Το κορίτσι της ντροπής

της Σοφίας Βόικου

Η Βιολέτα Μετρεντζή βλέπει τη ζωή της ν’ αλλάζει όταν εισβάλλουν οι Γερμανοί στην Αθήνα κι ερωτεύεται τον δεκανέα Γκούσταφ Μίλερ. Είναι η ώρα της Εθνικής Αντίστασης, του αγώνα κατά των κατακτητών όμως η Βιολέτα γυρίζει την πλάτη σ’ όλ’ αυτά και ζει τον έρωτά της με τον δικό της Γερμανό. Σύντομα μένει έγκυος κι αυτό είναι κάτι που η τοπική κοινωνία δε θα συγχωρήσει ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα, μια γυναίκα ψάχνει την ταυτότητά της, τον ρόλο της στη ζωή, το παρελθόν της κι επιστρέφει στην Ελλάδα για να βρει μιαν άκρη. Θα τα καταφέρει; Τι κοινό έχουν αυτές οι δυο γυναίκες; Ποιος είναι εκείνος που ζωγραφίζει μια κοπέλα στο παράθυρο; Πόσο δύσκολο είναι να σηκώνεις το βάρος μιας κατάρας από τα παιδικά σου χρόνια και πότε θα σε συγχωρέσει ουσιαστικά η κοινωνία;

Η Σοφία Βόικου ξεσκίζει κάθε περιτύλιγμα και παρουσιάζει μια ιστορία χωρίς φτιασίδια και ωραιότητες, με μια συναρπαστική γραφή και μια πολυεπίπεδη πλοκή που μου έκοψε την ανάσα. Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τις απαραίτητες ρομαντικές νότες ενός ειδυλλίου, όσο ρομαντικές μπορούν να είναι όταν έχουμε σχέση Ελληνίδας με Γερμανό κατακτητή, μόνο και μόνο για να εξελιχθεί σε μια αναζήτηση ταυτότητας και τελικά ν’ αγκαλιάσει ολόκληρο κεφάλαιο του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος που αφορά τα παιδιά αυτών των σχέσεων σε κάθε χώρα που κατέκτησαν οι Γερμανοί. Από την αρχή, η στιβαρή γραφή και η ακριβοδίκαιη ματιά με προετοίμασαν για μια ιστορία άγνωστη στους πολλούς, σοκαριστική στην αλήθεια της και με συγκλονιστικές συνέπειες ακόμη και (ή μάλλον κυρίως) σήμερα.

Δε χωράνε στερεότυπα στα βιβλία της Σοφίας Βόικου, η οποία πλέον ανεβαίνει άφοβα με κάθε νέο της μυθιστόρημα όλο και ψηλότερα, βελτιώνοντας αισθητά το στυλ της, τη ματιά της, την ίδια της τη γραφή. Μια ιστορία σαν αυτή που αποτελεί τον κορμό στο «Κορίτσι της ντροπής» κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει ένα ωραίο ροζ μελόδραμα, με κλισέ, προβλεπόμενη εξέλιξη και φυσικότατα το αναμενόμενο happy end, όχι όμως όταν τη γράφει κάποιος με αξιώσεις και εμπειρία στον χώρο. Η παραμικρή λεπτομέρεια της εξιστόρησης είναι προσεγμένη, κεντημένη σφιχτά στον κορμό της πλοκής και ξαφνιάζει τον αναγνώστη με τις απανωτές ανατροπές της και τη δύναμη της αλήθειας της. Ο καθένας θα μπορούσε να πει, διαβάζοντας την περίληψη, ότι ξέρει πώς θα εξελιχθεί η κεντρική ιδέα: Γερμανός συν Ελληνίδα, δωροδοκίες βρώσιμης μορφής, να και το παιδί, ο Γερμανός πάει τελικά στο μέτωπο και σκοτώνεται ενώ η ερωμένη του μεγαλώνει δακτυλοδεικτούμενη ένα νόθο κλπ. Ναι, καλά! Η αίσθηση αυτή απαλείφεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες και αφέθηκα να ταξιδέψω σε μια ταραγμένη περίοδο, σε μια σκληρή εποχή, να γνωρίσω ολοκληρωμένους χαρακτήρες με πιστότητα και συνέπεια στη νοοτροπία και τις πράξεις τους ενώ η πλοκή καθαυτή δεν ήξερα και δεν ήθελα να μάθω πού θα καταλήξει. Ήθελα να μείνω κι άλλο με τη Βιολέτα, τον Γκούσταφ, τη Λένη, τον Νικηφόρο, τον Γιόχαν, ακόμη και την Γκρέτα, τη Φρίντα ή τη Μόνικα. Ήταν άνθρωποι που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον όσο διάβαζα για τις ζωές, τις σκέψεις ή τις απόψεις τους, κάποιους τους μίσησα, κάποιους τους αγάπησα, κάποιος ήθελα να τους αγκαλιάσω. Κι όσο το μυθιστόρημα προχωρούσε και άλλαζε η οπτική της αφήγησης, τόσο καταλάβαινα πόσο δύσκολο είναι να συγκροτήσεις ένα άρτιο από κάθε άποψη μυθιστόρημα και πόσο χαιρόμουν που αυτόν τον άθλο τον ανέλαβε μια έμπειρη και δοκιμασμένη συγγραφέας.

Μέχρι στιγμής ήξερα ή έστω διαισθανόμουν πως όταν οι Γερμανοί πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα όλοι ανεξαιρέτως οι κατακτημένοι είτε θα ενσωματώνονταν στην Εθνική Αντίσταση είτε θα εκμεταλλεύονταν τις καταστάσεις και θα γίνονταν μαυραγορίτες είτε θα κάθονταν φοβισμένοι στα σπίτια τους. Δεν περίμενα πως θα υπήρχαν άνθρωποι σαν τη Βιολέτα που είχαν την περιέργεια να δουν πώς είναι φυσιογνωμικά αυτή η άρια φυλή και πως θα τους συμπαθούσαν επειδή ήταν καθαροί και λαμπεροί ενώ οι στρατιώτες μας, αδέλφια και σύζυγοι, ακόμη και πατεράδες, γύρισαν βρώμικοι, λεροί και ταπεινωμένοι. Και δε μιλάω για τις συνέπειες της γερμανικής προπαγάνδας αλλά για αυθόρμητες σκέψεις, που πηγάζανε από αυτήν την ανούσια σύγκριση. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπήρξαν και τέτοιοι άνθρωποι, από τη στιγμή που κάποιος εισβάλλει στη χώρα σου και σου στερεί τα πάντα: αξιοπρέπεια, τρόφιμα, ελευθερία.

Η Βιολέτα λοιπόν είναι ο πρώτος ολοκληρωμένος χαρακτήρας που γνώρισα, παρακούει εντολές και ηθικές επιταγές, δε λογαριάζει τα λόγια και τους φόβους των άλλων, ατίθαση, «η στόφα της δεν ήταν για στερήσεις και βάσανα», «ήθελε να ζήσει και να ονειρευτεί». Μου ήταν αδιανόητο να διαβάζω για έναν άνθρωπο τόσο ελαφρόμυαλο που υποδέχτηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο τους κατακτητές, αδιαφορώντας για τον ηρωισμό και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων που γύρισαν απ’ το μέτωπο. Εξοργίστηκα όταν διάβασα: «Δεν πάει να έλεγαν οι άλλοι, η ίδια το ένιωθε, ξεκινούσε κάτι όμορφο για την πόλη. Ο πόλεμος ήταν πλέον παρελθόν» (σελ. 40-41). Δεν τις άντεχε τις κακουχίες, την πείνα, τη βρώμα, «ήθελε η αναπνοή της να μυρίσει ξανά ανεμελιά» (σελ. 49). «Οι Γερμανοί είχαν έρθει για να μείνουν. Έπρεπε να προσαρμοστούν. Εάν ήθελαν να ζήσουν, έπρεπε ν’ αλλάξουν μυαλά» (σελ. 67). Εξίσου άσχημα μου χτύπησε το γεγονός πως την άνοιξη του 1942 «Δεν ήταν πια περίεργο Έλληνες και Γερμανοί να συναναστρέφονται μεταξύ τους» (σελ. 80) ενώ η μάνα της Βιολέτας δεχόταν με ευχαρίστηση τα δώρα κι ας υποπτευόταν από πού έρχονταν, όπως και η γειτονιά, μιας και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου βοηθούσε με όλη της την καρδιά φίλους και γείτονες.

Τα πάντα αλλάζουν με την Απελευθέρωση, οπότε η διαπόμπευση και το κάρφωμα είναι συνήθεις τακτικές να ξεπλύνουν οι «καθαροί» τη βρωμιά από πάνω τους. Εκεί έπαθα το δεύτερο σοκ από τη γλαφυρότητα και την ειλικρίνεια των στιγμών που καταγράφονταν. Οι μαυραγορίτες έβγαιναν ξανά στην κοινωνία, αυτήν τη φορά ως εθνοσωτήρες ενώ οι ερωμένες των Γερμανών κυκλοφορούσαν κουρεμένες και στιγματισμένες. Το μυθιστόρημα κατέρριψε από την αρχή λοιπόν κάθε στερεότυπο ή ψήγμα ρομαντισμού που είχα στο μυαλό μου και καταγράφει τα γεγονότα «όπως δει». Πάντως, όποιος κι αν έφταιγε, όσο μίσος κι αν υπήρχε εκείνη την εποχή, δεν μπορώ με τίποτα να συγχωρέσω, ακόμη κι υπό το πρίσμα της ιστορικότητας, τον παπα-Λάμπρο, ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Στυλιανού στου Γκύζη όπου μένει η Βιολέτα, και εκπρόσωπο μιας θρησκείας που συγχωρεί και αγκαλιάζει με αμερόληπτη αγάπη κάθε αμαρτωλό αλλά ο ίδιος αρνείται να κοινωνήσει τη Λένη, ένα μικρό πλάσμα, αθώο για τα κρίματα που το βαραίνουν, και να το εντάξει στους κόλπους της Εκκλησίας που αυτός ο «άνθρωπος» εκπροσωπεί. Ωμότητα, ρεαλισμός, αλήθεια μου κρατούσαν συντροφιά στις δύσκολες εποχές που κλήθηκε η Βιολέτα να μεγαλώσει τη Λένη ενώ το ερωτηματικό για την εξαφάνιση του Γκούσταφ παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο που θα λυθεί κι αυτό στην ώρα του.

Εξίσου συναρπαστικά περιγράφεται ο Γερμανός δεκανέας Γκούσταφ Μίλερ, που λατρεύει τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, γοητεύτηκε από τις ανακαλύψεις του Σλήμαν και σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εδώ έχουμε την πρώτη απόπειρα της συγγραφέως να εισαγάγει τον αναγνώστη στην κεντρική ιδέα που θα μας απασχολήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος: την ιδεολογία του ναζισμού, την πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν χιλιάδες άνθρωποι και το πώς αντιμετώπισε ο καθένας την άνοδο του Τρίτου Ράιχ και την ήττα που κανείς δεν περίμενε. Είναι ξεκάθαρο πως, παρασυρμένος από το ορμητικό ποτάμι της εποχής, ασπάστηκε το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες και το δόγμα περί ανωτερότητας της γερμανικής φυλής. Ακολούθησε πιστά αλλά όχι φανατικά την ιδεολογία της φυλετικής ανωτερότητας, αρραβωνιάστηκε τη Φρίντα, μια γυναίκα-πρότυπο της φυλής τους. Κι όλα αυτά εξαφανίζονται στο βλέμμα της Βιολέτας.

Η Λένη…. Αχ, η Λένη… Πόσες φορές σταμάτησα με αγανάκτηση για όσα άκουγε ή τράβαγε κι αναρωτιόμουν γιατί συμπεριφέρονται έτσι σ’ ένα παιδί που δεν έφταιξε! Μάτια στεγνά, χωρίς δάκρυ, να μαρμαρώνει μπροστά στις απειλές, να μένει ακίνητη στις φτυσιές και να συστήνεται ως «το μπάσταρδο της Βιολέτας». Να αποζητά με λαχτάρα τα γράμματα και να της λέει η γιαγιά της «Δεν είναι το σχολείο για σένα». Δύναμη; Αντοχή; Άγνοια; Ποιος ξέρει… Για να μην αναφερθώ στη στάση του αδελφού της Βιολέτας, μέλους της Εθνικής Αντίστασης, όταν ανακάλυψε τι συνέβαινε στο σπίτι του κατά την απουσία του κι όσο αγωνιζόταν για τη «Λαοκρατία» κι ένα καλύτερο αύριο για τη μάνα και την αδελφή του. Σκηνές καλογραμμένες, δυνατές, μεστές αισθημάτων και έντασης που δε θ’ αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.

Το 2004, η Λένη, παντρεμένη σαράντα χρόνια με τον Γιόχαν Κράους και κρυμμένη στο Μάρκεν της Ολλανδίας, δέχεται μια επιστολή που την ενημερώνει για τον θάνατο της μητέρας της κι έτσι επιστρέφει διστακτικά στον γενέθλιο τόπο της. Στα κεφάλαια που παρεμβάλλονται στον κυρίως κορμό της αφήγησης, μαθαίνουμε για το πλασματάκι αυτό, τι έκανε στη ζωή της, πώς εξελίχθηκε η σχέση με τη μάνα της και τη γιαγιά της όσο μεγάλωνε και πώς αντέδρασε στο επαχθές φορτίο που κουβαλούσε. Εδώ μάλιστα έχουμε και την ιδέα να υπάρχει, αντί περιγραφικού αορίστου, ενεστώτας διαρκείας κι αντί για ολοκληρωμένες προτάσεις να έχουμε κοφτές, απότομες και λιτές, κάτι που επιτείνει την αγωνία για το τι έγινε μετά το κρίσιμο σημείο του χτες, όποτε η πλοκή επιστρέφει στο σήμερα. Τι συνέβη στη Λένη επομένως και γιατί παράτησε την ως τότε ζωή της κι έφυγε μακριά; Ούτε αυτός ο δεύτερος άξονας αφήγησης είναι γραμμικός, μιας και η Λένη έχει πάρα πολλά κενά από το παρελθόν των γονιών της. «… αισθάνθηκε ελεύθερη που έφευγε μακριά, μακριά απ’ όλους όσοι την πλήγωσαν, μακριά απ’ όλους αυτούς που δεν την αποδέχτηκαν. Μόνο που δεν ήξερε ακόμα πως δεν μπορούσε να φύγει μακριά από τον ίδιο της τον εαυτό» (σελ. 219), γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας.

Έχουμε λοιπόν και στο σήμερα εμπόδια, ανατροπές, εκπλήξεις κι έναν υπέροχο, γλυκό Νικηφόρο, έναν γείτονα ερωτευμένο με τη Βιολέτα, ζωγράφο και σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία των δραματικών εξελίξεων. Πόσο παραστατικά και τραγικά περιγράφονται οι στιγμές που τα ψυχολογικά τραύματα από το μέτωπο βγαίνουν στην επιφάνεια, πόσο όμορφα και τρυφερά καταπίνει τον έρωτά του για τη Βιολέτα, ξέροντας κατά βάθος κι ο ίδιος πως η συμπεριφορά του πλέον δεν είναι ισορροπημένη για να παγιδέψει μια γυναίκα στη ζωή του, και τον μετατρέπει σε άδολη, αγνή φιλική αγάπη. Αυτή η σιωπηλή φιγούρα, που κυκλοφορούσε μέρα νύχτα έξω από το σπίτι γιατί οι τοίχοι τον έπνιγαν, αντί να μετατρέψει την αγάπη του σε μίσος για την «ευτυχία» που ζούσε η αιώνια αγαπημένη του έμεινε κρυμμένος στη γωνιά του, παρατηρώντας και ζωγραφίζοντας τα πάντα. Έβλεπε, σημείωνε, κρυβόταν, λαχταρούσε. Η πραγματικότητα και το λειψό του μυαλό αντιπαλεύανε σ’ ένα υπέροχο μείγμα ρεαλισμού και φαντασίας, αναμιγνύοντας τα γεγονότα των ζωών τους με τις αναμνήσεις του από το μέτωπο και τις φοβίες που του κολλήσανε σα βδέλλες στο μισερό μυαλό του. Μια απαραίτητη νότα τρυφερότητας στη λαίλαπα των ζωών των πρωταγωνιστών στο μυθιστόρημα.

Ένα άλλο μεγάλο προτέρημα της Σοφίας Βόικου είναι ο τρόπος με τον οποίο παρατηρεί και καταγράφει τις εξελίξεις στην οικογένεια ειδικότερα και την κοινωνία γενικότερα. Κατάφερε με συναρπαστικό τρόπο και χωρίς αδικαιολόγητα κενά ή περιττά γεγονότα να με ταξιδέψει από την Κατοχή, την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο στα πέτρινα χρόνια του 1950, στα χρόνια της μετανάστευσης του 1960, στη μουδιασμένη (στην Ευρώπη λόγω της επαναδόμησης της Γερμανίας και στην Ελλάδα λόγω της Χούντας) περίοδο του 1970 και από κει στο 2000 της επανόρθωσης και της συγχώρεσης. Με πρωθύστερο σχήμα, το βιβλίο με ταξίδεψε από το χτες στο σήμερα, χωρίς να χάνω στιγμή τη ροή της αφήγησης, χωρίς να μπερδευτώ και κυρίως χωρίς να κουραστώ. Σε αυτό βοήθησε και η εναλλαγή της αφήγησης, μιας και τα γεγονότα εκτυλίσσονται μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των βασικών χαρακτήρων. Ο καθένας είναι λες και περιμένει τη σειρά του να πάρει τη σκυτάλη, να φωτίσει κάποια γεγονότα και να αποκρύψει κάποια άλλα. Βιολέτα, Νικηφόρος, Λένη, Γιόχαν και Γκούσταφ συγκρότησαν ένα αρραγές σύνολο και με βοήθησαν ν’ αγκαλιάσω πιο σφιχτά την ιστορία τους.

Μέσα λοιπόν από αυτά τα συγγραφικά τεχνάσματα, περιγράφεται η ελληνική κοινωνία όπως ήταν: οι γείτονες, οι συνήθειές τους, η συμπεριφορά τους, τα ατέλειωτα κουτσομπολιά. Και τα παιδιά, αυτά τα σκληρά, άκαμπτα παιδιά: «Ήταν σκληρά και άγρια τα παιχνίδια εκείνα τα χρόνια, γιατί σκληρή και άγια ήταν η ίδια η ζωή. Έπαιζαν με πέτρες, ξύλα, ξεχασμένες σφαίρες και άσκαστες χειροβομβίδες. Ο θάνατος ήταν καθημερινή υπόθεση, είχαν εξοικειωθεί μαζί του. Για τον λόγο αυτό, και τα παιχνίδια τους μύριζαν κίνδυνο και θάνατο. Γόνατα χτυπημένα, κεφάλια ανοιγμένα, κομμένα δάχτυλα, σκόνη και αίμα ήταν τα παράσημα της φιλίας» (σελ. 189). Κι όταν φτάνουμε στη δεκαετία του 1960 και την ελληνογερμανική συμφωνία «περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία», η Σοφία Βόικου συνεχίζει να καταγράφει ακριβοδίκαια τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που ανάγκασαν χιλιάδες νέους ανθρώπους να ξενιτευτούν για να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειες που άφησαν πίσω τους. Όλα αυτά είναι οι ιστορικοί άξονες που θα βοηθήσουν την πλοκή να προχωρήσει παρακάτω.

Αυτό που δεν περίμενα και που έδωσε την τραγικότερη νότα στο βιβλίο ήταν η προσωπικότητα ενός άντρα, που μέσα από την ιστορία του ξεδιπλώθηκε όχι μόνο η φρίκη κι ο παραλογισμός του Τρίτου Ράιχ αλλά κυρίως η μάχη μέχρις εσχάτων που έδιναν οι ίδιοι οι κάτοικοι του Βερολίνου, πιστοί στην ιδεολογία και τα πιστεύω του ναζισμού, όταν μπήκαν οι Σοβιετικοί στην πόλη. Εδώ έχουμε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της αφήγησης: δεν υπήρχε μόνο το «κορίτσι της ντροπής», σπορά Γερμανού κατακτητή αλλά και τα νόμιμα παιδιά των ίδιων των Γερμανών αξιωματικών, ειδικά των αρχιμακελάρηδων της γενοκτονίας των Εβραίων και της όλης ανθρωπότητας. Δεν έχουν ψυχικά τραύματα και ασήκωτα βάρη μόνο τα νόθα παιδιά ενός κατακτητή αλλά και αυτά που μεγάλωσαν σε ιδανικό, κατά την άρια φυλή, περιβάλλον, είχαν ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, γαλουχήθηκαν με αυτά τα άρρωστα ιδεώδη κι όταν επήλθε η ταπεινωτική ήττα, κάτι για το οποίο κανείς ποτέ δεν ήταν προετοιμασμένος, κι ακόμη χειρότερα όταν βγήκαν στο φως οι απάνθρωπες, οι φρικιαστικές κτηνωδίες, βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα φριχτό κενό: πώς μπορείς να ζεις όταν ξέρεις πως ο πατέρας σου ήταν υπεύθυνος για εκατομμύρια θανάτους, ταγμένος σ’ ένα απάνθρωπο ιδεώδες; Τι γίνεται λοιπόν όταν η γλυκιά ανάμνηση της Εύας Μπράουν που σε χάιδευε και σε κανάκευε ή όταν ο κύριος με το μουστάκι που επιβραβεύει τη σωματική σου ρώμη δεν είναι κομμάτια της ζαχαρωμένης καραμέλας που λέγεται «παιδική ηλικία» αλλά κομμάτια ενός αιματοβαμμένου παζλ; Κι όλα αυτά τα βλέπεις με τεκμήρια, αποκόμματα εφημερίδων, συνεντεύξεις, δοκίμια, μελέτες, κατακραυγή; Πώς αντέχει η καρδιά σου και δε σπάει σε κομμάτια όταν βλέπεις πόσο λάθος είναι η οπτική γωνία υπό την οποία μεγάλωσες κι ανατράφηκες; Κι όχι μόνο αυτό αλλά κάποιος, γνωρίζοντας για την κληρονομικότητα, φοβάται πως «θα μπορούσε κι εκείνος με την ίδια ευκολία να βασανίσει ανθρώπους, να ξεκληρίσει οικογένειες, να κάψει όσους θεωρούσε με μια αρρωστημένη λογική πως δεν άξιζε να ζουν» (σελ. 313).

Άλλο ένα παιδί της ντροπής λοιπόν αναζητά τον δικό του δρόμο ανάμεσα στα «ασύστολα ψεύδη των εχθρών της Γερμανίας, κάποια ήταν απλώς γεγονότα που συμβαίνουν στον πόλεμο» (σελ. 317). Μου άρεσε όμως πάρα πολύ η λύση που έδωσε η συγγραφέας για τη διέξοδο του πόνο του, χωρίς υπερβολές και ακρότητες. Άκρως ανθρώπινη και βαθιά ηθική η επιλογή του. «Αρκούσε μία μόνο γενιά για να σβήσει η λήθη τα τραύματα της ιστορίας; Και ποιος ο λόγος να υπάρχει ιστορία εάν τελικά δε μάθαινε κανείς από αυτήν» (σελ. 389); Μέσα από συναρπαστικά γεγονότα και ασύλληπτες εξελίξεις αντικαθρεφτίζονται οι διαφορετικές ιδεολογίες που αναπτύχθηκαν από τους επιγόνους των Ες, Γκαίρινγκ, Γκέμπελς κ. ά.: είτε παλεύεις να σβήσεις την προπαγάνδα που αμαυρίζει τη μνήμη των γεννητόρων σου, πρωτοστατώντας σε νεοναζιστικές εξελίξεις είτε απαρνείσαι την ταυτότητά σου, τη θρησκεία σου, την ταπεινωμένη πατρίδα σου και αγωνίζεσαι για τη συγχώρεση.

Δεν είναι μόνο η πίστη των Γερμανών γενικότερα και των Βερολινέζων ειδικότερα κατά τη λήξη του πολέμου, όπου νέοι και γέροι «γίνονταν ανώνυμοι ήρωες που θα τους ξεχνούσε γρήγορα η ιστορία» (σελ. 263) και κάθε σπιθαμή γης κατακτούνταν με μεγάλη δυσκολία, αλλά και ο τρόπος που δέχτηκε αυτή η κοινωνία χρόνια αργότερα αυτό το παρελθόν. Η συγγραφέας αναπαριστά με δεξιοτεχνία τις συνθήκες ζωής στις τελευταίες μέρες του Βερολίνου, την ντροπή και την ταπείνωση που αισθάνονταν οι Γερμανοί που δεν ήθελαν με τίποτα να παραδοθούν για να μην ατιμαστούν περισσότερο και φυσικά ρημάζει με ακριβοδίκαιη ιστορικότητα όλη την κατακόκκινη τσιχλόφουσκα στην οποία ζούσαν ο Χίτλερ και το επιτελείο του, καταστρέφοντας τα πάντα από το ειδυλλιακό ησυχαστήριο στις Άλπεις και από την πανίσχυρη πόλη του Βερολίνου. Και σα να μη φτάναν όλα τ’ άλλα, με σαδιστική σχεδόν καθαρότητα περιγράφονται οι βιασμοί, οι ατιμώσεις και οι κλοπές των Ρώσων «νικητών», κάτι που θα στοιχίσει την απώλεια αθωότητας μιας παιδικής ψυχής. «Το καλοκαίρι του 1945, το Βερολίνο είχε τη μυρωδιά της στάχτης, τον ήχο της σιωπής και τη γεύση του κουρνιαχτού που κολλούσε στη γλώσσα σου κι έκανε τα χείλη σου να πρήζονται» (σελ. 279).

Είναι ανατριχιαστικός ο τρόπος με τον οποίο η κυρία Βόικου δείχνει τον εξευτελισμό, την ταπείνωση, την ήττα των Γερμανών αλλά και τη στάση κάποιων άλλων που επέζησαν και δε δίστασαν, αντίθετα με την τάση της εποχής ν’ αποκηρύσσουν όλοι το παρελθόν τους, να μεγαλώσουν παιδιά κι ανίψια με «πρωσική πυγμή» χωρίς να προδώσουν τις θυσίες, να κρεμάσουν στο σαλόνι τους τη φωτογραφία του ήρωα πατέρα, αδελφού κλπ. γιατί πολέμησε για τα ναζιστικά ιδεώδη και προτίμησε ν’ αυτοκτονήσει παρά «να υποταχθεί στη βούληση των εχθρών του», ενός κίβδηλου δηλαδή και προκατειλημμένου δικαστηρίου, όπως αυτό του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου  στη Νυρεμβέργη! Είναι ανατριχιαστική η αποτύπωση όλων αυτών των ποικίλων, παράλογων και αντίθετων στην πραγματικότητα συναισθημάτων! Η συγγραφέας είναι χειμαρρώδης: «Οι περισσότεροι αποδέχτηκαν πως είχαν κάνει ένα τραγικό λάθος, πως δεν έπρεπε αν συμβούν όλα αυτά, όμως ήταν ένα λάθος συλλογικό, ένα λάθος που το είχαν διαπράξει όλοι μαζί, άρα γρήγορα απέκλεισαν την ατομική τους ευθύνη. Βρήκανε αμέσως κάλυψη κάτω από την πρόφαση πως ένας παρανοϊκός και δυο τρεις άλλοι σχιζοφρενείς τους είχαν παρασύρει. Έριξαν το ανάθεμα στους άλλους, στους κακούς, στους σατανάδες κι οι ίδιοι συνέχισαν να ζούνε τη ζωή τους, με ελεύθερη τη συνείδησή τους απ’ τα αμαρτήματα του κοντινού παρελθόντος» (σελ. 294-295).

Παρά την τραγικότητά της, η ιστορία κλείνει αισιόδοξα για τα «παιδιά της Βέρμαχτ». Η συγγραφέας καταλαβαίνει και σέβεται τις ατομικές πληγές που δε θα κλείσουν ποτέ, όσες φορές κι αν τις χαϊδέψουν επίσημα χέρια, οφείλει όμως να αναγνωρίσει και πάλι ακριβοδίκαια πως οι Λένες της Ευρώπης έχουν δικαίωμα, όνομα και ταυτότητα: «Η γερμανική κυβέρνηση έχει ανοίξει για όλους εμάς, τα παιδιά της Βέρμαχτ, τα αρχεία της. Αναγνωρίζει την ύπαρξή μας. Δεν είμαστε πλέον παιδιά-φαντάσματα. Διεκδικούμε και το όνομα και την υπηκοότητα. Είναι χρέος τους, είναι ανάγκη μας» (σελ. 424). Σε ατομικό επίπεδο, οι χαρακτήρες ζουν μια σειρά από απροσδόκητα γεγονότα που θα τους αλλάξουν, θα τους ατσαλώσουν ή λυγίσουν, θα τους ωριμάσουν. Κάποιους θα τους αποχαιρετήσουμε, με κάποιους θα ατενίσουμε αισιόδοξα το μέλλον. Ευρύτερα όμως η συγγραφέας δηλώνει ξεκάθαρα στον αναγνώστη πως σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να έχουμε τη δύναμη της συγχώρεσης και να δεχτούμε με σεβασμό και υπακοή την επούλωση της λύτρωσης: «Ίσως τελικά να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει από το χώμα που φύτρωσε. Όσες γλάστρες κι αν αλλάξεις, οι ρίζες σου μένουν ίδιες…» (σελ. 382). Ακόμη και η ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Γκούσταφ και τη Λένη, με την οποία άρχισαν όλα: «Δεν ήταν λάθος τους… Ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους… Έτσι ήταν οι αγάπες τότε. Καταδικασμένες» (σελ. 375).

«Το κορίτσι της ντροπής» είναι ένα δυνατό, ωμό, ρεαλιστικό και ανατρεπτικό μυθιστόρημα, γεμάτο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, παραστατικές σκηνές, διαχρονικά μηνύματα και συναρπαστικά γεγονότα, κάποια άγνωστα στο ευρύ κοινό. Ό,τι ξεκινάει στο βιβλίο ως ερωτική ιστορία καταλήγει σε παγκόσμια τραγωδία, με ασύλληπτες συνέπειες σε εκατομμύρια ψυχές, μέρος των οποίων διαλέγει η Σοφία Βόικου να αποτυπώσει σε αυτές τις σελίδες. Αγάπη και μίσος, συγχώρεση και τιμωρία, προδοσία και ελπίδα, ανθρωπιά και κτηνωδία, όλα εδώ, σ’ ένα εκρηκτικό στέρεα δομημένο μίγμα, που ωριμάζει τον ίδιο τον αναγνώστη χωρίς να το καταλάβει. Κλείνοντάς το χαράζεται ένα γλυκόπικρο μειδίαμα που αφιερώνεται με ντροπή στην κόλαση του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου και ταυτόχρονα με αισιοδοξία σ’ ένα καλύτερο αύριο.

Πάνος Τουρλής