Χάρτινη μνήμη

της Emma Healey

Αναρωτιέμαι ποιος θα διαβάσει αυτό το βιβλίο και δε θα συγκλονιστεί. Είναι μια τρομερή εμπειρία η ανάγνωσή του. Η εβδομηντάχρονη Μοντ πάσχει από τα πρώτα στάδια άνοιας, κάτι που δυσκολεύει την επικοινωνία με την κόρη της, Έλεν, ενώ ταυτόχρονα αναστατώνει τον κόσμο γύρω της για να ανακαλύψει γιατί εξαφανίστηκε η φίλη της, Ελίζαμπεθ. Παράλληλα, διάφορα γεγονότα ή εικόνες ξυπνάνε τη μνήμη της Μοντ και μας αφηγείται τις οικογενειακές της περιπέτειες λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε είχε εξαφανιστεί η αγαπημένη της αδελφή.

Με κλόνισε η εξαιρετική γραφή της νεοεμφανιζόμενηςΈμα Χίλι. Ένιωσα ακριβώς σα να ήμουν η Μοντ, μιας και η αφήγηση είναι πάντα πρωτοπρόσωπη (με ενεστώτα για το παρόν και αόριστο για το παρελθόν). Αισθάνθηκα την αγωνία και την αδυναμία μιας γυναίκας με άνοια, όταν η προσοχή της στρέφεται αλλού και μετά πάλι αλλού και καταλήγει χαμένη στους δρόμους ή με το γκάζι ανοιχτό και χωρίς οι σημειώσεις της να δίνουν τη σωστή απάντηση που χρειάζεται εκείνη τη στιγμή. Μπήκα στη θέση ενός ανθρώπου που θυμάται τα πάντα από τη νεανική του ζωή αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει την κάρτα απεριορίστων στην τσάντα του, αναρωτιέται ποια είναι η άγνωστη γυναίκα που του επιτίθεται φραστικά γεμάτη αγωνία και κυρίως τι δουλειά έχουν πέντε φλιτζάνια τσάι στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας μες στο σαλόνι.

Εξίσου ανάγλυφος είναι και ο χαρακτήρας της Έλεν, μιας κοπέλας που αγαπάει τη μητέρα της αλλά δε βλέπει αυτά τα αισθήματα παρά μόνο για λίγα λεπτά της ημέρας στο πρόσωπο της γυναίκας που τη μεγάλωσε. Ανησυχεί, αγωνιά, βαριέται, δεν έχει την υπομονή να ενδιαφερθεί σωστά για εκείνη. Η Μοντ επαναλαμβάνει πολλές φορές μια ερώτηση, τη ζαλίζει για την Ελίζαμπεθ, η Έλεν σηκώνει τα μάτια ψηλά, απελπίζεται, δεν έχει κουράγιο να ανοίξει συζήτηση μαζί της γιατί σύντομα ξεστρατίζει. Η μόνη που το «απολαμβάνει» είναι η Κέιτι, η έφηβη εγγονή, η οποία είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω μεγαλύτερης υπομονής καταφέρνει να αντιμετωπίσει καλύτερα το ζήτημα. Καταπληκτικές οι απορίες της Μοντ για τα τρυπημένα αυτιά της κοπέλας, για το κινητό τηλέφωνο που ακομπάει στο αυτί της, για το ντύσιμό της κλπ. Μια κλασική γιαγιά που έχει χάσει το τρένο της εξέλιξης και της τεχνολογίας.

Η Μοντ χάνεται, παρενοχλεί τον κόσμο, πηγαίνει συνέχεια στην αστυνομία, ψάχνει, νιώθει ότι την Ελίζαμπεθ την απήγαγαν. Η ζωή της είναι γεμάτη σημειώματα, χαρτάκια, άχρηστα αντικείμενα (κι αν της χρειαστούν;), ανασφάλεια, αγωνία, κάπου κάπου αυτολύπηση, όταν για ελάχιστα δευτερόλεπτα συνειδητοποιεί την κατάστασή της. Και με το παρελθόν που μας αφηγείται, γνωρίζουμε μια αεικίνητη Μοντ, δραστήρια, περίεργη για όλους και για όλα, που ζει μια δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, όταν η αδερφή της, Σούκι, παντρεμένη με τον Φρανκ, εξαφανίζεται ένα βράδυ. Αυτό το γεγονός θα σημαδέψει για πάντα την οικογενειακή ευτυχία της Μοντ, η οποία αρχίζει να ψάχνει και να ρωτά ώστε να βρει την αγαπημένη της Φράνκι.

Συγκινητικό, ανθρώπινο, ειλικρινές, άμεσο, πολυδιάστατο, ανατριχιαστικά καλογραμμένο (κι αν, χτύπα ξύλο, πάθω κι εγώ κάτι τέτοιο; Ειλικρινά, παραπετάξτε με!) και με μια (ή μάλλον δύο) αριστουργηματική αστυνομική πλοκή που μου θύμισε αρκετά το εξίσου πρωτότυπο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα», όπου εκεί τη λύση μιας δολοφονίας αναλαμβάνει ένα παιδί με σύνδρομο Άσπεργκερ. Τη «Χάρτινη μνήμη» τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, έστω για να αγκαλιάσετε μετά με αγάπη ένα ηλικιωμένο αγαπημένο σας πρόσωπο που πάσχει από άνοια ή Αλτσχάιμερ και αγωνίζεται να στρίψει μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού του για να προλάβει να σας πει «σ’ αγαπώ» εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα φωτός που του επιτρέπει ο εγκέφαλος!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«-Πώς το έπαθες αυτό; τη ρωτάω, παίρνοντας όσο πιο μαλακά μπορώ τον καρπό της στα χέρια μου, νιώθοντας τον σφυγμό της, δυνατό και γρήγορο.
-Δεν έχει σημασία, μου λέει.
-Για μένα έχει. Είσαι κόρη μου. Αν πονάς, αν έχεις πληγωθεί, έχει σημασία για μένα. Σ’ αγαπώ πάρα πολύ.
» Για μια στιγμή, με κοιτάζει καλά καλά και ανησυχώ μήπως δε χρησιμοποίησα τα κατάλληλα λόγια. Μετά, εντελώς ξαφνικά, αισθάνομαι εξναλτημένη. Τα πόδια μου δε με κρατάνε. Νιώθω όπως εκέινα τα παιχνίδια που καταρρέουν όταν τα πατήσεις στο πίσω μέρος: τα ελατήρια στις αρθρώσεις μου έχουν λασκάρει...Είναι εκνευριστικό. Γυρίζω να πω κάτι στη γυναίκα που κάθεται δίπλα μου αλλά δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά της.
-Σώπα, σώπα, καλή μου, λέω.
» Ένας λυγμός ξεφεύγει από το λαρύγγι της και πιέζει την ανάστροφη του χεριού της στο στόμα της.
-Πες μου τι συμβαίνει, λέω. Δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημο.
» Τη χτυπάω καθησχυαστικά στον ώμο, διερωτώμενη πώς βρέθηκα εδώ (σελ. 287-288)».

Πάνος Τουρλής