Όταν βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με

του Κυριάκου Μαργαρίτη

Καλογραμμένο και πρωτότυπο. Οι ήρωες του βιβλίου ζουν σε μια Αθήνα που κρατά την ανάσα της μετά τη δολοφονία του ανήλικου Γρηγρόπουλου και πριν την υπογραφή του πρώτου μνημονίου που θα φέρει τα πάνω κάτω στην Ελλάδα. Αφορμή των γεγονότων στο βιβλίο, η δολοφονία μιας περαστικής από έναν έγχρωμο για να της αρπάξει την τσάντα. Ποιοι είναι, πώς αισθάνονται, τι κάνουν, τι ψάχνουν, τι αναζητούν, όλα δοσμένα σωστά, ανθρώπινα, με πολύ όμορφες προτάσεις και ωραίο λεξιλόγιο.

Σοφία Φωκά: νομικός και εθελόντρια σε οργάνωση που προστατεύει και βοηθά τους μετανάστες. Ψάχνει τον άντρα που γνώρισε τη νύχτα που κάηκε η Αθήνα (\"χρυσόψαρο;πού είσαι;\", \"Αθήνα, πόσο όμορφα καίγεσαι!\").

Γουόλε Αντίτσι και Μιχάλης Μοκάμπε: έγχρωμοι και από τα βασικά οργανωτικά στελέχη της ανωτέρω οργάνωσης.

Κωνσταντίνος Κυρίτσης: μέλος ακροδεξιάς οργάνωσης μεε σύνθημα \"Ελλάς ή τέφρα\". Θέλει να ξεχωρίσει στην οργάνωση και παίρνει επικίνδυνες πρωτοβουλίες. Ο αδελφός του, Σταύρος, μετά από χρόνια στην οργάνωση, υπηρετεί πλέον στην Αστυνομία, χωρίς όμως να ξεχνά και τους παλιούς του φίλους.

Πέτρος Μαυρομάτης: γλύπτης και χαράκτης, αναλαμβάνει να φτιάξει το πορτρέτο της γυναίκας του Θεόφιλου Δημακούδη, του άντρα που του νοικιάζει το σπίτι. Τον έχει συγκλονίσει η ομοιότητα της γυναίκας που δολοφονήθηκε με τη γυναίκα που φίλησε ένα βράδυ που καιγόταν η Αθήνα. Οι παιδικές του μνήμες έχουν να κάνουν με την απόβαση του Αττίλα στην Κύπρο και οι περιστάσεις που τυλίγουν την Αθήνα γύρω του ασφυκτικά του θυμίζουν εξίσου αλλόφρονες καταστάσεις.

Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η ιστορία και η αίσθηση ότι σε όλο το βιβίο οι χαρακτήρες και η ίδια η Αθήνα κρατούν την ανάσα τους. Έχουν πάθει σοκ από τον απόηχο της δολοφονίας του μαθητή, η δολοφονία της γυναίκας προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει η έκρηξη. Σαν αναλγητικό σε όλο αυτόν τον πανικό, η μαζική κινητοποίηση των Απελπισμένων στην πλατεία Συντάγματος.

Περιγράφονται όπως πρέπει οι καταστάσεις, φωτογραφίζονται πρόσωπα και πράγματα σιωπηρώς γνωστά, χρωματίζονται οι άνθρωποι με όλους τους τόνους των χρωμάτων. Κάθε ήρωας εξελίσσεται, έρχεται αντιμέτωπος με το δικό του αλλά και το κοινό μέλλον, ακούμε την αγωνία του, νιώθουμε την κραυγή του. Σχεδόν κυρίαρχη ιστορία η αγάπη του Πέτρου και της Σοφίας, η οποία κλείνει με έναν υπέροχο τρόπο και ολοκληρώνεται με ένα αναμενόμενο μα τόσο ρομαντικό φινάλε, σε μια σκηνή που μου θύμισε έντονα την ταινία Πληγές του φθινοπώρου, όπου η ηλικιωμένη Πολίτισσα επιτέλους συναντά τον άντρα (που γνώρισε φευγαλέα χρόνια πριν) μέσα στη δίνη των Σεπτεμβριανών (\"όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με\").

Επίσης καλή περιγραφή γίνεται και με τον Κωνσταντίνο και τον αδερφό του, νέοι άνθρωποι, με άσχημο οικογενειακό υπόβαθρο κι ένα μάτσο ανθρώπους να τους χειρίζονται επιδέξια. Ο Κωνσταντίνος έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή, ωμή πραγματικότητα, όταν μαχαιρώνει έναν άνθρωπο σε μια από τις εκρήξεις οργής που μάτωσαν την Αθήνα. Βρίσκει άραγε διέξοδο στις απορίες του; Ικανοποιείται με την τυφλή βία που μοιράζει; Πώς νιώθει όταν βλέπει τον αδερφό του να φυγαδεύει κουκουλοφόρους περνώντας τους μέσα από τις διμοιρίες των ΜΑΤ; Έχει κόστος ο ρατσισμός;

Ένα καλογραμμένο βιβλίο που θα σας καθηλώσει και θα σας συγκινήσει.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"Μια φωτιά, η πόλη που τιναζόταν στον αέρα, ηλεκτροσόκ, γριά η Αθήνα, τρελή, αφροί στις άκρες του στόματος, λοβοτομή δίχως τέλος, κλεισμένη στο άσυλο, ένα κρεβάτι, μια κάμαρα όμοια με θάλαμο βασανιστηρίων και φωτιά, φωτιά\" (σελ. 79).

\"...το παιδί στα Εξάρχεια, η σφαίρα του αστυνομικού, στο στήθος, στην κοιλιά, δε θυμόταν τι είχαν πει οι γιατροί, ο θάνατος ερχόταν πάντα νύχτα στην Αθήνα, η εκπυρσοκρότηση, βέβαια δάχτυλα στη σκανδάλη γιατί τα δάχτυλα που πατούν σκανδάλες ήταν πάντα, πάντα μόνο βέβαια\" (σελ. 79).

\"Είναι όλα τόσο χάλια και, σαν να μην έφταναν αυτά, έχουμε αυτήν την κρίση, όλοι είναι μες στη μιζέρια ή την υστερία, δεν ξέρεις πότε θα μείνεις χωρίς δουλειά, ο κόσμος αγρίεψε...Τι διάολο γίνεται;\" (σελ. 135).

\"Ο Φώτης τον είχε μάθει πώς να συμπεριφέρεται στις διαδηλώσεις, του είχε εξηγήσει το παιχνίδι με τους αστυνομικούς, πότε πρέπει να κάνεις έφοδο, πότε πρέπει να υποχωρείς, ήταν μαθήματα στρατηγικής, θεωρία. Ο Λουκάς δεν άργησε να τα εφαρμόσει και στην πράξη, ειδικά τα τελευταία χρόνια\" (σελ. 163).

\"Λες και το ήξερε ότι ο πατέρας του θα κατέληγε απολυμένος λίγο πριν από τη σύνταξη, να σέρνεται σε ένα άθλιο καφενείο, να πίνει με άλλους αποτυχημένους ομοϊδεάτες, να παραιτείται όλο και πιο πολύ. Η Αθήνα τους είχε σακατέψει, ο Λουκάς το ήξερε, το είχε διαισθανθεί ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, κάποια μέρα. Γι\' αυτό είχε πλησιάσει τους αναρχικούς μόλις μπήκε στο πανεπιστήμιο. Να κάνει κάτι πιο δραστικό, πιο ουσιαστικό, πιο άμεσο. Αν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, έπρεπε πρώτα να τον νικήσει. Ας καίγονταν όλα, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ποτέ δικά του, δεν του είχαν χαριστεί, δεν είχαν κρατήσει τίποτα γι\' αυτόν, τίποτα\"\" (σελ. 196).

\"Ω, ήταν αργά, ήταν πολύ αργά για κείνη την πόλη, για εκείνους τους ανθρώπους, ήταν πολύ αργά για όλους. Η Αθήνα είχε παλέψει έναν ολόκληρο αιώνα να λύσει τους ιστούς της Ιστορίας, μα το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Τώρα ήταν ο καιρός της αράχνης\" (σελ. 284).

\"Όχι, υπήρχε μια βία, μια παράξενη ήσυχη βία, οι σπασμοί της γέννας ή το τέντωμα στο μίσχο ενός λουλουδιού\" (σελ. 354).

\"Η 17η Νοέμβρη του 1973, το Πολυτεχνείο, ένα άρμα μάχης, μια πύλη που έπεσε, νεκροί, απόντες, τουφεκιές στον αέρα, στους δρόμους πανικός, η Ιστορία δίχως ούτε ένα χαλινάρι, η Ιστορία ένα πεινασμένο λιοντάρι που έψαχνε ποιον να καταπιεί\" (σελ. 354).

Πάνος Τουρλής