Σταχτόνερο

της Κωνσταντίνας Μόσχου

Η δημοσιογράφος Ξένια Μαρίνη ταξιδεύει ως το Λίθι της Ηπείρου, όπου είχαν γεννηθεί οι γονείς της, για να γράψει ένα ρεπορτάζ γύρω από τη δολοφονία της γυναίκας του Νάσου Παλυβού, Αντωνίας Κασκούρη, από τον αδερφό του, Μανώλη. Εκεί αντικρίζει καχυποψία, εχθρότητα, δυσπιστία και αρνητισμό. Τι κρατάει κλειστά τα στόματα και γιατί; Ποια απ’ όλες τις θεωρίες που άκουσε, μάντεψε και κατέγραψε η Ξένια για χάρη του ρεπορτάζ είναι η σωστή; Πόσο έτοιμη είναι να ξαναμπεί στη ζωή του Νάσου όταν όλοι έχουν καρφωμένα τα μάτια τους στα παράθυρα της ζωής τους; Ο Μανώλης είναι όντως ένοχος ή κρύβεται κάτι άλλο πίσω από τη δολοφονία;

Η Κωνσταντίνα Μόσχου, με διακεκριμένη θέση στον χώρο της ιστορικής και της αστυνομικής λογοτεχνίας, αυτήν τη φορά αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το βασικό μοτίβο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος για να προσπαθήσει να υπεισέλθει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και να καταδείξει εκείνες τις λεπτές, ανεπαίσθητες διαφορές και τις μικρές ανατροπές που καθορίζουν το ποτάμι της ζωής όλων μας. Έχουμε μια δολοφονία και μια ομολογία κι έτσι αφήνεται άπλετος χώρος για μια σκιαγράφηση χαρακτήρων ακριβοδίκαιη, αντικειμενική και απόλυτα ρεαλιστική. Η συγγραφέας δεν παίρνει θέση πουθενά κι αφήνει μόνους τους πρωταγωνιστές να σκεφτούν, να πράξουν, να μετανιώσουν, να υποστηρίξουν, να κάνουν λάθη, να δικάσουν, να ξεγελάσουν, να εξαπατήσουν, να μισήσουν, να κλέψουν, να κρύψουν μυστικά. Δε χάνουμε όμως και το μέτρο, μιας και η πλοκή παραμένει πάντα σφιχτή και εξελίσσεται ανοδικά, με τις απαραίτητες ανατροπές και εκπλήξεις που θα κρατήσουν τον αναγνώστη σε εγρήγορση ενώ ταυτόχρονα η ενδοσκόπηση, το αίτιο και το αιτιατό παρατίθενται με γρήγορο και ρέοντα λόγο, κοφτές προτάσεις και διαλόγους μόνο με τις απαραίτητες λέξεις.

Παραδόξως, από την αρχή σχεδόν υπάρχει μια αρνητικότητα και μια προκατάληψη της Κωνσταντίνας Μόσχου απέναντι στις κλειστές, σχετικά απομονωμένες κοινωνίες της ελληνικής υπαίθρου, κάτι που υποσκελίζει την προηγούμενη παρατήρηση περί αμεροληψίας απέναντι στο κείμενό της, κεφάλαιο προς κεφάλαιο όμως αρχίζουν να αποκαλύπτονται τα σκοτεινά μυστικά των κατοίκων κι έτσι κατάλαβα κάποια στιγμή πως αυτή η στάση είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Οι περιγραφές είναι αδίστακτες και ωμές: «Τα πρόσωπά τους ήταν κατακόκκινα από το κρύο και τον καθαρό αέρα του υψόμετρου αλλά γεμάτα ρυτίδες της κακίας, ένα τεράστιο νι ανάμεσα στα φρύδια και μπόλικες χαρακιές ακτινωτά γύρω από τα σουφρωμένα χείλη» (σελ. 240). Η ελεύθερη βούληση και η ιδιωτικότητα καταστρατηγούνται: «Ζούμε σ’ έναν μικρό τόπο. Ό,τι και να πεις μεγαλόφωνα είναι σαν ν’ ακούς τη φωνή σου στο φαράγγι. Δεκάδες φωνές θα το επαναλάβουν σε ηχώ. Κάποιοι, στο τέλος της φράσης, θα χάσουν κάτι απ’ την αρχή και θα συμπληρώσουν αυτό που πιστεύουν ότι λείπει» (σελ. 76).

Λίγες ώρες συναναστροφής με τους κατοίκους του Λιθίου και ο καθένας θα έδινε δίκιο στην οργή της αφηγήτριας: «Λες και όλες οι σκέψεις είχαν μαζευτεί σαν μπλεγμένος καπνός στο κεφάλι μου, από κάτι που εκείνη την ώρα καιγόταν φριχτά. Και αυτό το κάτι ήταν πολύ σπουδαίο για μένα. Ήταν η εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Καψαλισμένες φρούδες ελπίδες για την ανωτερότητα του ανθρώπινου είδους, αυτού που μπορεί να κάνει στάχτη οποιονδήποτε πολιτισμό μπορεί να παράγει, όταν στην πλειονότητά του αποτελείται από κατώτερους, μίζερους, τοξικούς ανθρώπους» (σελ. 179). Και στη συνέχεια: «Όταν κάποιος κουβαλά τη θλίψη μέσα του, δεν μπορεί πια να προστατέψει τον εαυτό του. Φαγώνεται από μόνος του. Εσωτερικά, κανιβαλιστικά, απάνθρωπα» (σελ. 309).

Εκτός όμως από διεισδυτική παρατηρητικότητα και ανατριχιαστικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες, έχουμε και ενδελεχή μελέτη συνηθειών και νοοτροπίας συνολικά των κατοίκων ενός χωριού. Μέσα από τα λόγια των συγγενών του Νάσου και των παριστάμενων στο καφενείο και τα χωράφια βγαίνουν αντιλήψεις παρωχημένες αλλά απόλυτα ταιριαστές σε μια κλειστή κοινωνία (υποτιμητική ματιά στη θέση της γυναίκας, η κλασική ερώτηση «τίνους είσι συ», η ολονυχτία στο πλάι του νεκρού στην οποία αναγκάζουν να παρίστανται και παιδιά, το προσωνύμιο της συζύγου από το όνομα του άντρα της, π. χ. η νεκρή αποκαλείται πλειστάκις και Νάσαινα κλπ.). Όλα αυτά προσιδιάζουν σ’ έναν κλειστό σωρό από ομόκεντρους κύκλους, που καταλήγουν στην Αντωνία Κασκούρη. Ποια ήταν πραγματικά αυτή η γυναίκα, πώς συμπεριφερόταν, πώς κινούνταν, γιατί έδινε λαβές για σχόλια αμφιβόλου ηθικής; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται τη στιγμή που πρέπει, συγκροτώντας μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και μέσα απ’ αυτήν ανασυστήνοντας τη χωριάτικη αντίληψη μιας κοινωνίας συνηθισμένης στις ερημιές και τις δυσκολίες του βουνού.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ξένια άρχισε να υποκύπτει στο φλερτ του Νάσου ήταν απόλυτα σωστός και είχε λογικές αιτίες και αφορμές. Ταυτόχρονα όμως ξεκίνησε κι ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη, μιας και, μετά από «φιλικές συζητήσεις» με άτομα του κοντινού περιβάλλοντος της οικογένειας, η Ξένια κατάλαβε πως είχε πολλή δουλειά να ξεκαθαρίσει και πως η ήρα ήταν αυτοκόλλητη με το στάρι. Μέσα σ’ όλα, υπάρχει και η μαρτυρία του δολοφόνου που ίσως λέει την αλήθεια, ίσως εκδικείται με τον τρόπο του, ίσως ζηλεύει… «Μπορεί να νικήσει το μίσος την αγάπη; Ίσως. Προσωρινά. Γιατί το μίσος είναι ένα ξέσπασμα, ενώ η αγάπη έχει βάθος» (σελ. 242).

Ο Μπίλιος (εκ του Χαράλαμπος) είναι κατ’ εμέ μια εξίσου τραγική φιγούρα, μιας κι ενώ αρχικά εμφανίζεται ως ο «χαζός του χωριού», τελικά είναι μια προσωπικότητα που προσπαθεί να φυλαχτεί και να μην προκαλεί, αθώος και άδολος ως το μεδούλι. Αγάπησε όπως κι όλοι οι κάτοικοι την Αντωνία, την Ντόνα τους, θέλει να έρθει η αλήθεια στο φως, κάτι υπάρχει όμως στον αέρα που θα δυσκολέψει την Ξένια. Όσο πλησιάζουμε στο τέλος, οι αποκαλύψεις είναι απανωτές, απαρτίζουν μια ατσάλινη ασπίδα, πίσω από την οποία έχει καλυφθεί ένα ολόκληρο χωριό, και η τελική αλήθεια, η λύτρωση, ίσως και η τίσις θα έρθει αρκετό καιρό μετά.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ακολουθεί το σχήμα του πρωθύστερου, μιας και το βιβλίο ξεκινάει με μια σημαντική για την Ξένια συνάντηση, που θα πυροδοτήσει τις αναμνήσεις της για όσα έγιναν είκοσι χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 1998. Κι όταν έρθουν όλα κοντά στη λύση, επιστρέφουμε στο παρόν για τις τελευταίες πινελιές ενός σκούρου κατά βάσιν λογοτεχνικού πίνακα. Η ένταση που δημιουργείται από τον τρόπο αφήγησης και τις κοφτές προτάσεις διανθίζεται κατά τόπους από διακριτικό χιούμορ: «Δε θα καθόμουν ούτε λεπτό στις ερημιές, παρέα μ’ έναν τόσο περίεργο τύπο, κάποιον που σου έδινε την εντύπωση ότι τα έχει τετρακόσια αλλά του λείπουν τις περισσότερες φορές τα υπόλοιπα τριακόσια ενενήντα εννέα» (σελ. 92). Εξίσου υπέροχες και λυρικές οι παρομοιώσεις της συγγραφέως με δείγματα της ελληνικής μυθολογίας και τον τρόπο απόδοσης του ηπειρώτικου τραγουδιού. Μώρες και Ύπνος, ο γυριστής κι ο ρίχτης, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και του ηπειρώτικου μοιρολογιού συνυπάρχουν με τις συνθήκες που περιγράφονται στη σημερινή εποχή και βρίσκουν το ταιριαστό είδωλό τους στις καταστάσεις που ζουν η Ξένια και ο Νάσος.

Δύο είναι οι μεταφορικές έννοιες που χρησιμοποιεί η Κωνσταντίνα Μόσχου στο έργο της και γύρω από τις οποίες θα αναπτύξει την πλοκή της: οι ακρίδες και το σταχτόνερο. Με ακρίδες παρομοιάζει τους κατοίκους του Λιθίου και ευρύτερα κάθε καιροσκόπο και αδίστακτο άνθρωπο που καιροφυλακτεί για να επιτεθεί σε ανυποψίαστα θύματα, ακριβώς σαν τους συγχωριανούς της Αντωνίας: «Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Που κάθονται έξω απ’ το παράθυρό σου και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Είναι δύσμορφοι στην ψυχή σαν ακρίδες. Και λέω σαν ακρίδες γιατί αυτό είναι ένα είδος που ο καθένας μας απεχθάνεται και φοβάται ταυτόχρονα. Η ακρίδα κάθεται. Και περιμένει. Διαθέτει ανεξάντλητη υπομονή -όποτε βρίσκεται μόνη της, γιατί σε κοπάδι συμπεριφέρεται με θρασύτητα… Πέφτουν εκατοντάδες πάνω στη χλωρίδα και απομυζούν ζωή, ξεραίνοντας τα πάντα στο διάβα τους» (σελ. 12). Και από την άλλη έχουμε το σταχτόνερο, τη γνωστή αλισίβα, που μόνο τη μία της πλευρά μπορώ να σημειώσω εδώ, μιας και η άλλη είναι αναπόσπαστα δεμένη με μια σημαντική αποκάλυψη: «Κανείς δε θέλει να κουβαλά στάχτες στα όνειρά του. Εδώ είναι η ζωή. Νερό και στάχτη, ένα μυστηριώδες λίπασμα εμπειριών, που μας κάνει να είμαστε συνειδητοποιημένοι απέναντι στο κακό. Χωρίς να μας οχυρώνει, το περιμένουμε με λιγότερο τρόμο» (σελ. 259).

Το «Σταχτόνερο» λοιπόν είναι οι τραγικές συνέπειες των κλειστών στομάτων και της εχθρότητας σε κάθε τι αλλότριο κι αλλόκοτο, το αποτέλεσμα απρόβλεπτων συνεπειών, η απεικόνιση μιας κοινωνίας με δικούς της κανόνες, καθόλου αποδεκτή από τον όποιο «ξένο». Ταυτόχρονα όμως είναι η καταγραφή ενός έρωτα σε αντίξοες συνθήκες, αναπάντεχου και αδόκιμου, είναι η τιμωρία μιας αδικίας, είναι το τέλος της έπαρσης και της αλαζονείας. Ξεκινάει ως αστυνομικό είδος, όμως οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους με τράβηξαν σ’ έναν κυκεώνα ανθρώπινων σχέσεων στις οποίες δε θα ήθελα να μετέχω λόγω του αδίστακτου των επιλογών τους και της απάνθρωπης εν όλω ή εν γένει συμπεριφοράς. Σκοτάδι, μίσος, αρνητισμός κι απ’ την άλλη αγάπη, ελπίδα, αγώνας για ένα καλύτερο ηθικά αύριο. «Μαθήματα μίσους είναι εύκολο να δίνεις. Το αντίθετο, να διδάσκεις αγάπη σε έναν κόσμο μίσους, είναι το ζητούμενο» (σελ. 198). Στάχτη και νερό, αγάπη και μίσος, προδοσία και έρωτας, ψέμα και αλήθεια, όλα εδώ, όλα στρωτά και έντονα γραμμένα.

Πάνος Τουρλής