Το χελιδόνι του βορρά

της Ισμήνης Μπάρακλη

Στο αίμα και τον χαλασμό του Μακεδονικού Αγώνα γεννιέται μια στιβαρή αντρική φιλία μεταξύ του Διονύση και του Δημητρού, η οποία δοκιμάζεται, δυσκολεύεται, στήνεται στα πόδια της ξανά και ξανά. Ο Δημητρός φεύγει στη Θεσσαλονίκη να μάθει την τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη και γυρνά με μια κόρη, τη Δάφνη. Το κορίτσι αυτό, κόρη της επανάστασης, θ’ ακολουθήσει το δικό της μονοπάτι και θα ενταχθεί στη νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία του 1960 μέχρι να γνωρίσει τον έρωτα. Πόσο αιχμάλωτοι είμαστε των γονιδίων που μας κληρονομούνται; Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από μια μοίρα που ξέρει τα πάντα για μας κι εμείς τίποτα για κείνη; Τι είναι πραγματικά ο Καραγκιόζης για την ελληνική φυλή; Πώς μπορούμε ν’ αποφύγουμε λάθη που διέπραξαν οι γονείς μας; Σε ποια φωλιά θα καταλήξει το χελιδόνι του βορρά, η Δάφνη;

Η Ισμήνη Μπάρακλη επιστρέφει με μια συγκινητική και συναρπαστική ιστορία που αναβιώνει τον Μακεδονικό Αγώνα από ανθρωπιστικής άποψης και είναι αφιερωμένη στον Καραγκιόζη, τον ξυπόλητο ήρωα των παιδικών μας χρόνων. Καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολυεπίπεδη πλοκή και να φέρει στο φως ολοζώντανους χαρακτήρες που αλληλεπιδρούν και εργάζονται στη σκιά της Ιστορίας με τρόπο που με μάγεψε και με καθήλωσε. Με συνεχή πρωθύστερα και με έξυπνες λύσεις αφήγησης δημιουργεί μια ιστορία που ξεκινάει από τα Γιαννιτσά του 1907, φτάνει στη Θεσσαλονίκη του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, κάνει μια στάση στην Αθήνα του 1965 και καταλήγει στο σήμερα, με μια αναπάντεχη και λυτρωτική αποκάλυψη. Παρ’ όλο που γνωρίζουμε πρώτα τη Δάφνη και τον έρωτά της, τον Χρήστο, σύντομα οι ήρωες που αγκαλιάσαμε οπισθοχωρούν μπροστά στο μεγαλύτερο βάρος της αφήγησης που κρατούν στους ώμους τους ο Διονύσης και ο Δημητρός, μετέπειτα Νιόνιος και Μίμαρος, οι οποίοι δε ζουν απλώς μια δυνατή φιλία αλλά ο τρόπος που γνωρίστηκαν και μεγάλωσαν περιέχει κάποια μυστικά που καλύτερα θα ήταν να μείνουν κρυμμένα.

Θα ξεκινήσω λοιπόν κι εγώ με αυτές τις πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, μιας και αποτελούν το όχημα της συγγραφέως να καταγράψει τις δικές της ανησυχίες γύρω από το νόημα της ζωής και τον ρόλο του θανάτου. Ψήγματα ανήσυχης σκέψης βρίσκουν τη φωνή τους μέσα κυρίως από τον Μίμαρο, δημιουργώντας ένα σημαντικό απάνθισμα φιλοσοφικών στοχασμών που δεν κουράζουν, αντίθετα, με τις σποραδικές τους εμφανίσεις και τη διαχρονική αλήθεια που αντιπροσωπεύουν δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για τον αναγνώστη να σκεφτεί, να αναρωτηθεί και να ξεκινήσει μια δική του εσωτερική αναζήτηση. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται πουθενά, ξέρει πότε πρέπει να σταματήσει και με τι ποσότητα να μπολιάσει ένα έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρον κείμενο, αν εξαιρέσει κανείς το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας, όπου παραθέτει απλόχερα όσα δικά της στέρησε από τον αναγνώστη. Δε γίνεται να μην κοντοσταθείς σε αυτήν τη διαχρονική αλήθεια: «Στη ζωή, παιδί μου, είμαστε μουσαφιραίοι και τίποτε άλλο» (σελ. 36), ούτε να προσπεράσεις λαχανιασμένος από τις αναπάντεχες εξελίξεις αυτές τις προτάσεις: «…τίποτα άλλο δεν είναι ο άνθρωπος παρά τα συναισθήματα που γέννησε στους άλλους. Η σούμα τους. Γιατί δεν έχεις τίποτε άλλο να κρατήσεις στα χέρια την ώρα που αποχωρείς. Είσαι γυμνός. Κρατάς μόνο όσα ένιωσαν οι άλλοι εξαιτίας σου. Αυτά θα σε ζεστάνουν» (σελ. 303). Και θες, παρακαλάς, ν’ απαγκιστρωθείς από τις εξελίξεις για να μείνεις αγκαλιά με αυτές τις προτάσεις και να ξεκινήσεις τον δικό σου ανηφορικό Γολγοθά, να σκεφτείς, να αναλογιστείς…

Η ζωή του Μίμαρου, που μαθητεύει στον ξακουστό Χαρίλαο της Θεσσαλονίκης, είναι απόλυτα συνυφασμένη με τον Καραγκιόζη κι από ένα σημείο και μετά γίνονται ένα. Ο τρόπος σκέψης και ζωής της ταπεινής αυτής φιγούρας και ο τρόπος με τον οποίο στήνεται μια παράσταση, το πώς επηρεάζει τον κόσμο, η ατμόσφαιρα που δημιουργείται κάθε φορά σφυρηλατούν την αντίληψη και την κοσμοθεωρία του πατέρα της Δάφνης. Δεν έχουμε εγκυκλοπαιδικά στοιχεία που ίσως βάραιναν την αφήγηση, μιας και έχουμε ήδη φιλοσοφικές σκέψεις που κοσμούν την πλοκή κι έτσι βιώνουμε εκ των έσω την εμπειρία μιας παράστασης. Απόλυτα συνυφασμένη είναι η ζωή μας με τα καμώματα του Καραγκιόζη: «…μέσα από τη φωνή του μιλάει όλη η νοστιμάδα της ελληνικής φυλής» (σελ. 70). Και παρακάτω: «Ο Καραγκιόζης δε χωρά σε λέξεις. Είναι η ψυχούλα του καθενού που θα μπει στο μαγαζί για να ξεχάσει τον πόνο της, να διασκεδάσει. Ξέρεις τι βάρος είναι αυτό; Ασήκωτο. Και για να την ξαλαφρώσεις, πρέπει να πλερώσεις με ψυχή. Ίσο αντίτιμο» (σελ. 209). Έχουμε λοιπόν μια αναγνώριση της σημασίας του έργου των σκιοπαιχτών κι έναν συγκινητικό φόρο τιμής: «Βασανισμένοι άνθρωποι, πονεμένοι μέχρι το μεδούλι, να προσφέρουν απλόχερα το γέλιο. Με ποια δύναμη ψυχής» (σελ. 82);

Η περίοδος μάθησης του Δημητρού δίπλα στον έμπειρο καραγκιοζοπαίχτη Χαρίλαο στη Θεσσαλονίκη δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να περάσει πίσω από το πανί και να νιώσει μέσα της κάθε απόσταγμα ψυχής που αφήνει η εμπειρία στα ροζιασμένα χέρια των υπέροχων αυτών ανθρώπων. Η ιστορία του θεάτρου σκιών περνάει μέσα από τις σκέψεις, τις απόψεις και όλο το είναι του Χαρίλαου κι από κει στον Δημητρό ή Μίμαρο. «Τούτη η τέχνη είναι για λίγους. Για εκλεκτούς. Θέλει σιωπή, για να τη νιώσεις να κυλάει μέσα σου. Μόνο έτσι» (σελ. 208). Τα ονόματα μαθητή και δασκάλου φυσικά παραπέμπουν στον Χαρίλαο Πετρόπουλο, πασίγνωστο καραγκιοζοπαίχτη της Θεσσαλονίκης και μαθητή του Μίμαρου και στον Δημήτρη Σαρδούνη που έγινε ευρύτερα γνωστός με αυτό το παρωνύμι, έναν από τους μεγαλύτερους καραγκιοζοπαίχτες και ουσιαστικά εφευρέτη αυτής της μορφής τέχνης, μιας και κατάφερε ν’ απαγκιστρώσει τον Καραγκιόζη από την τουρκική παράδοση και να του δώσει ελληνική νοοτροπία, να στήσει το σαράι και την καλύβα, να χρησιμοποιήσει ασετιλίνη κ. π. ά. Όλα όσα διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα είναι προϊόν συναρπαστικής μυθοπλασίας και συγκροτούν ένα ολοζώντανο σκηνικό ανθρώπων και περιστατικών.

Ευρηματικός είναι ο τρόπος ένταξης των πρωταγωνιστών στο μυθιστόρημα και στη συνέχεια η γνωριμία τους, μιας και αντικαθρεφτίζει ακριβώς τις συνθήκες ζωής και αγώνα στη Μακεδονία της φωτιάς και του πολέμου. Κι όσο μεγαλώνουν, αντρώνονται και ακολουθούν το κάλεσμα της ζωής τους τόσο πιο περίτεχνα και όμορφα στήνεται γύρω τους ο καμβάς μιας ενδιαφέρουσας και εξελικτικής πορείας. Τα Γιαννιτσά και η Θεσσαλονίκη καλωσορίζουν τον αναγνώστη και του συστήνουν ανθρώπους που θα σημαδέψουν τους δύο άντρες και θα τους ωριμάσουν, την Εβραία Νίνα, την αντάρτισσα Πηνελόπη κ. ά. Με την ίδια πιστότητα καταγράφει η συγγραφέας και τα συναισθήματα ενός κομμουνιστή που τελικά διώκεται για τις ιδέες του και ξαποστέλλεται στη Γυάρο. Η πίκρα του ανθρώπου που ζητείται να προδώσει την ίδια του την πίστη είναι κι αυτή ανάγλυφη και βρέθηκα να παρακαλάω κρυφά να μην προδώσει την πίστη και τα ιδανικά του. Πώς ήταν η εξορία; «Από πέτρα, άλλο τίποτα, όρεξη να ‘χεις να σηκώνεις» (σελ. 96).

Ενδιάμεσα λοιπόν, όπως προείπα, παρακολουθούμε τη ζωή της κόρης του Δημητρού, της αρχιτέκτονος Δάφνης, που με αφορμή μια κηδεία το 1982 ξαναβλέπει τον έρωτα της ζωής της, τον Χρήστο, κι αρχίζει να θυμάται τα παιδικά της χρόνια κι όσα γεγονότα οδήγησαν σε μια αγάπη μεγάλη αλλά καταδικασμένη να σβήσει εν τη γενέσει της. Χωρισμένη με παιδί, αποφασίζει να πάει μαζί του πίσω στα Γιαννιτσά, όπου βρίσκει τα πάντα αλλαγμένα και με τη βοήθεια του Μίμαρου κάνει μια σημαντική αναδίφηση και συμπληρώνει όσα κομμάτια του παζλ της έλειπαν. Είναι κι εκείνη μια σημαντική προσωπικότητα, γεμάτη αντιθέσεις, που φτάνει πλέον να είναι ό,τι θέλησε κάποτε ν’ αποφύγει. Ο Χρήστος, που είδε ξανά δεκαπέντε χρόνια μετά, της ξυπνάει τον παλιό της εαυτό «… και τότε θύμωσε μαζί της. Με αυτό που είχε αρχίσει να γίνεται», γιατί «ως σπόρος αδούλωτης γενιάς ποτέ δε μυξόκλαιγε σε πληγές και απώλειες ενώ τώρα άρχισε να αφήνεται»! Πράγματι, το χελιδόνι αυτό ήταν: «…άνθρωπος της γενιάς της. Μιας γενιάς που εντασσόταν σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Ήταν μια γενιά επανάστασης που σύντομα όμως έγινε η γενιά της αφθονίας της ύλης στο πλαίσιο μιας καρικατούρας πολιτισμού που βασίστηκε εξολοκλήρου εκεί. Σίγουρα όμως μιας γενιάς που είχε πλήρη άγνοια σχετικά με τον θάνατο, όπως είχε σχεδόν πλήρη άγνοια για οτιδήποτε έχει αληθινή σημασία. Της ύπαρξης που λάμπει μέσα από σένα και δε χάνεται ποτέ» (σελ. 336).

Αντίθετοι χαρακτήρες ο Χρήστος κι η Δάφνη, από εύπορη οικογένεια με λυμένα τα βιοποριστικά προβλήματα εκείνος, επαναστάτρια κατά της κοινωνικής αδικίας και αγωνίστρια εκείνη, υπάκουος στον πατέρα του αυτός, ελεύθερη και ανεξάρτητη αυτή. Είναι μια σχέση καταδικασμένη που πρόλαβε όμως να ρουφήξει όλους τους χυμούς που δικαιούνταν και η επανασύνδεσή τους πάνω από ένα φέρετρο θα κινήσει τους μοχλούς για κάτι που μόνο ένα έξυπνο μυαλό σαν της Ισμήνης Μπάρακλη μπορούσε να βρει. Κι εδώ λοιπόν έχουμε ενδιαφέρουσες και σύνθετες προσωπικότητες, διεισδυτική σκιαγράφηση χαρακτήρων, σωστή εμβάθυνση και έμπειρη ψυχολογική ματιά. Μου έκανε εντύπωση η σχέση του Χρήστου με τον πατέρα του: «Η πατρική φιγούρα για τον Χρήστο ήταν η απόμακρη σκιά των παιδικών του χρόνων που έσερνε μαζί της ρίγη φόβου. Εκείνος ο φόβος με τα χρόνια μεταλλάχθηκε σε θυμό και μετά ισορρόπησε σε μια αδιαφορία, ίσως μια φυσική αποδοκιμασία στο πρόσωπό του, που πάντα θα του θύμιζε τον αδύναμο εαυτό του που δεν κατάφερε ποτέ να συγκρουστεί μαζί του μετωπικά» (σελ. 27). Ναι, οι γονείς του Χρήστου είναι σα να ζητούν απελπισμένα ν’ ανασάνουν αφηγηματικά στο πλάι του παιδιού τους, μιας και έχουν σαφώς δευτερεύοντα ρόλο στο μυθιστόρημα, έχουν όμως ένα παρελθόν κι ένα παρόν, η μάνα διωγμένη από την Πόλη, γεμάτη μυρωδιές και μαγειρικό ταλέντο, αγάπη και ενδιαφέρον για τη Δάφνη, ο πατέρας μ’ ένα τραγικό μυστικό θανάτου: «Ετούτος έμοιαζε με έναν ιδιοφυή κόμπο που καμία δύναμη δεν μπορούσε να λύσει» (σελ. 30).

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο λυρισμό και λεκτική ομορφιά. Άψυχα και έμψυχα ζωντανεύουν απαράμιλλα και στρωτά, οι χαρακτήρες εξελίσσονται, τα γεγονότα καταγράφονται παραστατικά και στολίζονται με λέξεις και φράσεις διαλεγμένες προσεκτικά, αν και με άφθονες εκτεταμένες παραγράφους που θα μπορούσαν να είχαν κοπεί σε μικρότερα κομμάτια για να ξεκουράζουν το μάτι του αναγνώστη. Είναι πολύ δυνατή για παράδειγμα η αγάπη με την οποία περιβάλλει η συγγραφέας τα κατ’ επίφασιν άψυχα κτίσματα, τους δίνει πρωτόφαντη ζωή και ανάσα, η συμπεριφορά της Δάφνης μέσα σε αυτά πριν κατεδαφιστούν δείχνουν άνθρωπο με αγάπη, διαίσθηση και ανοιχτό μυαλό, όχι μια ψυχρή επαγγελματία. «Τα σπίτια έχουν ζωή, ανασαίνουν, τα ακούω κάθε φορά πριν μπει η μπουλντόζα. Κλαίνε, γελάνε, μιλούν ακατάπαυστα, να προλάβουν να πουν την ιστορία τους πριν τσακιστούν… Όσα είδαν, όσα άκουσαν, όσους γέννησαν κι άλλους τόσους που ξεπροβόδισαν» (σελ. 16-17). Αυτή η ποιητικότητα διαπνέει και όλο το μυθιστόρημα, με φροντισμένα καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές, να δίνουν μια υπέροχη διάσταση, αντίβαρο στον σκληρό ρεαλισμό της καθαυτής ιστορίας. «Τα χέρια του έτρεμαν, τα δάχτυλά του ίδιες μαρίδες έξω από το νερό» (σελ. 46). Ή: «Κι όταν σταμάτησε να ανασύρει τις μαλαματένιες χάντρες από το πολύτιμο κομπολόι της μνήμης της, κι έπαψαν τα χάχανα, εκείνη σοβάρεψε απότομα και σαν αν έχασε η συζήτηση μεμιάς το χαρούμενο χρώμα της» (σελ. 82). Και αλλού: «… γνώριζε να ρουφά τους κραδασμούς της ζωής και να τους μαλακώνει» (σελ. 94).

«Το χελιδόνι του βορρά» είναι ένα αρμονικό σύνολο συναρπαστικών περιπετειών, εσωτερικής αναζήτησης, καταγραφής ενός κόσμου σκιών που μεγάλωσε κι ευτυχώς μεγαλώνει ακόμη γενιές και γενιές θεατών και ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Είναι ο Καραγκιόζης και ο Μίμαρος, η Δάφνη και ο Χρήστος, είναι η Ελλάδα μετά τον πόλεμο και η Ελλάδα της Αλλαγής, είναι όσα νιώθουμε μέσα μας και όσα δείχνουμε έξω, είναι η διαρκής αναζήτηση ενός καλύτερου εαυτού κι ενός πιο φωτεινού αύριο. Λυρικό, δυνατό, ρεαλιστικό κι αισιόδοξο, με ταξίδεψε και με συγκίνησε.

Πάνος Τουρλής