Ένας άντρας βρίσκεται νεκρός, εξαντλημένος από δίψα, στη μέση ενός άνυδρου τοπίου. Ο Νέιθαν και ο Μπαμπ Μπράιτ βρίσκουν το πτώμα του αδελφού τους, Κάμερον, στα όρια των αγροκτημάτων τους στο Κουίνσλαντ αλλά πώς και γιατί βρέθηκε στο σημείο, τόσο μακριά από το αυτοκίνητό του; Τι γύρευε έξω, στον ανελέητο ήλιο; Πώς μπορεί ο θάνατός του να είναι ο καταλύτης για μια σειρά γεγονότων που θα διαλύσουν τους Μπράιτ;

Πρόκειται για ένα δυνατό μυθιστόρημα αγωνίας που διαδραματίζεται σ’ έναν τόπο ακραίων συνθηκών, με τους ανθρώπους που ζουν εκεί να είναι εντελώς καλά ή εντελώς χάλια, εξ ου και το πτώμα βρέθηκε σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες μετά την εξαφάνιση και δυστυχώς 200 χιλιόμετρα μακριά από την κύρια περιοχή έρευνας. Γιατί όμως το θύμα εγκατέλειψε το αμάξι του δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα, γεμάτο από εφόδια, εργαλεία και χωρίς μηχανολογικό πρόβλημα; Τα μυστικά της οικογένειας, οι ζήλιες, οι απιστίες βγαίνουν αργά αργά στη φόρα μέσα από πρωθύστερα που αποκαλύπτουν τις τραυματικές σχέσεις μεταξύ των μελών. Κακός και αδίστακτος πεθερός, γυναίκα που υποκύπτει στα θέλγητρα κάποιου όσο τη διεκδικεί κάποιος άλλος, εξορία από την πόλη για ένα παράπτωμα ζωής και θανάτου, σχέσεις μεταξύ των αδελφών αλλά και των παιδιών με τον πατέρα τους, η σκιά της μάνας, μια κακοποιημένη σύζυγος, μια απιστία είναι λιθαράκια που χτίζουν ένα οικοδόμημα σάπιο εκ θεμελίων, λες και ο θάνατος του Κάμερον άνοιξε τον ασκό του Αιόλου: «Τώρα που ο Καμ βρισκόταν με ασφάλεια κάτω απ’ το χώμα, όλοι ένιωθαν πιο άνετα να πουν αυτά που δεν τολμούσαν όσο εκείνος ήταν ανάμεσά τους» (σελ. 393).

Η Jane Harper ξεδιπλώνει μια ιστορία που με καθήλωσε κι ας εξελισσόταν σε περιορισμένο χώρο και με συγκεκριμένους υπόπτους. Αυτό φάνηκε εξαρχής, αφού η συγγραφέας ξέρει πώς να γράφει προλόγους, γνωρίζει δηλαδή πολύ καλά από ποιο σημείο να ξεκινήσει την ιστορία της και η οπτική της είναι πάντα πρωτότυπη και κλέβει τις εντυπώσεις. Έτσι κι εδώ, λοιπόν, το άνυδρο, ξερό τοπίο της αυστραλιανής ερήμου δεν είναι και οι καταλληλότερες συνθήκες επιβίωσης ενός ανθρώπου που βρέθηκε εκεί. Άμμος, ανελέητος ουρανός, άνεμοι και ήλιος κι ένα μνημείο με τον ευφημισμό «τάφος του κτηνοτρόφου»: «Η δύση σπανίως ήταν η πρώτη επιλογή οποιουδήποτε» (σελ. 9). Κατοικήσιμη περιοχή; Ένα υποστατικό στα βόρεια κι ένα στα νότια, «κοντινοί γείτονες τρεις ώρες απόσταση ο ένας από τον άλλον» (σελ. 10). Ασύρματη επικοινωνία; Στα δυτικά όρια του αγροκτήματος, τέσσερις ώρες από το σπίτι, υπάρχει μια κεραία αναμετάδοσης, έτσι και χαλάσει δεν υπάρχει επικοινωνία στην έκταση των Μπράιτ. Μια οικογένεια σε μια ερημιά, μ’ ένα τοπίο απαράλλαχτο, χωρίς κίνηση, χωρίς περαστικούς κι όλα αυτά παραμονές Χριστουγέννων (ο ήλιος καίει πάνω από  τα κεφάλια τους, η ζέστη και η σκόνη είναι ανυπόφορες κι όμως είναι Χριστούγεννα!) και παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω παρακάτω, αναρωτώμενος πώς καταφέρνει η συγγραφέας να με κρατάει δέσμιο της γραφής της. Δε μας νοιάζουν τα άλλοθι, δε ρωτάμε πού ήσουν και τι έκανες την ώρα του φόνου, μας νοιάζουν τα πετραδάκια του μακρινού ή κοντινού παρελθόντος που άρχισαν ξαφνικά να πετιούνται πάνω στον φόνο του Κάμερον. Φευγαλέες ιδέες, λεπτομέρειες που δεν ταιριάζουν με τη στιγμή της αφήγησης αλλά το διαπιστώνουμε όταν φωτίζονται σωστά, υποψίες και μια ανελέητη ύπαιθρος δημιούργησαν ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ.

Η Λιζ Μπράιτ είναι η μητέρα των τριών παιδιών, χήρα μετά το ατύχημα του συζύγου της και προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες στην οικογένεια. Ο Νέιθαν και ο Μπαμπ έχουν τις διαφορές τους που εντείνονται μετά τον θάνατο του μεσαίου αδελφού τους. Ο Νέιθαν μάλιστα έχει στο πλάι του τον 16χρονο γιο του, Ζάντερ, που τον βλέπει μόνο μετά από φασαρίες και καβγάδες με την πρώην σύζυγό του, όταν τον εγκατέλειψαν και πήγαν στο Μπρίσμπεϊν. Ο Ζάντερ μάλιστα ίσως είναι και η μόνη φωνή της λογικής, μια πλήρης αντίθεση με τους γαιοκτήμονες συγγενείς του: «Οι γωνίες του είχαν λειανθεί απαλά από πολιτισμένες συζητήσεις, καφέδες εισαγωγής και τις πρωινές ειδήσεις. Δεν είχαν φαγωθεί με το σκαρπέλο και τριφτεί με γυαλόχαρτο για να μείνει από κάτω σκληρό πετσί» (σελ. 25). Η Ίλζε, που ζει κι αυτή στο κτήμα με τις κόρες της, διαπιστώνει πως πλέον νιώθει ελεύθερη, χωρίς την κακοποιητική σκιά του νεκρού Καμ κι αυτό ίσως ξυπνήσει κάτι από το παρελθόν που καλύτερα ήταν να μείνει κρυμμένο. Στο κτήμα υπάρχουν και ένα ζευγάρι εποχικών εργατών κι ένας οικογενειακός πλέον φίλος που ο καθένας τους έχει τα δικά του μυστικά.

«Το κόκκινο του χώματος και του ουρανού έσμιγαν και γίνονταν ένα, μέχρι που και τα δύο σκούραιναν και γίνονταν μαύρα» (σελ. 205). Ακριβώς έτσι είναι τα βήματα που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, σκόρπια και φωτεινά κι όσο ενώνονται σχηματίζουν ένα σκοτεινό φόντο μέσα από το οποίο ξεπηδούν τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, με αποτέλεσμα η δράση να φέρνει αντίδραση, η βία εκδίκηση και οι αποφάσεις να ζυγίζονται στο δευτερόλεπτο χωρίς δεύτερες σκέψεις. Άγρια φύση, άγρια ζωή, άγρια ένστικτα, άγριοι άνθρωποι, ποιος θα επιβιώσει; Ανατριχιαστικό, εσωστρεφές, δίκαιο και καλογραμμένο μυθιστόρημα με πολλές σκέψεις και αισθήματα που με προβλημάτισαν και με ξενύχτησαν.

Πάνος Τουρλής