Τρεις μέρες μετά

της Μάρως Κερασιώτη

Εκπληκτικό και πρωτότυπο βιβλίο! Ξέρουμε τον ένοχο, ξέρουμε το θύμα, περιμένουμε να δούμε αν θα συλληφθεί! Και είναι πολύ καλογραμμένο, δεν κουράζει με φιλοσοφίες, εσωτερικές αναζητήσεις, ψυχολογικές διακυμάνσεις, όχι! Μετά τον φόνο η συγγραφέας μας δείχνει κομμάτι κομμάτι τις ζωές των πρωταγωνιστών πριν το φόνο και ταυτόχρονα τα βήματα που κάνει ο αστυνομικός που ανέλαβε την υπόθεση και υποψιάζεται την κόρη του θύματος, πώς συγκεντρώνει ένα ένα τα στοιχεία!

Η Ερατώ Θοεφάνους, μια ηλικιωμένη πάμπλουτη γυναίκα, βρίσκεται νεκρή με ανοιγμένο κεφάλι. Η κόρη της, Αγάπη Πεταλά, αποφάσισε να την ξεκάνει γιατί έχει πνιγεί στα χρέη. Το πήρε απόφαση μαζί με τον εραστή της, Θωμά και την κόρη της, Λάλη. Το έγκλημα έγινε, ο Θωμάς έχει τύψεις, η Λάλη πνίγεται στο ποτό και στις ουσίες για να ξαεχάσει, η Αγάπη προσπαθεί να ενορχηστρώσει αυτήν την παρωδία και να μη λυγίσει κανείς τους και καταλήξουν όλοι στη φυλακή.

Η συγγραφέας είναι ανελέητη με τον αναγνώστη: εικόνα εικόνα δίνει το παρελθόν της οικογένειας της Αγάπης και της Ερατώς, σκιαγραφεί μοναδικά τη μεταξύ τους σχέση, και ταυτόχρονα μας συστήνει τη φίλη της Ερατώς, Εύα, και νονά της Λάλης, και τον Μίλτο Γιαννάκη, έναν άντρα που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και η Ερατώ του προσέφερε μια νέα ζωή μες στα πλούτη και τις απολαύσεις.

Πολλές φορές αναρωτιέσαι στο μυθιστόρημα τι έφταιξε και φτάσαν οι πρωταγωνιστές ως εδώ: η κακή ανατροφή της Λάλης και οι πλουσιοπάροχες απολαύσεις που χάριζε ο σύζυγος στην κόρη του και την Αγάπη; η τσιγγουνιά της Ερατώς (ή μήπως αυτό ήταν προσπάθεια της ηλικιωμένης γυναίκας να προφυλάξει την περιουσία που της αναλογούσε από τα αδηφάγα νύχια της Αγάπης;); Και ο Θωμάς γιατί δέχτηκε να σκοτώσει; Τι συνέβη στο παρελθόν του, τι ζωή έζησε και κατάλαβε ότι η Αγάπη είναι το μέλλον του; Γιατί δέχτηκε την πρότασή της και δεν την παράτησε να τα βγάλει πέρα μόνη της; Μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα τι συναισθήματα έχει η Λάλη, ένα καλοθρεμμένο κορίτσι, που μεγάλωσε εσώκλειστη σε οικοτροφείο για να μην είναι στα πόδια της οικογένειάς της; Εκπληκτική σκιαγράφηση χαρακτήρων, ένα υπέροχο ψυχολογικό παιχνίδι γάτας και ποντικιού.

Δε μου άρεσε που δεν έχει τέλος. Μου άρεσε πάρα πολύ η ανατροπή και η κίνηση-ματ που έκανε ένας από τους πρωταγωνιστές, όμως η συγγραφέας δεν έδειξε τι συνέπειες είχε αυτό στη ζωή των υπολοίπων, σα να μην ολοκληρώθηκε δηλαδή το φινάλε του μυθιστορήματος. Κρίμα, γιατί γέμισα τόσα πολλά συναισθήματα διαβάζοντάς το και είχα τόση αγωνία για τον χειρισμό του τέλους από ένα τόσο καλοδουλεμένο μυθιστόρημα που ξαφνιάστηκα!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Σκέφτηκε πού θα ήταν τώρα κι αυτός αν δεν έπεφτε στον δρόμο της Ερατώς, αν θα έβρισκε, τότε που έψαχνε, δουλειά που σίγουρα τώρα θα την είχε χάσει, όπως τόσοι άνθρωποι -τα ξύλα σε καιρούς μαύρης φτώχειας δε γίνοτναι σκαλιστά έπιπλα, γίνονται καυσόξυλα» (σελ. 158).

«Να μη σου πω και για τη μικρή. Αυτή μεγάλωσε σαν ανεπιθύμητο δέμα που διαγνωσμένα περιέχει βόμβα και διαρκώς πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε αποστολείς και παραλήπτες που φοβούνται να το ανοίξουν. Στον δρόμο στραπατσάρεται κάθε φορά κι από λίγο και μέχρι να φτάσει στον προορισμό του γίνεται κουρέλι. Τελικά, σκάει απρόσμενα στα χέρια του τελευταίου και ενδεχομένως αθώου παραλήπτη» (σελ. 220).

«Της γυναίκας που γεννήθηκε ωραία κι έγινε σαν κακόχρόνο να 'χει, της αδερφής του που θα μπορούσε να μοιάζει με κανονική αν έλυνε αυτό το στριφτό κοτσάκι που καθόταν ακίνητο στην κορυφή του κεφαλιού της, αν σήκωνε λιγάκι τα μανίκια να φανούν τα καλοκαμωμένα χέρια της, αν έβγαζε αυτές τις άχαρες φούστες, τα χοντροπάπουτσα και τις καφέ κάλτσες, αν θυμόταν πώς ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο, πώς μιλιέται μια γλυκιά κουβέντα. Κοντά στα πενήντα, είχε γίνει ένα με την απογοήτευση, είχε εγκαταλείψει τελείως τον εαυτό της και τα όνειρά της, είχε πάρει απόφαση ότι δε θα παντρευτεί, δε θα κάνει τις αστικές βλακείες που κάνουν οι άσωτοι» (σελ. 267-268).

Πάνος Τουρλής