Ο δύτης

του Μίνωος Ευσταθιάδη

Ο Κρις Πάπας, Έλληνας μετανάστης στο Αμβούργο, εργάζεται ως «ο φθηνότερος ντετέκτιβ» της πόλης. Ένας υπέργηρος κύριος του αναθέτει την παρακολούθηση μιας γυναίκας αλλά η αστυνομία τον βρίσκει νεκρό. Η υπόθεση είναι πιο μπλεγμένη απ’ ό,τι φαίνεται αρχικά και οδηγεί τον πρωταγωνιστή στη γενέτειρά του, το Αίγιο, όπου θα ξεδιπλωθεί μια τραγωδία που έχει τις ρίζες της στη σφαγή των Καλαβρύτων  του 1943. Τι μυστικά μπορεί να κρύβει μια πόλη στα έγκατά της; Ποιος θέλει να μείνει το παρελθόν κρυμμένο;

Τι σχέσεις έχει ένας διάσημος Γερμανός δικηγόρος με ένα ξεβρασμένο πτώμα στην ακτή της Μπούκας; Πώς συνδέεται με όλα αυτά ένα βιβλίο που κανείς δεν μπορεί να εντάξει ξεκάθαρα σε ένα λογοτεχνικό είδος κι έχει για τίτλο κάτι που δεν αφορά το περιεχόμενο του βιβλίου; Αυτά και άλλα ερωτήματα περιμένουν υπομονετικά τον Κρις Πάπας να τα απαντήσει.

Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα γεμάτο ένταση, ανατροπές, αναπάντητα ερωτήματα και σκοτεινές αλήθειες που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αντέξει όταν βγουν αυτές στο φως, πόσο μάλλον αν είναι μπλεγμένος προσωπικά στην υπόθεση που διαδραματίζεται σε αυτό το μυθιστόρημα. Βήμα το βήμα ο Κρις Πάπας και μαζί κι ο αναγνώστης σκαλίζει μια υπόθεση που δείχνει να μην έχει αρχή ή τέλος κι όλα τα πρόσωπα έχουν μυστηριώδεις ρόλους που αρνούνται να επεξηγήσουν. Τα πράγματα μάλιστα χειροτερεύουν όταν τα πτώματα αυξάνονται! Στην αρχή παρακολούθησα μ’ ενδιαφέρον την πλοκή, είχα μάλιστα και το περιθώριο να κρατήσω κάποιες σημειώσεις, από ένα σημείο και μετά όμως η ένταση κορυφώθηκε, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω, όχι μόνο για να δω τι θα γίνει παρακάτω και τι συνδέει τελικά όλα αυτά τα αρχικά αλλοπρόσαλλα κομμάτια του παζλ αλλά και για να καταλάβω ως ποιο σημείο φρίκης και διαστροφής μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για να προκαλέσει πόνο σε ένα άλλο όμαιμο πλάσμα!

Το κείμενο είναι γραμμένο σε ενεστώτα διαρκείας, κάτι που δίνει γρήγορο ρυθμό στην αφήγηση και χαρίζει την αίσθηση της κινηματογραφικότητας. Σκηνές και τοπία παρατάχτηκαν μπροστά στα μάτια μου και με ταξίδεψαν από τη μουντή Γερμανία στη φωτεινή Ελλάδα ενώ ταυτόχρονα περπατούσα σ’ ένα λαβύρινθο αινιγμάτων, σκέψεων και ίσως λανθασμένων μονοπατιών προς την αλήθεια. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κρις Πάπας επιτρέπει στον συγγραφέα να ξεδιπλώσει τα γεγονότα αργά και σχεδόν βασανιστικά, μιας και ο ντετέκτιβ είναι στο ίδιο μηδενικό σημείο γνώσεως με τον αναγνώστη. Επιπλέον, μέσα από τον πρωταγωνιστή ντετέκτιβ, δίνεται το περιθώριο να ξεδιπλωθεί ένα εντελώς προσωπικό στυλ γραφής, γεμάτο φράσεις κοφτές και σύντομες, διαλόγους παραστατικούς αλλά όχι μακροσκελείς, να καταγραφούν σκέψεις και περιστατικά με τόσο εύληπτο και ξεχωριστό τρόπο που περνάνε υποδόρια και γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης. Μου άρεσε πολύ η διαφορετικότητα των απρόσμενων μεταφορών και παρομοιώσεων: «Μερικές φορές το παρελθόν ξυπνάει, φτάνει μπροστά στο παρόν και κάθεται στα πόδια του. Ανταλλάσσουν δύσπιστα βλέμματα μα σπάνια ανοίγουν το στόμα τους» (σελ. 60). «Μισή ώρα περιθώριο κρέμεται μέχρι το πρώτο φως» (σελ. 12). «Στο ολοστρόγγυλο πρόσωπό του απλώνεται μια ρουτίνα τηγανισμένη μαζί με πατάτες και λουκάνικα» (σελ. 34).

Η ματιά του συγγραφέα ξεχειλίζει από ειρωνεία στις κωμικοτραγικές καταστάσεις της καθημερινότητάς μας όμως παραμένει διαυγής όταν στρέφεται σε ιστορικά γεγονότα βουτηγμένα στο αίμα όπως η τραγική σελίδα του Δεκεμβρίου του 1943 και τα περιγράφει ξανά με πρωτόγνωρες λέξεις: «Ζούσαν σε μια εποχή αντεστραμμένης πραγματικότητας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι άνθρωποι συνήθιζαν να ανησυχούν για όλες τις γεννήσεις και να χαίρονται για ορισμένους θανάτους» (σελ. 145). Σε αντιδιαστολή με ένα χιούμορ καυστικό, διαπεραστικό: «Πεισματικά αμίλητοι και ειρωνικά χαμογελαστοί μένουμε ο ένας απέναντι στον άλλο. Θα χρειαστεί να πέσουν άλλα πενήντα ευρώ για να ξαναπάρει ο κόσμος μπροστά» (σελ. 25). «Οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκη από εξωτερικούς εχθρούς με σύγχρονα όπλα. Αφανίζονται πολύ γρηγορότερα μεταξύ τους κρατώντας το τιμόνι, το κινητό και έναν φραπέ στα χέρια» (σελ. 92).

Ο ίδιος ο Κρις Πάπας, που πρωταγωνιστούσε και στο «Δεύτερο μέρος της νύχτας» (Ωκεανίδα, 2014) είναι ένας Έλληνας ντετέκτιβ που ζει στο Αμβούργο ως μετανάστης. Η ματιά του, ο τρόπος σκέψης του, ο χαρακτήρας του δείχνουν μια παραίτηση από τη ζωή και ταυτόχρονα μια οικειότητα με τη μιζέρια της καθημερινότητάς του. Υπέροχη είναι η αυτοκριτική του: «Στο δάσος των συμπτώσεων περιπλανιέται ένας άνθρωπος που δεν κρατάει νήμα στα χέρια. Το φως θα σβήσει, άγνωστα πουλιά θα κρώζουν και ο  λαβύρινθος θα τον τραβάει προς το κέντρο του. Θέλω να μιλήσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Μα δεν μπορώ. Γιατί μάλλον είμαι εγώ ο ίδιος» (σελ. 51). Πείσμων, δίκαιος και φιλέρευνος, θέλει να βρει τις απαντήσεις σε όσα τον ταλανίζουν, ακόμη και εις βάρος της σωματικής του ακεραιότητας, αρκεί να έρθει η αλήθεια στο φως. Δεν είναι κάθαρμα, μιας και το αβάσταχτο βάρος της αποκάλυψης του τέλους τού δημιουργεί αισθήματα αποστροφής, έντασης, θέλει να μείνει στο σκοτάδι γιατί «το φως θα μας ξεσκίσει» (σελ. 243). Απλός, φυσιολογικά εύστροφος και απόλυτα αληθινός, με έκανε να τον αγαπήσω από την αρχή.

«Ο δύτης» είναι ένα μυθιστόρημα δυνατό, που κρύβει τη μεγαλύτερη έκπληξη για το τέλος και χρησιμοποιεί τον πόνο και τη βία όχι για να εντυπωσιάσει αλλά για να προφυλάξει το ανθρώπινο είδος απ’ αυτόν. Με αφορμή τα τραγικά γεγονότα της γερμανικής Κατοχής, τα ανείπωτα βασανιστήρια, τη φρίκη και τα αντίποινα, ο συγγραφέας με ενέταξε σε μια σκοτεινή και στριφνή υπόθεση, με τον τίτλο και το εξώφυλλο να παίζουν απρόσμενο και διττό ρόλο στις εξελίξεις: ο δύτης του μυθιστορήματος αλλά και ο αναγνώστης που έκανε βαθιά βουτιά μέσα στις σελίδες κι αναδύθηκε στην επιφάνεια εντελώς διαφορετικός απ’ όταν το ξεκίνησε, ο τυφλοπόντικας του εξωφύλλου αλλά και ο Κρις Πάπας που δεν ήξερε προς τα πού να στρέψει τις έρευνές του. Με τον ίδιο τρόπο ξετυλίγεται ένα διπλό και διττό παιχνίδι μέσα στο μυθιστόρημα, πολύπλοκο, ρεαλιστικό, λογικοφανές και εντελώς πρωτότυπο που με άφησε άφωνο με τα πολλά πλεονεκτήματά του, την κεντρική ιδέα του και το ανυπόφορο τέλος μα πάνω απ’ όλα με τον ευρηματικό κύκλο με τον οποίο έκλεισε όλες τις εκκρεμότητες, μετατρέποντας την προρρηθείσα φρίκη σε κάτι αισιόδοξο, γεμάτο δύναμη και αυταπάρνηση, που μόνο μια πραγματικά δυνατή προσωπικότητα μπορεί να κάνει. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο αντικρουόμενα αισθήματα, τροφή για σκέψη και φυσικά σασπένς.

Πάνος Τουρλής