Μουσική στο προσκέφαλό μου

του Basar Kursat

 Από τις πιο ωραίες, άμεσες και ουσιαστικές ιστορίες αγάπης! Η Αλκυόνη Παπαδάκη μιλάει τουρκικά!


SPOILERS

 

Το βιβλίο είναι τόσο μα τόσο ωραίο, τρυφερό και καλογραμμένο που ό,τι γράψω από δω και κάτω θα ξενίσει οποιονδήποτε δεν το έχει διαβάσει. Οπότε εμπιστευτείτε με και διαβάστε το οπωσδήποτε.

Τι έχουμε εδώ; Μια κατά τα άλλα χιλιογραμμένη και χιλιοειπωμένη ιστορία αγάπης, όπου εκείνη παντρεύεται με δική της απόφαση από συνοικέσιο σε νεαρή ηλικία τον Τουργκούτ, έναν Τούρκο διπλωμάτη και τον ακολουθεί στα ταξίδια του. Όταν γνωρίζει όμως τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Φουάτ ερωτεύονται κεραυνοβόλα ο ένας τον άλλον! Είναι και οι δύο παντρεμένοι όμως κι ειδικά ο ένας είναι και γνωστό πρόσωπο της πολιτικής επικαιρότητας. Γνωρίζονται, ερωτεύονται, αγαπιούνται. Τελικά η αφηγήτρια (ποτέ δε μαθαίνουμε το όνομά της) χωρίζει και περιμένει τον αγαπημένο της. Ο Φουάτ κατορθώνει να κάνει κάποιες μικρές αλλαγές στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή του για να ξεκλέβει χρόνο να τον περνάνε μαζί. Ζούμε τη δύσκολη για την Τουρκία δεκαετία του 1950. Ώσπου στο πραξικόπημα του 1960, ένα βήμα πριν ο Φουάτ παραιτηθεί από τη δημόσια ζωή και πάρει διαζύγιο, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανατρέπει τα πάντα και απαγχονίζει τους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης, που κρίθηκε παράνομη! Η αφηγήτρια μας περιγράφει τα γεγονότα, ξαπλωμένη σε ένα άδειο κρεβάτι, με τη μουσική του αγαπημένου τους τραγουδιού στο προσκέφαλό της.

Από τα ωραιότερα ερωτικά μυθιστορήματα, με έναν βαθύ πόνο και μια έντονη αυτογνωσία, με λέξεις κοφτές, ωμές και ρεαλιστικές, μαθαίνουμε για αυτήν την ιστορία αγάπης με αντικειμενικότητα και χωρίς εξάρσεις ή μελό σκηνές που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ξεπηδήσουν και να ρίξουν το επίπεδο του βιβλίου σε αυτό ενός άρλεκιν. Τι το σώζει από το να κυκλοφορήσει σε σχήμα τσέπης στα περίπτερα; Νομίζω η γραφή, τα κοσμητικά επίθετα, τα συναισθήματα της κοπέλας που είναι αληθινά και στέρεα δομημένα, ο εσωτερικός της κόσμος που παρουσιάζεται με πραγματικά ερωτήματα, αγωνίες και ελπίδες, αληθινά αισθήματα, οι συνεχείς ανατροπές στη σχέση της (δεν περίμενα ποτέ ότι όντως θα ζήταγε διαζύγιο, δεν περίμενα ποτέ ότι ο Φουάτ θα έφτιαχνε σπιτικό μαζί της έστω και για τα Σαββατοκύριακα, δεν περίμενα ποτέ ότι η γυναίκα του θα την επισκεπτόταν στο σπίτι της (τους) απλά για να δει πού ζει ο άντρας της και να φύγει χωρίς σκηνές και φασαρία). Και φυσικά λείπουν οι σαχλές και ανάλατες ερωτικές σκηνές (παραδόξως!). Μόνο η πρώτη τους φορά δίνεται με ρομαντικά χρώματα και σαχλαμαρίσματα αλλά κι αυτό σύντομα, σχεδόν περιληπτικά.

Επίσης το βιβλίο είναι γεμάτο με εικόνες μιας Πόλης που αλλάζει και μιας χώρας που αναζητά την ταυτότητά της σε δύσκολες πολιτικές συνθήκες, με αποκορύφωση το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960. Η πρωταγωνίστρια μας μεταφέρει τα πάντα χωρίς να γίνεται φλύαρη και κουραστική: πώς μεγάλωσε, πώς ένιωσε όταν είδε τον σύζυγό της, πώς ένιωσε όταν είδε τον εραστή της, πώς ένιωθε μέσα στον γάμο της πριν και αφού ανατράπηκαν τα πάντα, ποιες οι σχέσεις της με τους γονείς της, τον αδερφό της, την καλύτερή της φίλη, πώς περνούσε τον χρόνο της ως σύζυγος διπλωμάτη σε Αμερική και Λονδίνο, πριν επιστρέψει στην Πόλη, στο σπίτι της γιαγιάς της. Βλέπουμε τον κουλουρά το πρωί, τα ταξί στους δρόμους, το καραβάκι που μεταφέρει στα Πριγκηπόννησα τον κόσμο, την ανατολή στον Βόσπορο, την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Μόνη μου ένσταση είναι το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια δεν δουλεύει, τι στο καλό δέχτηκε η μάνα της να την πληρώνει και να την ταΐζει; ειδικά μετά το διαζύγιο; και δέχτηκε κάνα δυο χρόνια την όρη της να γυρίζει άεργη από δω κι από κει; τελικά έχουμε πολλά κοινά σα χώρες).

Όλα καλογραμμένα, άριστα δοσμένα, χωρίς υπερβολές και φανφάρες, όλα τα γεγονότα άρρηκτα δεμένα με τη ροή της αφήγησης, τίποτα περιττό, τίποτα ανούσιο και να σκεφτείτε ότι το έγραψε άντρας! Μπράβο του, χίλια μπράβο του. Ευτυχώς τις τελευταίες σελίδες τις διάβασα στο σπίτι μου κι όχι στο λεωφορείο, αλλιώς πάλι θα έχανα καμία στάση ή θα με κοίταζε παράξενα ο κόσμος. Το ένιωθα ότι η ιστορία αυτή δεν θα είχε αίσιο τέλος αλλά δεν περίμενα ότι ο Φουάτ θα ήταν το θύμα μιας στρατιωτικής παράνοιας κι ότι ο έρωτας αυτός θα τέλειωνε τόσο σύντομα (καλά, πέρασαν τρία χρόνια αλλά μπροστά στα όνειρα και στα σχέδια που κάνανε, δεν ήταν τίποτα) και τόσο άδικα.

Το βιβλίο ξεκινάει με μια από τις ωραιότερες εισαγωγές που έχω διαβάσει (απολαύστε αποσπάσματα ακολούθως) (κοφτές φράσεις, καίριες, μικρές παράγραφοι, καλοδουλεμένοι διάλογοι, σωστή έκφραση, ευτυχώς καλή μετάφραση):

"Παράξενη που είναι η μνήμη του ανθρώπου! Οι εικόνες θαρρείς ξαφνικά και ζωντανεύουν, τα χρώματα ξεχωρίζουν κι είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια χαλασμένη μηχανή του χρόνου που σε τινάζει από δω κι από κει σε άλλες εποχές. Οι χρόνοι και οι εικόνες μπερδεύονται μεταξύ τους. Αδυνατείς να ξεχωρίσεις σε ποια μνήμη αντιστοιχεί, ας πούμε, μια μυρωδιά. Κι ίσως μόνο από αυτόματη αντίδραση να ξέρεις τι από όλα σου είναι πολύτιμο-καθώς τα πάντα εκσφενδονίζονται μέσα στην περίπλοκη τάξη της μνήμης σου, καθώς οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σαν να περνάνε με ταχύτητα από το παράθυρο ενός τρένου, κάποια από αυτές για μια απειροελάχιστη στιγμή λαμπυρίζει και τότε θα ήθελες όσο τίποτε άλλο στον κόσμο να επιστρέψεις στη στιγμή, στην εικόνα, στην αίσθηση εκείνη που ούτε καν είχες αντιληφθεί ενόσω τη ζούσες" (σελ. 9).

"Λένε ότι είναι ωραίο να θυμάσαι. Δεν είναι, όχι. Οι μνήμες μας κάνουν να χαμογελάμε για μια στιγμή και μετά, εκεί που πας να απλώσεις το χέρι να τις πιάσεις, σβήνουν και χάνονται κι όσο κι αν προσπαθήσουμε δεν αφήνουν μέσα μας παρά μόνο έναν σουβλερό πόνο" (σελ. 10).

"Είναι κουραστικό να θυμάσαι. Αλλά έτσι και το πετύχετε, αν δεν ξεχάσετε τίποτα, αν έχετε πάντα μαζί σας αυτούς που χάσατε, τις εικόνες, τις λεπτομέρειες, τα πρόσωπα, τις μυρωδιές, τις φωνές, τότε δε χρειάζεται να τα θυμάστε γιατί αυτά θα είναι πάντα μαζί σας. Και δε θα αποτελούν μιαν ανάμνηση, ούτε ξεθωριασμένα και παλιωμένα κομμάτια της ζωής σας που χάθηκε, ούτε θαμπές εικόνες σε φωτογραφίες που είναι αδύνατον να τις ξαναζήσεις ή να τις αλλάξεις, αλλά θα είναι η ίδια η ζωή που προχωράει μαζί σας σαν ένα παντοτινό παρόν. Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται. Είναι όπως κάποιος που σας λείπει ακόμη κι όταν είναι δίπλα σας, που τον θυμάστε ακόμη και τότε..." (σελ. 13).

"Γιατί ποιος από μας άραγε είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι μια αναπάντεχη σύμπτωση, που μας συμβαίνει κάποια των ημερών, είναι εκείνο το μαγικό σημαδάκι που φανερώνεται στη μικρή ηρωίδα μας και ξεκινάει την όλη περιπέτεια;" (σελ. 15).

"Και στ' αλήθεια τι άλλο μπορεί να είναι κάποιες συμπτώσεις παρά ένα πεπρωμένο, ένα αναπάντεχο δώρο που μας κάνει η ζωή; Δε θα μάθουμε και δε θα καταλάβουμε ποτέ γιατί τάχα να είναι αυτό το γραφτό μας, γιατί, ενώ θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε κάτι τελείως διαφορετικό, ξαφνικά, με μια μικρή λεπτομέρεια που δεν την προσέχουμε καν, με μιαν απροσδόκτη έκπληξη, μ' ένα μικρό παιχνίδι της μοίρας, μας ρίχνει κάπου που δεν περιμέναμε καθόλου...Πως κάτι που κρατάει μερικά δευτερόλεπτα μπορεί να καθορίσει μιαν ολόκληρη ζωή. Τι αλλόκοτο παιχνίδι! Ο καθένας είναι υποχρεωμένος να το ξαναμάθει κάθε φορά από την αρχή, να ξανακάνει τα ίδια λάθη, να αυτοπροστατευτεί. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι γνωρίζει πραγματικά αυτό το παιχνίδι κι ούτε να πει πώς θα το παίξει κάποιος άλλος. Ούτε σας δίνεται η ευκαιρία να καθίσετε σε μιαν άκρη και να παρακολουθείτε απλώς, ακόμη και σαν θεατής είστε μέσα στο παιχνίδι, δεν έχετε καμιάν άλλη επιλογή από το να αποτελείτε κάποιο κομμάτι του. Μήπως όμως θα μπορούσατε να σταθείτε τουλάχιστον σ' ένα σημείο και να αλλάξετε τον ρόλο που παίζετε;...Είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε χωρίς να ξέρουμε τίποτα και να μάθουμε όλους τους κανόνες μόνοι μας. Αν σκεφτόαμσταν ότι κάθε βήμα που κάνουμεμπορεί να είναι καθοριστικό για το απώτερο μέλλον, για τα χρόνια που θα 'ρθουν, δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Μα δεν είανι άδικο; Να είστε υποχρεωμένοι να μεπίτε και μάλιστα χωρίς δεύτερη ευιακιρία, σ' ένα παιχνίδι όπου δεν μπορείτε να ορίσετε καν σε ποιους επιτρέπεται να πάρουν μέρος" (σελ. 17-18).

Και η ιστορία ξεκινά!

"Αν μου 'λεγαν να διαλέξω μια οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μου και να παραμείνω εκεί ως την αιωνιότητα, θα ήθελα μόνο ένα από τα δύο πράγματα. Το ένα θα 'ταν τότε που κάνω κούνια στον κήπο των παιδικών μου χρόνων, στην κούνια που κρέμεται από ένα κλαδί του δέντρου... Το άλλο, η πρώτη μέρα που φιλήθηκα με τον άντρα που αγάπησα περισότερο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο στη ζωή μου" (σελ. 24).

"Όπως καταλαβαίνετε, το μυαλό μου είναι σκόρπιο, γι' αυτό και δεν μπορώ να σας τα διηγηθώ χωρίς να σας μπερδέψω...Είμαι σαστισμένη σαν το μικρό παιδί που βρέθηκε στη σοφίτα ενός στοιχειωμένου σπιτιού, η οποία είναι ξέχειλη από παλιά πράγματα, και θέλω να πιάσω ό,τι πέσει στο μάτι μου, να το ψαχουλέψω, να το κοιτάξω από μέσα, αλλά εκεί που παίζω με ένα πράγμα, το μάτι μου καρφώνεται σε κάτι άλλο..." (σελ. 25).

"Σ' αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε σταθερό, κι ας το νομίζουμε έτσι-εκσφενδονιζόμαστε όλοι στην πανίσχυρη στρόφιγγα της ζωής, ώσπου μία των ημερών, πριν καλά καλά το αντιληφθούμε, θα μας πετάξει έξω. Αυτά σκεφτόμουν και παραιτήθηκα" (σελ. 57).

"Τούτα τα παιδιά με τα γελαστά πρόσωπα που στέκονταν μέσα στις φωτογραφίες σαν μέγας ήρωας το καθένα, με μετάλλια σε σχήμα μοβ καρδιάς που κρέμονταν πάνω από τις κορνίζες, κάποια μέρα είχαν αποχαιρετήσει τη μάνα και τον πατέρα τους, τα νιάτα τους που κυλούσαν κανονικά, ίσως το κορίτσι τους, την αρραβωνιαστικιά, τη σχολή τους, τις απλές συνήθειες της ζωής κι είχαν πάει σε μιαν άγνωστη χώρα για να πεθάνουν από τη σφαίρα κάποιου άλλου παιδιού που ούτε καν γνώριζαν αλλά που ακριβώς το ίδιο όπως κι αυτά είχε αφήσει στα μισά τη ζωή του, κάποια στιγμή αναπάντεχα, για να πάει να πολεμήσει. Τόσο μακριά από τον τόπο τους..." (σελ. 61).

"Για καιρό ατέλειωτο παλεύουμε όλοι με κείνον τον συρφετό που υπάρχει μέσα μας, εκείνο το άμορφο ζυμάρι, πασχίζοντας να φτιάξουμε από αυτό ένα σχήμα, ένα τέλειο σχέδιο, ένα σύνολο που θα αρέσει στους άλλους και θα το επικροτήσουν. Είναι σαν ένας εμφύλιος που δεν τελειώνει ποτέ. Σκοτώνουμε κι αφανίζουμε τα κομμάτια μας, τα αιχμαλωτίζουμε, τα στριμώχνουμε, τα αλλάζουμε και τελικά δημιουργούμε κάτι που το θεωρούμε ενιαίο σύνολο, έτσι περνάει η ζωή μας" (σελ. 104).

"Έτσι είναι, οι λέξεις έχουν δύναμη. Και πιστέψτε με, αν υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί στην καρδιά των γυναικών, αυτός περνάει μέσα από τις λέξεις. Ή μάλλον, είναι στρωμένος από λέξεις. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να κλέψει το μυαλό μιας γυναίκας όσο μια σωστή σειρά λέξεων" (σελ. 133).

"Όταν βλέπω αυτά τα ετοιμόρροπα ξύλινα σπίτια που ακουμπούν το ένα στο άλλο σαν παλιές γειτόνισσες που βάζουν το κεφάλι τους η μια στον ώμο της άλλης, στο όνομα της καλής γειτονίας και μόνο με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν μετά από χρόνια να στέκονται ακόμα όρθια, τότε καταλαβαίνω ότι έχω έρθει στη χώρα μου" (σελ. 176).

"Τις πιο πολλές φορές αγαπάμε όποιους κάνουν αυτό που θέλουμε, όποιους φέρονται με τρόπο που μας ταιριάζει. Κοντά τους νιώθουμε ασφαλείς. Στην ουσία είναι εύκολο ν' αγαπάμε αυτούς που μας πάνε. Το δύσκολο είναι να μπορούμε ν' αγαπάμε αυτούς που δε μας μοιάζουν και που δεν κάνουν αυτό που θέλουμε. Είναι δύσκολο να μπορείς ν' αγαπάς κάποιον απλά και μόνο επεδή υπάρχει, επειδή είναι ο εαυτός του, όχι να τον αγαπάς επειδή σε κάνει ευτυχισμένη" (σελ. 224).

"Λένε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ορίσει τη ζωή του, ότι κρατά τη μοίρα του στα χέρια του. Μην τυχόν και το πιστέψετε. Η ζωή βρίσκεται στα χέρια μιας μοίρας που διαγράφεται από συμπτώσεις που δε θα τις μάθουμε ποτέ" (σελ. 234).

"Πρώτη φορά μετά από χρόνια καταφέρνω να τα βάλω όλα αυτά στη θέση τους με τόση διαύγεια. Είναι σαν να κάνω μια μεγάλη φασίνα στο σπίτι. Πράγματα που θα πεταχτούν, άλλα που θα ξεχωριστούν για να δοθούν, κι άλλα που ήταν κάπου ξεχασμένα αλλά τώρα που τα είδατε ξανά καταλαβαίνετε πόσο σας είχαν λείψει, άντε, ας τους κάνουμε ένα ξεσκόνισμα και να τα βάλουμε πάλι σε μια περίοπτη γωνιά" (σελ. 332).

Εδώ το τραγούδι που ακούνε ο Φουάτ και η κοπέλα του (εκείνη μικρότερή του αρκετά χρόνια) για έναν πενηντάρη δάσκαλο που γνώρισε μια 18χρονη κοπέλα και αναρωτιόταν πού ήταν κρυμμένη τόσο καιρό: http://www.youtube.com/watch?v=SfHpRnILTDg (Σας συνάντησα μια βραδιά της άνοιξης / πετούσατε εδώ κι εκεί χαρούμενη / σας κοίταξα βαθιά στα μάτια / και χαμηλώσατε το βλέμμα, γιατί; / Ένας πόθος παλιός που ξύπνησε μέσα μου / είπε αυτό έψαχνες από χρόνια / μα τώρα σκύβω το κεφάλι και σας ρωτώ / πού ήσαστε ως τώρα;)

Πάνος Τουρλής