων είναι το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας που μου απονεμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία πέρυσι. Αλλά μπορώ να πω ότι ο σάλος της επιτυχίας δεν έχει εξασθενίσει την σαφή αίσθηση της σχετικότητας της αξίας μου και ότι δεν άμβλυνε ούτε για μια στιγμή την αιχμή της αυτοκριτικής μου. Η αξία και η σημασία της εργασίας μου για τις επόμενες γενιές μπορούν ακίνδυνα να αφεθούν στο μέλλον. Για μένα δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα προσωπικά ίχνη μιας ζωής που βιώθηκε συνειδητά, δηλαδή με ευσυνειδησία.

Πηγή: nobelprize.org