Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές

της Τέσυς Μπάιλα

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές. Αποτύπωνε στον καμβά του τη ζωή, τον πόλεμο, τις μάχες, τη φλόγα, μα πάνω απ’ όλα εκείνη! Γεννήθηκε την ημέρα της σφαγής στο Ηράκλειο το 1898, οδηγώντας τη μάνα του στον θάνατο και τον πατέρα του στην απόγνωση. Μεγάλωσε, πάλεψε με τον φόβο, πίστεψε στα όνειρά του. Έγινε ζωγράφος, ξέφυγε, σπούδασε. Κι όμως ένα ανομολόγητο μυστικό τον κυνηγά από τότε που πάλεψε στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου κι από τότε που μύρισε τη γυναικεία σάρκα. Είναι ο Ανέστης Σταυρογιαννάκης κι αυτή είναι η ζωή του.

Η Τέσυ Μπάιλα άπλωσε στις σελίδες του νέου της βιβλίου όλα τα καλά υλικά που μάζεψε και κράτησε μέσα της όλα αυτά τα χρόνια που γράφει και διαβάζει και συγκρότησε ένα άρτιο, ξεχωριστό κι εντελώς προσωπικό μυθιστόρημα που με ταξίδεψε από το Ηράκλειο και τα Χανιά των τελών του 19ου αιώνα ως τον Πειραιά των αρχών του 20ού, στα χαρακώματα του μακεδονικού μετώπου κι από κει στην Αθήνα και πίσω στην Αμμουδάρα. Ένα δύσκολο ταξίδι από πόλη σε πόλη κι από εμπειρία σε εμπειρία, που αντρειώνει τον πρωταγωνιστή, του συστήνει τα τερτίπια αλλά και τα χαμόγελα της ζωής, τον ωριμάζει, τον τραυματίζει ψυχικά, τον δοκιμάζει, τον κάνει άνθρωπο με σάρκα και οστά, αποκολλώντας τον έτσι από τις άψυχες χάρτινες σελίδες.

Ποικίλα βιώματα, νέοι κάθε τόσο συνταξιδιώτες στο τρένο που λέγεται ζωή, σημεία αναφοράς στα οποία επιστρέφει η σκέψη όταν το επιβάλλει η ανάγκη, ιστορικά γεγονότα που επηρεάζουν όχι μόνο τις εξελίξεις αλλά και τον ψυχισμό των χαρακτήρων. Γενναίος, αυτοδύναμος, στιβαρός, απαιτητικός φέρελπις νέος μετατρέπεται σε πληγωμένο, πονεμένο, αμίλητο, κουρελιασμένο σαρκίο όταν γεύεται του πολέμου το αίμα και της οδύνης το χάδι. Τι του συνέβη; Γιατί χάθηκε το χαμόγελο από τα χείλη; Πώς θα επιστρέψει στη ζωή του, πώς θα συνηθίσει το κυνήγι της σκέψης που δεν παύει να του φέρνει στον νου εκείνη, τη μία και μοναδική, όχι τις άλλες που γνώρισε κι αγάπησε αλλά την ίδια τη φωτιά, τη Γυναίκα;

Η πλοκή είναι απρόβλεπτη και δεν μπόρεσα πουθενά να μαντέψω πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα, τι θα απογίνουν οι επιλεγμένοι χαρακτήρες και πώς θα τελειώσει αυτό το υπέροχο οδοιπορικό ψυχής. Μακριά από τις σειρήνες της ευκολίας και τη γλύκα του στερεότυπου, η συγγραφέας πλάθει με τη δική της συνταγή ένα κείμενο μέσα από το οποίο ξεπηδούν χιλιάδες πανανθρώπινα και διαχρονικά μηνύματα: η σημασία της τέχνης για τη διατήρηση της μνήμης και του κάλλους, η δύναμη που πρέπει να έχουμε όλοι ώστε να πιστέψουμε αλλά και να εμπιστευτούμε τα όνειρά μας, το πώς πρέπει να φερθείς στις τύψεις που κουβαλάς και με ποιον τρόπο ν’ αλαφρώσεις απ’ αυτές, μιας και οι συνέπειές τους είναι δυσβάσταχτες για την ψυχική και σωματική υγεία, να ακολουθείς τα όνειρά σου και να ακούς πάντα την καρδιά σου, να μη σταματάς στα εμπόδια και να ζεις τη δική σου αλήθεια, αυτήν που έχουμε όλοι μέσα μας και πάρα πολλά άλλα.

Χάρη στους παραστατικούς διαλόγους και τις συναρπαστικές, σχεδόν κινηματογραφικές σκηνές, έζησα από κοντά όλη τη ζωή του πρωταγωνιστή και με γέμισαν πολλά αντιφατικά συναισθήματα κατά την πορεία του στη ζωή, εμπνευσμένα από τη συμπεριφορά του ίδιου ή των ανθρώπων που συναναστράφηκε όσο μεγάλωνε κι ανακάλυπτε το ταλέντο του και τις δικές του επιθυμίες. Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ το πώς απέναντι στην τρέλα και το παράλογο του πολέμου ο Ανέστης πρότασσε τους πίνακές του, ξέφευγε δηλαδή από τη βρώμα και τις κακουχίες σχεδιάζοντας με κάρβουνο ελπίδες, όνειρα και ψυχές. Πόσο πιο τρανταχτό το μήνυμα για την απαραίτητη ύπαρξη της τέχνης στη ζωή μας, ένα καταφύγιο που όλοι χρειαζόμαστε όταν τα πάντα γύρω μας καταρρέουν;

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός μυστηριώδους άντρα που επιστρέφει στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ανέστης. Η δική του ματιά και οι σκληρές περιγραφές ενός τώρα ερημωμένου σπιτιού με έβαλαν από την αρχή στο κλίμα και το πνεύμα της αφήγησης που θα ακολουθήσει. Δωμάτιο προς δωμάτιο, γωνία με γωνία, σκιαγραφήθηκαν τα πρώτα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οικογένειας του ανθρώπου που «έπαιζε με τις σκιές» ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμουν ποιος είναι αυτός που επέστρεψε στο σπίτι και ανακαλύπτει τους πίνακες του καλλιτέχνη. Ο άντρας αυτός, ποτισμένος από την ιστορία του Ανέστη, κάθεται και την καταγράφει σ’ ένα τετράδιο κι έτσι το βιβλίο από τη δεκαετία του 1970 γυρίζει στο μακρινό 1898, την ημέρα της σφαγής του Ηρακλείου. Ο άγνωστος αφηγητής δεν εμφανίζεται συχνά, αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο να αποσυντονίσει τον αναγνώστη, παρά μόνο τρεις φορές συνολικά, οπότε χάρη σε αυτό το τέχνασμα λύνεται και το εμπόδιο του πώς να αφηγηθείς το πέρασμα τόσων χρόνων χωρίς να κουράσεις τον αναγνώστη. Μέσα από τη ματιά του αγνώστου λοιπόν, τους συλλογισμούς του, την επιθυμία του να αποτυπώσει στο χαρτί τον βίο του σημαντικού αυτού ζωγράφου, φεύγουν σαν πουλιά τα χρόνια που δεν είχαν γεγονότα ν’ αφηγηθούν κι από τον ειδυλλιακό Πειραιά και τα πρώτα βήματα του Ανέστη στο Σχολείο των Τεχνών πέφτουμε απότομα στα χαρακώματα του πολέμου κι όταν πια η ιστορία κοντεύει στο τέλος της κι αχνοφαίνεται το πρώτο δάκρυ, στο τελευταίο κεφάλαιο δίνονται οι απαραίτητες εξηγήσεις κι ολοκληρώνεται τρυφερά και συγκινητικά μια πραγματικά δυνατή ιστορία.

Ο Ανέστης λοιπόν, ορφανός από μάνα ήδη από τη γέννησή του, είναι ένα παιδί που μεγαλώνει γεμάτο αγάπη από τον παππού του, Λεωνίδα, και τη θεία του, Λουλουδιά, αλλά ποτίζεται κι από μίσος για τον μέθυσο, σκληρό, αυταρχικό πατέρα του, που θεωρεί το παιδί αιτία να χάσει την αγαπημένη του γυναίκα. Η σφαγή στο Ηράκλειο, η βάναυση δηλαδή επίθεση των Τουρκοκρητικών στους χριστιανούς της πόλης με αφορμή την παράδοση των διοικητικών αρχών σε χέρια επιτέλους ελληνικά, έχει ως αποτέλεσμα να φανεί για λίγο η καλοσυνάτη καρδιά του πατέρα που φέρνει στο σπίτι τη Μυρσίνη, ένα μικρό κορίτσι που έχασε τη λαλιά της όταν είδε τη μάνα της σφαγμένη. Ο Ανέστης μεγάλωσε παρατηρώντας τα μαστορέματα του μαραγκού παππού του, ο οποίος επιπλέον δεν έχανε ευκαιρία να του εξιστορεί τα παθήματα της Κρήτης και γενικότερα της Ελλάδας, που ήταν έρμαιο των νιτερέσων των Μεγάλων Δυνάμεων. Με πόση συγκίνηση και γλαφυρότητα μάλιστα ζωντάνεψε την Επανάσταση του Θέρισου (1905)! Το χρώμα διείσδυσε σταδιακά στη ζωή του Ανέστη. Ο κακότροπος και αψίκορος πατέρας του τον ξυλοφόρτωνε για να μην καταντήσει τεμπέλης ζωγράφος και τσακωνόταν με τους δικούς του για τον αέρα με τον οποίο γέμιζαν τα μυαλά του παιδιού. Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 εκμεταλλεύτηκε ο Ανέστης τους εορτασμούς της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα για να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι μακριά από την τοξικότητα του πατέρα του και με πόνο ψυχής που άφηνε πίσω του αγαπημένα πρόσωπα.

Από κει και πέρα η ιστορία, το «ματωμένο παραμύθι», έχει πάρα πολλές εκπλήξεις και αναπάντεχα γεγονότα που θα αφήσω τον αναγνώστη να τα ανακαλύψει μόνος του, μιας και το μυθιστόρημα είναι ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα, που αξίζει κανείς να ταξιδέψει μαζί του με τον δικό του τρόπο και ρυθμό. Θα σταθώ απλώς στον διασκεδαστικό, ελαφρόμυαλο λάτρη του ποδόγυρου, Μικέλε Γκαλιάτζο, απόγονο Ιταλού που παντρεύτηκε Κρητικιά. Είναι ένας αγαπημένος χαρακτήρας γιατί αποτελεί ένα ταιριαστό κοντράστ στην ήρεμη, προσγειωμένη, οργανωμένη ζωή του Ανέστη. Οι περιπέτειές του με τις γυναίκες, οι απόψεις του για τη ζωή, το χαμόγελό του, ακόμη τα είχα στο κεφάλι μου αρκετές ώρες αφού είχα τελειώσει την ανάγνωση. Ένα γλυκό, αισιόδοξο παιδί, αχώριστος φίλος του ζωγράφου, που βουτήχτηκε κι αυτό στη λαίλαπα του πολέμου, πάντα στο πλάι του Ανέστη κι από τότε άλλαξαν τα πάντα. Επίσης μου άρεσε η Χριστίνα, μοντέλο στο Σχολείο των Τεχνών, ανεξάρτητη, δυναμική, χωρίς να σκύβει το κεφάλι, γιατί δεν αποζητούσε έναν άντρα να κουρνιάσει κι ένα σπίτι για να κλειστεί μέσα του όπως τόσες γυναίκες της εποχής, αντίθετα, χάραζε τον δικό της δρόμο και φερόταν ακριβώς σαν τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Τρία είναι κυρίως τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα  που επηρεάζουν τις εξελίξεις του μυθιστορήματος: το Ηράκλειο του 1898, ο Εθνικός Διχασμός και ο Παγκόσμιος πόλεμος. «Και σε όλη αυτή την πολυεπίπεδη και σύνθετη ιστορική συγκυρία, ένας ζωγράφος προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και να ζωγραφίσει την ομορφιά του κόσμου, όταν η ομορφιά λιώνει στις φλόγες του πολέμου» (σελ. 268). Δόξα τω Θεώ έχουν αναλυθεί σε χιλιάδες μυθιστορήματα κι έχουν επηρεάσει ουκ ολίγες πλοκές τα ανωτέρω. Εδώ όμως, σε συνδυασμό με την τόλμη της Τέσυς Μπάιλα να καταγράφει με αφοπλιστική απλότητα αυτά που θέλει να χαρίσει στον αναγνώστη και την απαξίωσή της να βρει σχοινοτενείς συνδέσεις βαρετών γεγονότων, εδώ λοιπόν η Ιστορία συμβαίνει, γίνεται κι οι ήρωες αλλάζουν ρότα, δε ζουν δηλαδή αυτές τις εξελίξεις, αν εξαιρέσεις τα γεγονότα στο μέτωπο του Πολέμου, απλώς ο απόηχός τους φτάνει ως την πόρτα τους και τους ωθεί να κάνουν κάτι άλλο απ’ ό,τι σχεδιάζανε, γάμο, σπουδές, ταξίδι κλπ.

Πόσες φορές έχω συναντήσει κείμενα γεμάτα αγωνία να ενώσουν τον κενό χρόνο μεταξύ των βασικών γεγονότων της πλοκής, με αποτέλεσμα μια «κοιλιά» που επηρεάζει το σφίξιμο της δράσης και των εξελίξεων και συνεπώς μια αχρείαστη χαλάρωση! Αυτά δεν έχουν θέση στο έργο ενός πεπειραμένου συγγραφέα. «Ξέρω τι θέλω να πω και πού να το τοποθετήσω», είναι σα να σκέφτεται η Τέσυ Μπάιλα. Έτσι, δεν έπαψα στιγμή να αναρωτιέμαι για τη συνέχεια της πλοκής, δε σταμάτησα να πέφτω από τα ψηλά στα χαμηλά και πότε ν’ απολαμβάνω τις γιορτές και τους ζωγραφικούς πίνακες ή να κρυφοκοιτάω τα ερωτικά παιχνίδια του Μικέλε και του Ανέστη και πότε να κλείνω τα μάτια μπροστά στη φρίκη του χυμένου αίματος και των αναίτιων ακροτήτων κι όλα αυτά συντροφιά με τη γλαφυρότητα, τη δυνατή παραστατικότητα και τη ρεαλιστική απεικόνιση που μου χάρισε η δοκιμασμένη γραφή. Αν δεν είναι αρκετά τα ανωτέρω για να προεξοφλήσουν τη συμπάθεια ενός υποψήφιου αναγνώστη, σκεφτείτε πως σε αρκετές περιπτώσεις η δράση σταματάει σε καίριο σημείο για να συνεχιστεί αργότερα, μέσα από την αφήγηση αυτοπτών μαρτύρων που ζουν κάποια χρόνια αργότερα από εκείνη τη στιγμή. Σφιχτοί δεσμοί, πρωθύστερο, ρεαλισμός και λυρικότητα, όλα εξυπηρετούν μια δυνατή ιστορία που γίνεται ακόμη καλύτερη!

Το μόνο που με ξένισε ήταν η επιμονή της συγγραφέως να καταγράψει με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τις απάνθρωπες ακρότητες της σφαγής στο Ηράκλειο και τις δυσκολίες στο μέτωπο του Πολέμου. Βιασμοί, ωμές περιγραφές χυμένων εντοσθίων, αιματοκυλισμένα κρανία που τσιμπολογάγανε τα σκυλιά, τσαλαπατήματα και ακρωτηριασμοί επέστρεψαν δριμύτερα ως περιγραφές στο μέτωπο, όπου έχουμε περιγραφές κομμένων άκρων, αιμοπτύσεις φυματικών, σουβλίσματα αρουραίων και πολλά άλλα. Καταλαβαίνω πως ο πόλεμος δεν είναι «απογευματινό τέιον», πιστεύω όμως πως θα μπορούσαν να παραλειφθούν αρκετές δευτερεύουσες σκηνές, χωρίς να χαθεί αυτό το δύσοσμο, δυσοίωνο περιβάλλον που θέλει η Τέσυ Μπάιλα να αντιδιαστείλει με τις αρετές της ζωγραφικής, το φως του έρωτα και τη γιορτή της φύσης, με τις χιλιάδες εναλλαγές της.

Και τι όμορφα κι απλόχερα που σκορπίζει τις λέξεις που έπλασε, ανακάλυψε ή προσάρμοσε στις ανάγκες της και τις κάλεσε κοντά της να τη συντροφέψουν σε αυτό το όμορφο βιβλίο! Ο ουρανός, η θάλασσα, τα βράχια, η φύση όλη, προσωποποιούνται και τους αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά, δημιουργώντας υψηλής αισθητικής μεταφορές και παρομοιώσεις! Παραδείγματα σαν αυτά: «Η μοναξιά είναι πάντοτε δύσκολη όταν θυμάσαι το χαμόγελο της ζωής» (σελ. 16) ή «Εισχωρούσε από παντού στο σώμα της ημέρας, σαν μαχαίρι χωμένο βαθιά σε εύσαρκο φρούτο» (σελ. 18) είναι ολοζώντανες πινελιές σ’ έναν καμβά που αποκτά αργά και σταδιακά μορφή, χρώμα και σχήμα.

Η Τέσυ Μπάιλα ωσαύτως είναι μια ασταμάτητη και ακούραστη φωτογραφική μηχανή, που αποτυπώνει στο φιλμ του λεξιλογίου της κάθε εικόνα που προσέχει για να της δώσει ένα πρωτόγνωρο φως: «Ο ήχος της θάλασσας δε μοιάζει με κανέναν. Ούτε με εκείνον των ανέμων στους κατηφορικούς ελαιώνες, ούτε με τον άλλον της άδειας εκκλησιάς, ούτε με τον ήχο της μοναξιάς στο άδειο σπίτι. Στο ακρογιάλι ο ήχος είναι κρυστάλλινος, ρυθμικά επαναλαμβανόμενος. Σπάει πάνω στα βράχια με την ορμή του αγέρα και τα κύματα φέρνουν με γρήγορες, βίαιες ανάσες τη μυρωδιά του» (σελ. 182). Επίσης, προς τιμήν της, η συγγραφέας, την εμπειρία που έχει τρυγήσει πετώντας τόσα χρόνια στους λογοτεχνικούς λειμώνες, την παραδίνει με χαρά μέσα από στοχαστικές φράσεις και σημαντικές διαχρονικές αλήθειες, χωρίς να δείχνει απόμακρη ή δυσπρόσιτη, αντίθετα, αγκαλιάζει με αγάπη τους ήρωές της εξίσου με τους αναγνώστες της και θέλει να φροντίσει για όλους, γι’ αυτό καλοδέχτηκα με χαρά χωρία όπως αυτό:

«Αν θες να ζωγραφίσεις ετούτο τον κόσμο, πρέπει να τον γνωρίσεις. Οι ζωγραφιές σου πρέπει να έχουν αίμα μέσα τους και το αίμα να ρέει καυτό πάνω στα χέρια σου… Αν δεν περάσεις από την κόλαση τούτου του κόσμου και δεν αγγίξεις με τα χέρια σου τα καζάνια της, παράδεισο δε φτιάχνεις. Πάει και τέλειωσε. Κι αν θαρρείς ότι τον έφτιαξες, γελασμένος θα είσαι. Μισός θα είναι και δε θα το λογίζεις. Μόνο σαν τον νιώσεις στο δικό σου το πετσί, τότε θα τον ζωγραφίσεις έτσι που να μιλά στον κόσμο» (σελ. 188).

Ακόμη κι αυτό:

«Κι έτσι η ζωή, ανελέητη για όλα όσα άφηνε πίσω της, για όλα όσα είχε συνθλίψει στο πέρασμά της, θα τραβούσε τον δρόμο της προσπερνώντας τις απώλειες. Με τεράστιες, αλματώδεις δρασκελιές. Όπως ακριβώς έκανε πάντα» (σελ. 321).

Επιπλέον, η ντοπιολαλιά στους διαλόγους, με το πλούσιο κρητικό λεξιλόγιο, δίνει ζωντάνια και ρεαλισμό. Πόσο όμορφα αντιδιαστέλλεται αυτό το ιδίωμα με τη δημώδη ελληνική, ειδικά όταν ο Ανέστης συναντά ξανά τους ανθρώπους του παρελθόντος του όμως η αποδημία του έχει σβήσει από το λαρύγγι του αυτά τα ηχοχρώματα!

«Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές» και δημιουργούσε κόσμους φανταστικούς που αποτύπωνε στο χαρτί. Σκιά τεράστια όμως είναι κι ο φόβος και «μοναχά όταν περπατήσει κανείς καταπάνω της μπορεί να τη δει να μικραίνει και τελικά να σβήνει» (σελ. 132). Έτσι αυτά τα δυο τελικά ενώνονται και σχηματίζουν τον τίτλο: «Τις νύχτες παίζω με τις σκιές των φόβων μου, για να τους ξεπεράσω» (σελ. 279). Είναι ένα μυθιστόρημα χρωμάτων και σκότους, πινέλου και φαλτσέτας, προδοσίας και αγάπης, ποτισμένο από το κόκκινο του αίματος και το ρόδινο του έρωτα. Παραστατικές σκηνές, τρισδιάστατοι χαρακτήρες, συναρπαστικές εξελίξεις, ανομολόγητα μυστικά και ενοχές, όλα κρυμμένα πίσω από τον πίνακα του Κλωντ Μονέ που κοσμεί το εξώφυλλο, περιμένουν τον αναγνώστη να τα ανακαλύψει.

Πάνος Τουρλής