Τρεις όμορφες Κουβανές

του Gonzalo Celorio

H Koύβα της καρδιάς μας

H Koύβα είναι το ταξιδιωτικό μου όνειρο. Μάλλον όχι, είναι πολύ περισσότερα από αυτό, είναι η προσωπική μου εμμονή, "η Κούβα έχει βαθύτερη σημασία για ένα άλλο ταξίδι, το ταξίδι της ζωής μας, και ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε, διαβάζουμε, μαθαίνουμε, διδάσκουμε, βαδίζουμε, χορεύουμε, πίνουμε, αγαπάμε, πατάει γερά με το ένα τουλάχιστον πόδι εδώ, στο ελεύθερο έδαφος της Αμερικής". Γι' αυτόν λοιπόν το λόγο διάβασα απνευστί τις 430 σελίδες του Gonzalo Celorio, γι' αυτό υπογράμμισα ουκ ολίγες από τις φράσεις του, κύκλωσα πολλές παραπομπές για να τις μελετήσω καλύτερα και πραγματικά συγκινήθηκα σε αρκετά σημεία.
Το βιβλίο δε μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβώς μυθιστόρημα. Είναι περισσότερο η ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα (οι τρεις όμορφες Κουβανές είναι η μητέρα του, Mπιρχίνια και οι αδελφές της Ροσίτα και Άνα-Μαρία) αναμεμειγμένη με το χρονικό των ταξιδιών που πραγματοποίησε ο ίδιος στην Αβάνα σε διάστημα τριάντα ετών και την εξιστόρηση των πολιτικών και κοινωνικών ταλαντεύσεων της χώρας, αλλά και της πνευματικής της πορείας, μέσα από αναφορές σε πολλούς κουβανούς συγγραφείς, τόσο επίσημα αναγνωρισμένους από το καθεστώς όσο και "αντεπαναστάτες".
Τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι αναπόφευκτα εκείνα που παρακολουθούν το οικογενειακό χρονικό, ενώ προσωπικά απόλαυσα ιδιαίτερα τις περιγραφές των στιγμών που ο συγγραφέας έζησε στον κύκλο του Φιντέλ Κάστρο, παρουσιασμένων με ακρίβεια δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Η γλώσσα του συγγραφέα είναι επίσης δημοσιογραφική, χωρίς πολλούς λυρισμούς, αλλά με πάμπολλες περιγραφές, χωρίς χυδαιότητα αλλά με λεπτότητα χαρακτηρισμών και εξαντλητική τεκμηρίωση.
Φοβάμαι ωστόσο ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται σε εκείνους τους αναγνώστες που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για την Κούβα και την κουλτούρα της και ότι ακόμα και από αυτούς πολλοί θα βρουν ανιαρό το διαρκές name-dropping, στο οποίο επιδίδεται ο συγγραφέας. Κάπως ενοχλητική είναι και η συνεχής εναλλαγή προσώπων (από το τρίτο ενικό στο πρώτο και μετά πάλι στο δεύτερο ενικό), εξηγείται όμως στο τέλος από την πρόθεση του Celorio "να είναι το ίδιο το μυθιστόρημα που θα εξιστορεί σε αυτόν, το συγγραφέα του, την ιστορία των προηγούμενων γενιών". Και, καθώς εξακολουθώ να μη μπορώ να αποφασίσω αν τελικά μου άρεσε πραγματικά ή όχι, θα καταλήξω απλώς σε αυτό : ήταν οπωσδήποτε ένα βιβλίο που πλούτισε ακόμα περισσότερο τις εικόνες που είχα στο μυαλό μου για την Κούβα και ισχυροποίησε την επιθυμία μου να την επισκεφθώ κάποια στιγμή στο μέλλον.

Mαρία Τσουκανά