Το τρίτο στεφάνι

του Κώστα Ταχτσή

Η Νίνα και η Εκάβη είναι δύο γυναίκες που γνωρίζονται λίγο πριν την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η κάθε μια έχει το παρελθόν και την οικογένειά της, τις αντιλήψεις της και τον χαρακτήρα της. Θα γίνουν πολύ καλές φίλες και θα μοιραστούν τα βάσανα που βίωσαν κι αυτά που έρχονται. Μέσα από τις ιστορίες τους ζωντανεύει όλη η κοινωνική και πολιτική ιστορία της Ελλάδας και διάφορα γεγονότα θα τις σημαδέψουν, θα τις χωρίσουν, θα τις ενώσουν ξανά.

Το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή το έχω διαβάσει μέχρι τώρα δύο φορές. Με αφορμή την επανέκδοσή του από τον Ψυχογιό, μ’ ένα φροντισμένο και αφαιρετικό, γεμάτο νοήματα, εξώφυλλο του Θάνου Κακολύρη και με εισαγωγή της Μικέλας Χαρτουλάρη, το ξανάπιασα με χαρά στα χέρια μου και ταξίδεψα πάλι από τη δεκαετία του 1920 ως την εποχή του Εμφυλίου. Γυναίκες και άντρες, παιδιά και ηλικιωμένοι, συγγενείς και φίλοι, παρέλασαν μπροστά στα μάτια μου με τις περιπέτειες και τις αναποδιές τους, με την καλοτυχία και τη γρουσουζιά τους, με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, με τα αρνητικά και τα θετικά τους γνωρίσματα, μου συστήθηκαν, με κέρασαν γλυκό μα και φαρμάκι, τσακώθηκαν, μόνιασαν, με έκαναν να νιώσω κομμάτι τους. Κι όλα αυτά χάρη σε δυο γυναίκες, την Εκάβη και τη Νίνα, δύο αντίθετους πόλους που γυρίζουν όμως γύρω από τον ίδιο άξονα, αυτόν της μοίρας. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκει αρχικά στη Νίνα που παραδίδει τη σκυτάλη στη φίλη της και την ξαναπαίρνει ανά τακτά διαστήματα όταν φτάνουμε στην Κατοχή. Πότε η μια και πότε η άλλη ξεδιπλώνουν τα βάσανα, τις πίκρες, τις ατυχίες, τις χαρές, τις αναποδιές τους.

Ο λόγος είναι χειμαρρώδης, καταιγιστικός, το κείμενο ρέει αβίαστα, μπολιασμένο με μεγάλες παραγράφους, με ποικιλία εκφράσεων, με διαχρονικά νοήματα και απόψεις που άλλους θα τους βρουν σύμφωνους και άλλους ενάντιους. Ο Κώστας Ταχτσής δεν ακολουθεί συγκεκριμένο στυλ και ύφος, αντίθετα, εναλλάσσει στην αφήγησή του καθαρευουσιάνικες εκφράσεις με λαϊκές, εμπλουτίζει ή απλοποιεί το λεξιλόγιο κατά το δοκούν, οι διάλογοι παρεμβάλλονται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, ζωηρεύοντάς την και χαρίζοντάς της αυθεντικότητα και ρεαλισμό. Δεν κρατάει κανένα στερεότυπο, δεν υπακούει σε κανόνες και νόρμες. Το αφήνει να βγει από μέσα του ατόφιο, μεστό, πλήρες και η εξιστόρηση μας πηγαίνει από το τέλος του Εμφυλίου, όπου αρχίζει το μυθιστόρημα, πίσω στο κοντινό παρελθόν κι από κει στο πιο μακρινό για να ξανάρθουμε στο χτες, να ξαναφύγουμε στο προχτές, να γυρίσουμε πάλι… Δε χάθηκα ούτε στιγμή, δεν μπερδεύτηκα καθόλου, δε βαρυγκώμησα λεπτό. Ένα ορμητικό ποτάμι ρέει δίπλα στα γεγονότα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, ποτίζει τους ανθρώπους των δύο γυναικών και τους φέρνει πότε φουσκονεριές και πότε γαλήνη. Όταν μάλιστα το βάρος της αφήγησης πέφτει στα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, όπου έχουμε ήδη γνωρίσει και μάθει τις συμφορές της Εκάβης και τις περιπέτειες της Νίνας, η πλοκή εξελίσσεται στρωτά και με συνεχή ροή, αφήνοντάς με να απολαύσω τη γλώσσα, τις περιπέτειες, την ωρίμανση των χαρακτήρων που γνώρισα.

Η Νίνα είναι μια γυναίκα χορτασμένη, με τρεις γάμους, έχει βιώσει τη μεγάλη αγάπη, έχει ζήσει άνετη οικονομικά ζωή, σηκώνει ένα μεγάλο βάρος (μεγαλώνει την κόρη της από τον πρώτο γάμο, ένα πλάσμα αυθάδες, ιταμό, προκλητικό, με κάκιστη συμπεριφορά απέναντί της) αλλά δε βαρυγκωμά. Ψυχολογικά, δεν το βάζει κάτω, παρ’ όλη την ηλικία της: «Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά» (σελ. 22-23). Θυμάται με άτακτη σειρά τα προηγούμενα χρόνια της και παραδέχεται πως δεν έζησε πολλές ευτυχισμένες στιγμές: «Γιατί, χωρίς να θέλω να πω, όπως κάνουν μερικές, ότι είμαι η πιο άτυχη γυναίκα του κόσμου, η αλήθεια είναι ότι είχα κι εγώ το μερτικό μου απ’ τα φαρμάκια της ζωής» (σελ. 53).

Στον αντίποδα, η Εκάβη, μια γυναίκα μετρημένα θρήσκα, χτυπημένη από τα βάσανα της μοίρας ή ίσως κι από τον νευρωσικό της χαρακτήρα, με τέσσερα παιδιά που περνάνε από του λιναριού τα πάθη κυρίως λόγω του χαρακτήρα τους και δευτερευόντως εξαιτίας της συμπεριφοράς της μάνας τους. Έχει πίστη στη ζωή και τους ανθρώπους παρά την επιφανειακή απαισιοδοξία της, τρελαίνεται να δραματοποιεί τη ζωή της και να τη γεμίζει αστεία, πάντα εις βάρος της, ποτέ στων άλλων, γνωρίζουμε και τα δικά της γονικά εκτός από τα παιδιά και τα εγγόνια της, τη Θεσσαλονίκη όπου έζησε για είκοσι χρόνια, τις κατάρες και τ’ αναθέματα, τους καβγάδες και τα ρεζιλίκια. Μοιχεία, απάτη, διγαμία, προδοσία, εξαπάτηση, φυλακές, κλοπές, όλα τα ένιωσε στο πετσί της και όλα τη μάτωσαν.

Η Νίνα, σύζυγος εργολάβου οικοδομών που τελικά ασθένησε και η Εκάβη, σύζυγος εμπόρου της Θεσσαλονίκης, έζησαν μεγαλεία χωρίς να χάσουν την απλότητα και την ταπεινότητά τους και όταν γνωρίστηκαν ίσα που τα έφερναν βόλτα, η Εκάβη με τα τραβήγματα των παιδιών της και η Νίνα με την αρρώστια του άντρα της. Αυτά θυμάται η Νίνα χρόνια μετά κι έτσι εκτυλίσσεται και το μυθιστόρημα. Χιλιάδες θέματα τα αγκαλιάζει ή τα μέμφεται ο συγγραφέας: την ευπιστία από επιτήδειους «οσίους» (παρ’ όλο που η Νίνα το δηλώνει σαφώς: «Πιστεύω σ’ αυτήν την άγνωστη δύναμη που κυβερνάει τον κόσμο», σελ. 43), την ομοφυλοφιλία, τη μικροαστική τάξη που αρχίζει να μεταμορφώνεται (όχι θετικά), τις υποκρισίες πίσω από τα καθαρά ασβεστωμένα σπίτια, τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων και πώς αλλάζει η θέση της γυναίκας με τον καιρό μέσα και έξω από την οικογένεια, τον υπόκοσμο, την πορνεία, τον κομμουνισμό, τη φυματίωση, τα λάθη στην ανατροφή των παιδιών σε συνδυασμό με τις εμπειρίες τους που τα επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά απέναντι στους γονείς, τον πόλεμο, την Κατοχή, τον εμφύλιο και την καθημερινότητα των ανθρώπων εκείνες τις δύσκολες ώρες («Ο κίνδυνος ξύπνησε μέσα μας αισθήματα που ή δεν υπήρχαν πριν ή υπήρχαν και δεν το ξέραμε. Μας έφερε πιο κοντά τον ένα στον άλλο…», σελ. 222). Οι λαϊκές δοξασίες και η ευπιστία των ανθρώπων συγκρούονται με τον ορθολογισμό που απαιτούν κάποιες περιστάσεις. Συγκινητικές και κωμικές, τραγικές και ρομαντικές, όλες οι στιγμές φωτίζονται ποικιλοτρόπως και καταγράφονται με απλότητα και αμεσότητα («Ο μπαμπάς έλεγε πως ο θάνατος των ανθρώπων που αγαπάμε είναι πληγή από κοφτερό μαχαίρι, ο πόνος έρχεται αργότερα, όταν η πληγή κρυώσει…», σελ. 255).

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε το 1988. Όταν χώρισαν οι γονείς του, ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία επτά ετών για να μεγαλώσει με τη γιαγιά του. Έκανε πολλές και διαφορετικές δουλειές, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο με διάφορες αφορμές και έγραψε το «Τρίτο στεφάνι» σε μια από αυτές τις περιοδείες. Τη δεκαετία του 1950 εξέδωσε ποιητικές συλλογές και, αφού το απέρριψαν ως «ακατάλληλο», με δικά του χρήματα «Το τρίτο στεφάνι» το 1962, ένα βιβλίο που δεν πέτυχε εμπορικά ως τη Δικτατορία, οπότε και διαδόθηκε κυρίως μέσω των πολιτικών κρατουμένων, και κυκλοφόρησε από τον «Ερμή» το 1970. Ακολούθησαν το 1972 η συλλογή διηγημάτων «Τα ρέστα» και το 1979 το αυτοβιογραφικό «Η γιαγιά μου η Αθήνα».

«Το τρίτο στεφάνι» είναι ένα τρυφερό και σκληρό, ρεαλιστικό και συγκινητικό μυθιστόρημα που φωτογραφίζει με ενάργεια και πιστότητα χαρακτήρες και γεγονότα του Μεσοπολέμου και μεταγενέστερα, με τέτοιο τρόπο που παρασύρει και ταξιδεύει τον αναγνώστη. Μάλιστα, για να παραφράσω τα τελευταία λόγια της Νίνας, «είμαι ικανός να το διαβάσω και τέταρτη φορά. Όχι τίποτ’ άλλο, έτσι, για να σκάσεις»!

Πάνος Τουρλής