Γύρω στο 1999. Μοναστηράκι. Ραντεβού με τη Νατ στο σταθμό. Έχει φτάσει πρώτη. Στα σκαλάκια του τρένου βρίσκει ξεχασμένα; επίτηδες αφημένα εκεί; δύο βιβλία: Το "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" και το "Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε;". Μου τα δίνει εμένα γιατί αυτή τα έχει ήδη. Θυμάμαι ότι είχα χαρεί πολύ γιατί τότε δεν έπαιζαν πολλά λεφτά για αγορές βιβλίων. Τα διαβάζω μέσα σε 1-2 μέρες και συγκλονίζομαι.

21 Αυγούστου 2010. Καπανδρίτι. Σαββατοκύριακο στο σπίτι του Μίσσιου. Αυτή τη φορά υπεύθυνη γι' αυτό είναι η Αναστασία και η παρέα της με το Στέφανο, τον μπατζανάκη του Μίσσιου. "Μη τολμήσεις να του μιλήσεις στον πληθυντικό", μου είχαν πει. Θα νευριάσει πάρα πολύ. Δεν τόλμησα. Στην αρχή δεν τόλμησα καν να του απευθύνω το λόγο. Σιγά, σιγά όμως ξεθάρρεψα. Βοήθησε σε αυτό και η παρουσία της Ρηνιώς, της γυναίκας του. Ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Όλα χαμόγελα και αγάπη. Την ένιωθες την αγάπη παντού σε αυτό το σπίτι.

Κι όσο για την γνωριμία με τον Χρόνη... Μόνο απομυθοποίηση δεν επήλθε. Μυθοποίηση θα έλεγα. Κάθε κουβέντα του μου ακουγόταν τόσο μαγική που δεν τολμούσα να απαντήσω γιατί ό,τι κι αν μου 'ρχοταν στο μυαλό να πω μου φάνταζε ανόητο. Όταν κουραζόταν αποχωρούσε από την παρέα χωρίς χαιρετούρες και δικαιολογίες. Άλλες πάλι φορές σηκωνόταν, έμπαινε μέσα, πήγαινε στο γραφείο του, έστριβε τσιγάρο και μας παρακολουθούσε από κει να συζητάμε χωρίς να επεμβαίνει ακόμη κι όταν ακουγόταν η μεγαλύτερη βλακεία. Το παράθυρο βρισκόταν ακριβώς στη μία κορυφή του εξωτερικού τραπεζιού.

 


Περάσαμε ένα βράδυ με τσίπουρο, λικέρ μαστίχας, μεζέδες, μουσική και γέλια. Και ιστορίες, πολλές ιστορίες. Για την εξορία, την αριστερά, την γνωριμία του με τη Ρηνιώ, την Παγώνα, το Στέφανο, τον πολιτισμό, τα βιβλία του, τα σκυλιά που ήταν η αδυναμία του, το θεό, την κοινωνία: "Να κάνει ένα τακ η γη και να πετάξει από πάνω της όλο τον πολιτισμό".Δεν περίμενα ότι ένα και μόνο βράδυ μπορεί να χωρέσει τόσες ιστορίες...

Μας έλεγε ότι δεν γράφει πια βιβλία γιατί στο τέλος δεν ξέρει πού να πάει τους ήρωες του: "Να τους σκοτώσω; Να τους βάλω σε ένα διαστημόπλοιο και να τους στείλω στο διάστημα; Αυτό μου φαίνεται και το πιο λογικό." Και αν όλοι οι ήρωες του ήταν σαν αυτοί του γερανιού, είχε απόλυτο δίκιο. Δεν χωρούσαν σε αυτό τον κόσμο.

Για το Καπανδρίτι μας έλεγε ότι δεν το θεωρεί απομόνωση αφού με την φαντασία μπορεί να ταξιδεύει και να βρίσκεται παντού: "Όποτε θέλω κάνω ένα τακ και βρίσκομαι στη θάλασσα". Για σένα που το διαβάζεις τώρα αυτό μπορεί να σου φαίνεται "λίγο" αλλά σκέψου ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να ταξιδεύουν πιο αληθινά με την φαντασία τους από μας τους υπόλοιπους.

Το πρωί εκείνης της Κυριακής ξύπνησα με ένα λευκό τριαντάφυλλο σφηνωμένο στο πόμολο της πόρτας, παρόλο που ο καλός μου κοιμόταν δίπλα μου χωρίς να έχει σηκωθεί όλο το βράδυ. Αυτό ήταν έργο του Στέφανου. Βγαίνοντας έξω με υποδέχτηκαν ζεστά χαμόγελα και ελληνικός καφές. Κι ένιωσα τότε ότι έστω και για λίγο έγινα μέλος μιας πολύ διαφορετικής παρέας. Μιας παρέας που είναι πάντα εκεί ο ένας για τον άλλον και που παρόλο που όλοι πέρασαν δια πυρός και σιδήρου, παρόλο που τα ιδανικά για τα οποία βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν αποδείκτηκαν ψεύτικα και τα είδαν να τσαλακώνονται, επιμένουν να παραμένουν ρομαντικοί...

- Χρόνη έχεις το τάπερ; τον ρώτησα την Κυριακή το μεσημέρι.

Ο εαυτός μου στάθηκε απέναντί μου και με άκουγε να ξεστομίζω αυτή τη φράση με το στόμα ανοικτό.

Αποχωριστήκαμε με αγκαλιές και φιλιά και μία υπόσχεση για μια συνέντευξη που δεν έγινε ποτέ.

1 Νοέμβρη 2010. Διαβάζω "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι". Θυμάμαι παλιότερα τη φίλη μας τη Βασούλα να μας λέει ότι αυτό το βιβλίο της άλλαξε τη ζωή. Το διαβάζω μονορούφι και συνειδητοποιώ ότι είναι το βιβλίο της ζωής μου. Μέχρι που εξαντλήθηκε από τον εκδότη του το χάριζα σε όλους όσους αγαπούσα. Πιστεύω ακόμη ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί από τον καθένα. Δεν κατάφερα να τον ξανασυναντήσω για να του πω το πόσα άλλαξε στη ζωή μου αυτό το βιβλίο. Φυσικά και τώρα το μετανιώνω. Ακριβώς όπως το περιγράφει ο ίδιος στο απόσπασμα που ακολουθεί στο τέλος...

20 Νοέμβρη 2012. Ακούω από το ραδιόφωνο τα λόγια: "πέθανε ο Χρόνης Μίσσιος". Και νιώθω το σύμπαν γύρω μου να καταρρέει. Γιατί όταν φεύγει από τη ζωή ένας άνθρωπος σαν τον Χρόνη Μίσσιο δεν έχει σημασία αν ήταν 82 ή 102 χρονών. Έχει σημασία που ο κόσμος χωρίς αυτόν γίνεται φτωχότερος. Και αν αυτόν τον άνθρωπο τον έχεις γνωρίσει και τον έχεις αγαπήσει αυτή τη φτώχεια την νιώθεις πιο έντονα. Γιατί αλλιώς είναι να αισθάνεσαι ότι είναι εκεί, ζει και αναπνέει εκεί και αλλιώς να ξέρεις ότι δεν υπάρχει πια. Όσο για την ανακοίνωση του ΚΚΕ για το θάνατο του Χρόνη Μίσσιου το μόνο που καταφέρνει είναι να αποδεικνύει το γιατί ο Χρόνης τους είχε σιχαθεί και το πόσο "λίγοι" είναι...

Χτες, στην κηδεία με ενόχλησε που οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι το αντιμετώπιζαν ως κάτι σχεδόν φυσιολογικό, παρόλο που η άλλη μου πλευρά συμφωνούσε μαζί τους. Μόνο οι νεότεροι έμοιαζαν πιο συγκλονισμένοι. Ίσως επειδή δεν τον έζησαν όσο θα ήθελαν, ίσως γιατί παραμένουν ακόμη ρομαντικοί, κάτι που αν ισχύει, είναι πολύ αισιόδοξο...

Το παρακάτω απόσπασμα είναι αυτό που "κυκλοφόρησε" περισσότερο απ' όλα μετά την είδηση του θανάτου του Χρόνη. Όχι άδικα όμως. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας έχει από καιρό δώσει την απάντηση σε όλους εμάς που τώρα στενοχωριόμαστε για τον θάνατό του: "Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."

"Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ' αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ.

Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;

Τί την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την...

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.

Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...

Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;

'Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...

Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς... Όμως το αφήσαμε για αύριο...

Για να πάμε που;

Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατι;

Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει.

Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."

 

 

Λένα Βλασταρά