Φιλοσοφικά εγκλήματα

του Phillip Kerr

Σε ένα δυστοπικό Λονδίνο, σε μια εποχή όπου οι ποινές και η πρόληψη της εγκληματικότητας έχουν εξελιχθεί σε δυσθεώρητα ύψη, δρα και εργάζεται η Επιθεωρήτρια της Νέας Σκώτλαντ Γιαρντ, Ιζαντόρα Τζέικ Τζέικοβιτς. Το πρόγραμμα Λομπρόζο είναι ένα εξελιγμένο σύστημα που αποθηκεύει οποιονδήποτε έχει προδιάθεση για βίαιη συμπεριφορά, ακόμη κι αν δεν έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα, κάτι που βοηθάει στον έλεγχο της κοινωνίας και στην ταυτοποίηση δολοφόνων. Τι θα συμβεί λοιπόν όταν οι άνθρωποι που έχουν καταχωριστεί σε αυτό το πρόγραμμα και είναι προστατευμένοι με ψευδώνυμα αρχίζουν να δολοφονούνται; Ποιος και γιατί τους σκοτώνει; Πώς καταφέρνει να εισδύσει σε ένα πανάκριβο και καλά προστατευμένο ηλεκτρονικό πρόγραμμα; Ποιος είναι ο τρόπος σκέψης του;

Λομπρόζο ή LOMBROSO σημαίνει «εντοπισμός των αντηχήσεων του μυελού του εγκεφάλου που οδηγούν στην κοινωνική ορθοπραξία» (Localisation of Medullar Brain Resonations Obliging Social Orthopraxy). Είναι ένα μηχάνημα που βασίζεται στον παλιό τομογράφο εκπομπής πρωτονίων και μπορεί να εντοπίζει τους άντρες εκείνους που από τον εγκέφαλό τους λείπει ο μέσος κοιλιακός πυρήνας (ΜΚΠ) που λειτουργεί ως αναστολέας του σεξουαλικά διμορφικού πυρήνα (ΣΔΠ), μιας προοπτικής περιοχής του αντρικού εγκεφάλου που αποτελεί αποθήκη των αντρικών επιθετικών αντιδράσεων. Όχι, ο συγγραφέας δε διευκολύνει την περαιτέρω κατανόηση της αρχικής αυτής ιδέας.

Ο Philip Kerr, ένας σημαντικός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας που δυστυχώς πέθανε πρόσφατα, εκτός από τη σειρά των ιστορικών βιβλίων μυστηρίου με ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ και άλλα, έγραψε και αυτό το εντελώς διαφορετικό μα δύσκολο για μένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Η δράση εκτυλίσσεται σε ένα μελλοντικό Λονδίνο, όπου τα πάντα έχουν αλλάξει ως προς την ιδιωτικότητα και την τιμωρία και ανάμεσα στις σελίδες κάπου αχνοφαίνεται ο γενικός τρόπος σκέψης που ακολουθεί ως προς την επίλυση μιας υπόθεσης και που υιοθετήθηκε αργότερα στα άλλα βιβλία του. Η κλιμάκωση της ιστορίας, τα ίχνη που αποκαλύπτονται σταδιακά, η επιλογή των θυμάτων μα πάνω απ’ όλα η δεύτερη παράλληλη υπόθεση που απασχολεί την Επιθεωρήτρια Τζέικοβιτς και ο εξαιρετικά πρωτότυπος τρόπος με τον οποίο συνδέεται με την κυρίαρχη υπόθεση είναι στοιχεία που εκτίμησα, με κράτησαν σε αγωνία και με οδήγησαν σε ένα ικανοποιητικό τέλος.

Το μυθιστόρημα δεν κατάφερα να το αγαπήσω όσο περίμενα για πολλούς λόγους. Παράλληλα με την τριτοπρόσωπη αφήγηση της ιστορίας έχουμε την πρωτοπρόσωπη του δολοφόνου, που καταγράφει τις σκέψεις του σε ημερολόγια. Ο δολοφόνος έχει το ψευδώνυμο Βίτγκενστάιν και τα ψευδώνυμα των θυμάτων που επιλέγει προέρχονται κυρίως από τον χώρο της φιλοσοφίας αλλά και από αλλού, δυσκολεύοντας έτσι την αστυνομία να κατανοήσει το modus operandi του. Στα ημερολόγιά του όμως γράφει ακατάπαυστα για πάρα πολλά θέματα φιλοσοφίας περί ζωής, τρόπου σκέψης των δολοφόνων, γιατί σκοτώνουμε και τι σημαίνει φόνος, διάφορα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα κλπ., ακόμη και η προσωπική φιλοσοφία του αναλύεται υπέρ το δέον. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα με την παράθεση πάμπολλων υποσημειώσεων που ήταν απαραίτητες φυσικά σε κάτι που δεν ήταν απαραίτητο να γραφεί εξαρχής αλλά με αποπροσανατόλισαν. Η αστυνομικός και ο δολοφόνος ένιωθα πως δρούσαν σε έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο ο καθένας και μόνο προς το τέλος, λίγο πριν την απαραίτητη κάθαρση, κάπως αλληλεπίδρασαν σωστότερα, μόνο που εγώ ήδη μισοέβλεπα το επόμενο βιβλίο που θα διάβαζα κι έτσι έχασα όλο το συναισθηματικό φορτίο των τελευταίων σελίδων.

Από την άλλη ο τρόπος λειτουργίας του ίδιου του Λομπρόζο επεξηγείται επιστημονικά, χωρίς καμία προσπάθεια εκλαΐκευσης και απλούστευσης, κάνοντάς με να βλέπω δυαδικά ψηφία κάθε τρεις και λίγο. Τέλος, το περιβάλλον που έπλασε ο συγγραφέας και ανέπτυξε την κεντρική του ιδέα έβριθε λεπτομερειών για την οργάνωση, την απόδοση και τη λειτουργία του χωρίς να με βοηθήσει να γίνω ουσιαστικό κομμάτι της δράσης και να ενταχθώ αρμονικότερα σε αυτήν την ατμόσφαιρα.

Τα «Φιλοσοφικά εγκλήματα» είναι ένα εντελώς διαφορετικό αστυνομικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, ίσως περισσότερο φλύαρο και εκτεταμένο απ’ όσο θα ‘πρεπε, που διεισδύει αρκετά περισσότερο στο μυαλό και την ψυχικό κόσμο ενός δολοφόνου από άλλα βιβλία αλλά δε με κέρδισε όσο περίμενα και χαίρομαι που γνώρισα τον Philip Kerr πρώτα μέσα από τις ιστορίες του με τον Μπέρναρντ Γκούντερ.

Πάνος Τουρλής