Ένας απρόσμενος φίλος



Ένας απρόσμενος φίλος

Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη

Συγγραφείς: Βασίλης Κουτσιαρής, Γιάννης Διακομανώλης

Εικονογράφηση: Ζωή Λούρα

 

«...κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκύτερα».

Ο τελευταίος σταθμός, Γιώργος Σεφέρης.

Το «Ένας απρόσμενος φίλος» είναι η ιστορία ενός βιβλίου που ζει σε μια βιβλιοθήκη. Μια υποφωτισμένη αίθουσα γεμάτη ιστορίες που ανυπομονούν να σχετιστούν με τους αναγνώστες είναι το περιβάλλον που διάλεξαν οι συγγραφείς του βιβλίου για να πλάσουν την ιστορία τους. Κι ανάμεσά τους ένα βιβλίο με τον συμβολικό τίτλο: «Η ζωή είναι ωραία!» κάθεται μόνο, ξεχασμένο και σιωπηλό περιμένοντας ένα θαύμα. Κάποιο παιδί που θα θελήσει να το διαβάσει και να το κάνει να δει την ίδια του ύπαρξη μέσα από τα δικά του μάτια γιατί εκείνο, όπως κι όλα τα άλλα βιβλία άλλωστε, είναι... τυφλό.
Ώσπου μια μέρα, μπαίνει στη βιβλιοθήκη ένα αγοράκι, ο Φώτης, μαζί με τη μητέρα του και το επιλέγει. Κι από τότε κάθε Σάββατο ερχόταν για να διαβάσει τη συνέχεια. Το βιβλίο, μέσα από τα μάτια του παιδιού, άρχισε να βλέπει τη δική του ζωή ωραιότερη και ανυπομονούσε για κάθε επόμενή τους συνάντηση. Μα ήρθε ένα Σάββατο που ο μικρός δεν εμφανίστηκε. Ούτε το επόμενο ή το μεθεπόμενο. Το βιβλίο ήταν απαρηγόρητο. Η ιστορία του έμεινε μισή. Ακόμα δεν είχε μάθει πως ο ένας και μοναδικός, ο πιο πολύτιμός του φίλος, είχε χάσει την όρασή του.

Κι όταν ξαναήρθε στη βιβλιοθήκη «ο Φώτης ακούμπησε το σελιδοδείκτη και με άνοιξε στη σελίδα που είχε σταματήσει. Ενώ περίμενα να αρχίσει να διαβάζει, δεν το 'κανε. Καθόταν αμίλητος. Όταν έβαλε το χέρι του πάνω μου, όπως συνήθιζε να κάνει, ταράχτηκα. Ένιωσα πόνο, φόβο, θυμό. Και τότε μόνο κατάλαβα. Ο Φώτης δεν έβλεπε! Τα δάκρυά του δεν άντεξαν άλλο κι άρχισαν να τρέχουν στις σελίδες μου. Ήταν τόσα πολλά, που δυνάμωσαν τα γράμματα και τα έκαναν να βγουν στην επιφάνεια. Ο Φώτης ένιωσε τα ανάγλυφα γράμματα και άρχισε να τα ακουμπάει σιγά σιγά».

Παίζοντας με διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης το «Ένας απρόσμενος φίλος» μας μιλά πρώτα πρώτα για τις βιβλιοθήκες, τα βιβλία, τη φιλαναγνωσία, τη φιλία, την «ψυχή» κάθε βιβλίου, τη φαντασία, το φως και το σκοτάδι, την αγάπη. Μα αγγίζει και ένα θέμα δύσκολο με τρυφερότητα, αυτό της αναπηρίας. Μιλά στα παιδιά που δεν βλέπουν χρησιμοποιώντας ένα βιβλίο μοναχικό που μας αφηγείται τη χαρά του να «βλέπει» τα χρώματα μέσα από τις λέξεις και τα μάτια του αναγνώστη. Ακόμα κι αν το πρόβλημα του παιδιού ήταν τελικά παροδικό και η όρασή του αποκαταστάθηκε ο αφηγητής μας, το βιβλίο δηλαδή, παραμένει τυφλό όπως κάθε άλλο του είδους του. Ένα εξαιρετικό εύρημα για να μας μιλήσουν οι συγγραφείς για κάτι πιο ουσιαστικό, πιο βαθύ, πιο ανθρώπινο και σαφώς σκληρό και αληθινό σαν τη ζωή που δεν πρέπει να πάψει να είναι όμορφη. Μιλά για σχέσεις αλλά και την εξοικείωση των παιδιών με την εικόνα και την ιδέα της αναπηρίας των ίδιων ή άλλων παιδιών.

«όταν κοντά σου έχεις ανθρώπους που αγαπάς και σ' αγαπούν, η ζωή παίρνει άλλο νόημα. Ένα λουλούδι μυρίζει πιο έντονα, ένας ήχος ακούγεται πιο μελωδικά, μια αγκαλιά ζεσταίνει πιο πολύ. Το μαύρο παύει να είναι πιο σκοτεινό, αφού παίρνει φως και χρώμα μέσα από τα μάτια των άλλων».

Απλά είναι όλα όταν αγαπάς, τόσο απλά... σαν ένα πολύχρωμο βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο και ταξιδιάρικη εικονογράφηση όπως αυτή της Ζωής Λούρα. Εύχομαι αυτό το βιβλίο να μιλήσει στις καρδιές όλων και να αγαπηθεί πολύ!

Λιάνα Δενεζάκη