Ωκεανός

του Μιχάλη Κατράκη

Το ελληνόκτητο κρουαζιερόπλοιο «Ωκεανός», με 571 επιβάτες, βυθίστηκε στις 4 Αυγούστου 1991 στα ανοιχτά της Νότιας Αφρικής, χωρίς θύματα χάρη στη γιγαντιαία, άμεση και συντονισμένη επιχείρηση του αφρικανικού λιμενικού και τις πρωτοβουλίες μερικών επιβατών. Άπαντες κατηγόρησαν το πλήρωμα (μεταξύ αυτών και τον καπετάνιο Γιάννη Αβρανά) ότι προτίμησαν να σωθούν παρά να συντονίσουν την εκκένωση του πλοίου. Το βιβλίο αποτυπώνει το χρονικό αυτής της τραγωδίας με πρωτόφαντο λυρισμό και αξιοπρόσεκτη ουδετερότητα. Ευχάριστη έκπληξη είναι ο πρόλογος της Τέσυς Μπάιλα, «μιας από τις ελάχιστες συγγραφείς που συνδράμουν στη ναυτική λογοτεχνία», η οποία, κόρη ναυτικού κι η ίδια, έχει τύχει να ταξιδέψει κι εκείνη με τον «Ωκεανό».

Το μυθιστόρημα αποτελείται από δύο άτυπους άξονες: το χρονικό του πλοίου και του ναυαγίου του από τη μια και την ιστορία μιας οικογένειας που το βιώνει, με τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της να διαμορφώνονται επηρεασμένες από τη θάλασσα από την άλλη. Το «Ωκεανός» ζωντανεύει σε όλες τις μορφές που του έχουν αποδοθεί κατά τη διάρκεια της πορείας του στις θάλασσες («Jean Laborde», «Μυκήναι», «Ancona», «Eastern Princess») και ταξιδεύουμε από τα ναυπηγεία του 1952 ως το ναυάγιο του 1991. Ο συγγραφέας αποπειράται να βρει «την ανθρώπινη οπτική κάτω από μια ασύλληπτα τραγική συνθήκη» κι όχι να αποδώσει δικαιοσύνη ούτε να διερευνήσει τις πράξεις του πληρώματος. «Όποιου την αλήθεια κι αν επιλέξω να αφηγηθώ, θα καταλήξω να αφηγούμαι το ψέμα κάποιου άλλου» (σελ. 364), παραδέχεται. Ταυτόχρονα, η οικογένεια του συγγραφέα επηρεάζεται από τη δουλειά του πατέρα ως ναυτικού και δημιουργούνται στις μεταξύ τους σχέσεις ποικίλα προβλήματα, που διογκώνονται όσο περνάει ο καιρός. Το κείμενο λοιπόν είναι η βιογραφία ενός πλοίου αλλά κι ενός ναυτικού, είναι η ιστορία της εμπορικής ναυτιλίας αλλά και το διηνεκές πρόβλημα των συνεπειών από το ναυτικό επάγγελμα στις οικογένειες των μελών των πληρωμάτων.

Ο Νίκος Καββαδίας φαίνεται να έχει επηρεάσει σημαντικά τον συγγραφέα, που αποδίδεται σε παραστατικές εικόνες και αξέχαστες μεταφορές και παρομοιώσεις, χαράζοντας ένα καθαρά προσωπικό στυλ γραφής, επηρεασμένο από σημαντικούς λογοτέχνες της θάλασσας: «Γι’ αυτό προτιμούσε τη νύχτα, όταν κυνηγοί και κυνηγημένοι ήταν σε λήθαργο και οι ζωές έτριζαν απαλά αντί να ουρλιάζουν» (σελ. 134). Η ναυτοσύνη είναι ουσιαστικά «Η μοναξιά της λαμαρίνας» και γι’ αυτό: «Δεν έχει ημίμετρα η λαμαρίνα. Ή τη μισείς και σε μισεί και εκείνη και σε φτύνει στο πρώτο λιμάνι που θα βρει, ή την ερωτεύεσαι και μένεις πάνω της μια ζωή» (σελ. 247). Το μυθιστόρημα είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους ανθρώπους «…τι άφησαν μέσα στους αρμούς του βαποριού και πόση σκουριά τους πότισε κι εκείνο μέσα στην ψυχή τους» (σελ. 500); Μέσα σε μία και μόνη φράση παρατίθεται η μεγάλη διαφορά στεριάς και νερού: «-Και στον ωκεανό πεθαίνει κόσμος, μάστορα. -Όχι, πασά μου. Στον ωκεανό χάνεσαι. Εδώ έξω πεθαίνεις» (σελ. 501). Ο καμαρότος, ο λοστρόμος, ο αρχιμάγειρας, ο αξιωματικός: «Μπροστά δε βλέπει αλλά δεν τον νοιάζει πλέον να κοιτά τι έρχεται, για πού τραβάει, παρά μονάχα τι πίσω του μακραίνει» (σελ. 187). Κι όσο κι αν προσπάθησα να μη συγκινηθώ διαβάζοντας κάποια αποσπάσματα, εδώ δάκρυσα: «Έμαθε να ζει τη σπασμένη ζωή. Ένα κομμάτι εδώ, ένα αργότερα. Πάσχιζε να τα βάλει στη σειρά, ήταν πια πολλά. Δεν κολλούσαν. Δεν έβγαζαν νόημα. Η πραγματικότητα των λίγων μηνών που περνούσε μαζί τους γινόταν ανάμνηση τους πολλούς μήνες που περνούσε πάνω στο βαπόρι» (σελ. 191).

Η ιστορία ξεκινάει με έναν έξυπνο παραλληλισμό: ο γιος ενός μέλους του πληρώματος ζει το δικό του νωχελικό καλοκαίρι στην Κέρκυρα και παίζει με τα στρατιωτάκια του, βυθίζοντας τη βάρκα τους σε μια στέρνα, τη στιγμή που στις ειδήσεις ανακοινώνεται το ναυάγιο του πλοίου. Σταδιακά βλέπουμε πώς αποχαιρέτησαν τον πατέρα τους και σύζυγο, Παναγιώτη, τα μέλη της οικογένειάς του στον Πειραιά πριν το μοιραίο ταξίδι, πώς εντυπωσιάστηκε ο μικρός από το μέγεθος του πλοίου, πώς νιώθει το βάρος της ευθύνης ως ο άντρας του σπιτιού κατά τη διάρκεια της απουσίας του πατέρα. Η ωριμότητα της στιγμής έρχεται σε σύγκρουση με τη σφοδρή επιθυμία του παιδιού να κυβερνούν σάιμποργκ τα πλοία ώστε οι πατεράδες να πηγαίνουν απερίσπαστοι τα παιδιά τους σχολείο και οι γυναίκες να μη θρηνούν αν χαθούν οι άντρες τους στα ναυάγια. Την ίδια στιγμή, ο Παναγιώτης θέλει να μείνει για πάντα κοντά τους έχοντας ένα κακό προαίσθημα.

Το παιδί τελικά, όσο περνάει ο χρόνος, επηρεάζεται από την απουσία του, είναι ατίθασο, ανήσυχο, προβληματίζει τη μητέρα του. «Για να σταματήσεις να είσαι παιδί, πρέπει να έρθει ένας φονιάς, ένας ξένος, μία απρόσωπη ή αναπάντεχη συνθήκη και με παγωμένο βλέμμα να σκοτώσει κάτι μέσα σου παιδικά αθώο. Τον αναίτιο θυμό, το ανυποχώρητο πείσμα ή ένα αφελές ψέμα. Μεγαλώνεις όταν μέσα σου κάτι καταλήξει νεκρό» (σελ. 485). Και τελικά: «Ήταν τόσο απαράλλαχτη η συμπεριφορά του [πατέρα] σε αυτές τις ελάχιστες γιορτές και τόσο μεγάλος ο πόθος μου να είναι περισσότερες, που εκ των υστέρων τον τοποθέτησα σχεδόν σε όλες τις μεγάλες στιγμές που περνούν στην αφάνεια του χρόνου. Τον έκοψα από τις δύο-τρεις αναμνήσεις που είχα και τον κόλλησα σε όλες τις υπόλοιπες… Μόνο που, έτσι όπως τον έκοβα από τα λίγα και τον κολλούσα στα πολλά, χωρίς να έχω συναίσθηση της παρεμβατικότητάς μου, κάθε φορά άλλαζα και λίγο από την υφή του…» (σελ. 276-277). Και στην εφηβεία, ήρθε η ώρα: «-Μεγάλωσες πολύ. -Έλειψες πολύ. -Δεν το διάλεξα. -Μα δεν το άλλαξες κιόλας. -Δεν ήξερα πώς» (σελ. 338).

Η ιστορία της οικογένειας Κατράκη με διαρκή πρωθύστερα μας ταξιδεύει στο παρελθόν για να γνωρίσουμε καλύτερα τον τόπο γέννησης (Φαρακλό Λακωνίας, 1951) και τις συνθήκες διαβίωσης του πατέρα, να μάθουμε πώς γνωρίστηκε με τη γυναίκα της ζωής του, πώς και γιατί επέλεξε το επάγγελμα του ναυτικού, πόσα προβλήματα έφερε αυτή η επιλογή στην καθημερινότητα και την ψυχολογία όλων τους. Ο Παναγιώτης Κατράκης μεγαλώνει σε απόλυτη φτώχεια, σ’ ένα μέρος που ζει από τη γη μα κυρίως από τη θάλασσα. Εκείνη την περίοδο πουθενά δεν υπήρχε χαΐρι, μόνο στον ωκεανό ή στην Αμέρικα. Λυρισμοί, ρεαλισμός, συγκίνηση, εξαίρετη καταγραφή της καθημερινότητας και των αντιλήψεων των Μανιατών εκείνης της περιόδου, με υπέροχες λέξεις και προσεγμένους διαλόγους, είναι τα θετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συναντάμε εδώ αλλά και στο υπόλοιπο βιβλίο: «…άρχισε να τις μετράει διαφορετικά τις εποχές, όχι ανάλογα με τον καιρό, αλλά ανάλογα με τι πότε δένουν τα καράβια κάβους και πότε λύνουν οι γυναίκες τις επιθυμίες» (σελ. 123). Ο πατέρας του συγγραφέα μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον που εκβιάζει την παιδικότητά του: «Έμεινε μόνος να σκοτώνει το παιδί και να φτιάχνει τον άντρα που έπρεπε να γίνει, χωρίς να μπορεί να μιλήσει σε άνθρωπο γι’ αυτό το άγριο φονικό» (σελ. 123).

Η ιστορία φτάνει κι ως τις μέρες μας, αρκετά χρόνια μετά το ναυάγιο, όπου όλοι τους έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες των επιλογών τους ή των υποχρεώσεών τους και οι ευαίσθητες και εύθραυστες οικογενειακές ισορροπίες αλλάζουν και ο γιος έρχεται οριστικά αντιμέτωπος με τον πατέρα, ο οποίος επιπλέον βιώνει μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του, κάτι που απευχόταν αλλά τελικά του χτύπησε την πόρτα. Μικρά, σύντομα και περιεκτικά κεφάλαια με σαφή χρονολογικό και τοπογραφικό προσδιορισμό ως επικεφαλίδα, μετρημένα με την ένδειξη «μέτρα» και όχι «κεφάλαια», λες και ξεκουκίζουμε τον χρόνο, θέλοντας να αποφύγουμε το ναυάγιο ή, ακόμη χειρότερα, την τελική ενδοοικογενειακή σύγκρουση, ζωντανεύουν ταυτόχρονα και εμβόλιμα την ιστορία του πλοίου στις διάφορες φάσεις του πλου και μας συστήνουν τα περισσότερα από τα μέλη του εκάστοτε πληρώματος, όλοι αναπόσπαστα κομμάτια μιας τραγικής ιστορίας που ξεδιπλώνεται με άφθαστο ρεαλισμό και καλοδουλεμένη λυρικότητα. «Είναι μόνοι. Άνθρωποι, θάλασσα και χρόνος» (σελ. 82).

Ο ναυτικός που επιστρέφει στην ερωμένη του, που ερωτεύεται μια πόρνη ή που γυρίζει στην οικογένειά του με το άγχος να μη ριζώσει στον τόπο του, εξ ου και λοξοκοιτάει τη θάλασσα, ο φόβος απέναντι στον καιρό και τι ζευγάρι θα κάνει με τη θάλασσα, ο αξιωματικός που περιμένει παράσημα και εύκολο καιρό αλλά στο πρώτο ταξίδι χάνει «τη θάλασσα κάτω από τα πόδια του», γυναίκες και παιδιά που μεγαλώνουν μόνοι, εφοπλιστές που κάνουν γνωστή την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου συγκροτώντας έναν σημαντικό στόλο και ταυτόχρονα τρέμουν τα ναυάγια ή άλλες οικονομικές καταστροφές που μπορεί να υλοποιηθούν κυριολεκτικά μέσα σε μία και μόνο στιγμή, όλα τους ζωντανεύουν μέσα από μικρά κεφάλαια που φαίνονται σαν αυτοτελή διηγήματα κι όμως είναι οι κρίκοι μιας από τις πιο δυνατές και υπέροχες ιστορίες που έχω διαβάσει ως τώρα. Ζωηράδα, ενάργεια, λυρισμός συγκροτούν το πολύπλευρο αυτό μυθιστόρημα, καλύπτοντας τα πάντα από τη ζωή του ναυτικού σε στεριά και θάλασσα, από την καθημερινότητα της οικογένειας που τον περιμένει, από τις ελπίδες της ερωμένης που τον προσδοκά, από την κοινότητα που τον αποχαιρετά και τη μικρότερη κοινότητα που τον καλοδέχεται, από το δέσιμο και την απαραίτητη αυστηρότητα μέσα στο πλοίο, όλα εδώ, εναργή και παλλόμενα.

Ο »Ωκεανός» γεννήθηκε το 1953 στο Μπορντώ και η ιστορία του ξεκινάει μ’ έναν ναυπηγό που αγωνίζεται να μην ερωτευτεί τη Ζασμίν της Τετάρτης, την όμορφη, γλυκιά πόρνη, και αφοσιώνεται στη δουλειά του πάνω στο πλοίο που κατασκευάζεται στο Forges et Chantiers. Ακολουθούν κι άλλα εξίσου συναρπαστικά γεγονότα που ζωντανεύουν τις μεταμορφώσεις του πλοίου ως το 1980 όπου το καράβι πλέον είναι κρουαζιερόπλοιο και χάρη σ’ έναν Έλληνα σερβιτόρο περπατάμε ξανά στα πολλά και διαφορετικά καταστρώματα, τα οποία αυτήν τη φορά είναι γεμάτα ατραξιόν και ανέσεις που απαιτούνται στην πορεία ενός τέτοιου ταξιδιού. Οι περιγραφές του πλοίου σε όλες τις φάσεις της ζωής του δεν είναι καθόλου κουραστικές, αντίθετα, συγκροτούν ένα συναρπαστικό φόντο της ιστορίας και τονίζουν την τραγική ειρωνεία πως όλα αυτά θα χαθούν για πάντα στον βυθό της θάλασσας. Αυτές οι στιγμές έρχονται σταδιακά, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, πότε με σημάδια, πότε με προαισθήματα από το προσωπικό κι έτσι φτάνουμε στη μοιραία στιγμή που κανείς δεν περίμενε κι όλοι ξορκίζανε. Αποφάσεις, προβλέψεις, σιγουριά, εγωισμός, αδιαφορία, υπέρμετρη φιλοδοξία με αποτέλεσμα 573 άνθρωποι να βγουν από το λιμάνι του East London της Αφρικής κατευθείαν μέσα στη θύελλα.

Το μυθιστόρημα «Ωκεανός» είναι ένα εξαίρετο δείγμα λογοτεχνικότητας και γραφής και ταυτόχρονα μια προσωπική πάλη του συγγραφέα με τις προσωπικές του αναμνήσεις από ένα περιβάλλον χωρίς κατά βάση πατέρα και με δύσκολες συνθήκες ωρίμανσης και μεγαλώματος. Αγωνίστηκε σκληρά για να αποστασιοποιηθεί από τα προσωπικά του συναισθήματα αλλά και για να καταγράψει ακριβοδίκαια τις συνθήκες και τα γεγονότα του ναυαγίου, με πραγματικά πρόσωπα της ναυτιλιακής (Κώστας Ευθυμιάδης, Παντελής Σφηνιάς κ. ά.) και όχι μόνο ιστορίας και προσωπικές μαρτυρίες και πρακτικά της δίκης να παρεμβάλλονται στο κείμενο, δημιουργώντας ένα πολυπρισματικό παζλ που καταγράφει σωστά το ναυάγιο και γλυκόπικρα την καθημερινότητα μιας ναυτικής οικογένειας. Υποσημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, κομψή σελιδοποίηση και μικρά εύπεπτα κεφάλαια βοηθάνε αρκετά στην ανάγνωση και στην αναβίωση της ατμόσφαιρας και των συνθηκών, κρίμα μόνο που το βιβλίο βρίθει τυπογραφικών σφαλμάτων και δεν έχει τη φιλολογική επιμέλεια που του αξίζει. Ναύτες και πλοία, μια σφιχτοδεμένη μικρή κοινωνία που ζει παράλληλα με την πραγματική, αυτήν που περιμένει πίσω στη στεριά γεμάτη φόβο και αγωνία για τις τύχες των ανθρώπων τους. Αυτό το βιβλίο είναι η ζωή τους.

Πάνος Τουρλής