Το συμβάν Λακάν

«Έρωτας είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις σ' αυτόν που δεν το θέλει»

Πολλοί σήμερα μιλούν για το τέλος της ψυχανάλυσης, με την ίδια ευκολία που μιλούσαν κάποιοι για το τέλος της ιστορίας, του πραγματικού ή της πολιτικής. Διαψεύστηκαν. Και τα τρία επανέρχονται δριμύτερα. Ο Lacan το ήξερε: «Το έχω αναγγείλει», υποστήριζε σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, «το πραγματικό θα αποκτήσει και πάλι το πλεονέκτημα. Και θα είμαστε όπως πάντα χαμένοι». Στον ορίζοντα αυτού του πραγματικού θα εγγράψει και την εμπειρία της ψυχανάλυσης. Μια εμπειρία, που μέσα από τον μετεωρισμό του σημείου της, θα κλονίσει συθέμελα όλο το σύμπαν των σημαινόντων, αυτό το ίδιο το καθεστώς του Πραγματικού.

Ο Lacan θα εγείρει το υποκείμενο του μέσα σ' αυτή την έκλειψη του Πραγματικού, μια έκλειψη που θα γίνει και η αιτία όμως της επιθυμίας του, αυτής της καταγωγικής του απόλαυσης. Μια σειρά από έννοιες θα αρθρώσουν τώρα το συμβάν ενός καινοφανούς και απροσάρμοστου λόγου, αυτό το λακανικό σύμπαν, που με το αδιάθετο νόημα του, θα ριζοσπαστικοποιήσει όλον τον ορίζοντα του μετανεωτερικού λόγου. Το «ασυνείδητο» που ναι «δομημένο σαν γλώσσα», η αδύνατη «απόλαυση» του Άλλου, η υπεροχή του συμβολικού, η αποκαλυπτική του «συμπτώματος», είναι αυτές οι λακανικές θέσεις που θα καθορίσουν αποφασιστικά την ιστορία της ψυχανάλυσης και θα σφραγίσουν ανεξίτηλα τη θυελλώδη σκέψη του 20ου αιώνα. Προπάντων όμως αυτό το «σύμπτωμα», που αναδύει την αλήθεια του υποκειμένου, όταν το πλήττει γλωσσικά, όταν το αναγκάζει να τραυλίζει μπροστά στο τραύμα της ολικής του διαθεσιμότητας.

Ο Lacan ενδιαφέρεται γι αυτή την τομή, για αυτόν τον τόπο της γλωσσικής διάρρηξης, όπου το υποκείμενο αναμετράται με τ' ανείπωτο, μ' αυτή τη σιωπή τη γλώσσας. Η εμπειρία έτσι της ψυχανάλυσης γίνεται μια σκοτεινή εμπειρία, το συμβάν ενός πηγαίου σκότους που εξέρχεται. Το πραγματικό μιας αρνητικής απόλαυσης, μια λέξη πλέον αποκλειστικά λακανική, που μας καταβυθίζει στο σιωπηλό της μηδέν, που πάλι όμως δεν μας ανήκει. Είναι η στιγμή όπου η ανάλυση σκοντάφτει στο αδύνατο και γίνεται αυτό το δυνατό της ίδιας της αποτυχίας. Το υποκείμενο έτσι της ψυχανάλυσης είναι ένα διχασμένο υποκείμενο και γι αυτό ένα υποκείμενο ανοικτό στην επενέργεια του Άλλου, σ' αυτή δηλαδή την επενέργεια της γλώσσας. Ένα γλωσσικό όργανο που αντηχεί μέσα απ' αυτές τις ανοικτές και διαρκείς του ρηγματώσεις. Ρηγματώσεις που θα αναδύουν και τα γλωσσικά του συμβάντα. Το υποκείμενο έτσι γίνεται το ίδιο ένα συμβάν, αυτό το ένσαρκο ίχνος του πάθους της γλώσσας. Μιας γλώσσας όμως που για τον Lacan, δεν σιωπά ποτέ. Ακόμη κι αυτά τα παρασιτικά της συμβάντα δεν είναι εν τέλει παρά γλωσσικά συμβάντα. Συμβάντα που καταργούν αυτό το βιτγκενστάνειο σύνορο ανάμεσα στα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα. Το σύμπτωμα έτσι μιλά απ' Έξω και αυτή τη γλώσσα του Έξω. Ένα Έξω που γίνεται αυτή η δυνατότητα του ασυνείδητου, η μοναδική, τραυματική του εκ-δήλωση, μια από-καλυπτική εκφώνηση πόνου, ένα απρόσμενο και αδιανόητο συμβάν που ρηγματώνει την επικράτεια του Λόγου, εκχέοντας στο υποκείμενο του όλα τα απορημένα του σημεία. Σημεία πάντα μιας γλώσσας, γιατί ο Lacan είναι σαφής, «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα». Μια θέση που θέλει τον καταγωγικό πυρήνα του ανθρώπου να είναι ένας χώρος δομημένος, ένα γλωσσικό σύστημα που εκπέμπει αδιαλείπτως τις αλήθειές του. Μιας γλώσσας όμως που λέει το ανείπωτο, με λέξεις που δεν μας ανήκουν, γι αυτό και μας εγκαταλείπουν εν τέλει στη σιωπή τους, σ' αυτή τη διαρκή απορία της γλώσσας.

Όταν το ασυνείδητο μιλά, ο αναλυόμενος είναι γεμάτος απορία, όχι τόσο για τις λέξεις που εξέρχονται αλλά γι αυτόν τον μετεωρισμό τους, για την ακάλυπτη θέση τους. Η γλώσσα έτσι υποχωρεί ακριβώς σ' αυτό το σημείο, στο σημείο του συμπτώματος, για να δεξιωθεί αυτό το σκοτάδι του λόγου, εγκαταλείποντας το υποκείμενο της σε όλα τα δυνατά του «γιατί», που εκκινούν όμως τη διαδικασία της ανάλυσης, αυτό το νήμα της ομιλίας. Το ασυνείδητο έτσι γίνεται μια δυνατότητα της γλώσσας, η δυνατότητα της να σιωπά, να καθηλώνεται σ' αυτόν τον ορίζοντα του συμβάντος που την υπερβαίνει και τη συνέχει ταυτόχρονα. Λεχθέντα που έρχονται από το Έξω του μέσα μας και διαμοιράζουν, δίχως τη δική μας συγκατάθεση, τη μοναξιά του. Το ασυνείδητο διαμοιράζεται, διατίθεται, διακινείται, γίνεται ένα ενδιάμεσο και γι αυτό είναι γλώσσα, επειδή δεν ανήκει σε κανέναν, επειδή ανήκει μόνον στη κατηγορία της απεύθυνσης, αυτής της μοναδικής και ύστατης απόλαυσης του ανθρώπου. Δεν υπάρχει άλλη. Στο comma αυτού του συμβάντος εγείρεται και η σκηνή της επιθυμίας, η σκηνή της «απόλαυσης του Άλλου», πάντα όμως αυτή στην ου-τοπία του σεξουαλικού.

Η σεξουαλική απόλαυση λέει ο Lacan είναι αδύνατη: «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση». Ο διάσημος ορισμός του για τον έρωτα: «Έρωτας είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις σ' αυτόν που δεν το θέλει». Η αξεπέραστη αυτή αδυναμία της επικοινωνίας. Υπάρχει όμως, αυτός ο ορίζοντας της επιθυμίας, οι υποθέσεις της, οι μυστικές της προσδοκίες, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που υπάρχει είναι η γλώσσα, η γλώσσα που θα διακόψει αυτές τις υποθέσεις, που θα τις εκτρέψει σ' αυτή τη σκηνή της αδυνατότητάς τους. Γιατί η επιθυμία είναι πάντα αλλού, είναι πάντα αυτή η επιθυμία του άλλου, το ίδιο το αδιέξοδο της. Ένα αξίωμα ιδιαίτερα προβληματικό, γιατί δεν επιθυμούμε την επιθυμία του πλησίον μας αλλά την επιθυμία ενός ξένου, την επιθυμία μιας ριζικής ετερότητας. Ο πλησίον του Lacan δεν είναι ο αδελφός πλησίον του Ευαγγελίου, αλλά ένα τερατώδες «Πράγμα». Είναι αυτό το ανοίκειο που ενοικεί στις σχέσεις των ανθρώπων, που τις αντικειμενοποιεί και τις εντάσσει στη διαλεκτική της συμβολικής τους τάξης. Ο τόπος έτσι του Άλλου γίνεται μια αδύνατη ουτοπία, αυτή η αδύνατη απόλαυση, ο τόπος της εκτροπής όλων των σημαινόντων, το σημείο μηδέν του σημαίνοντος. Όπως η γλώσσα, αυτή η καθαρή απόλαυση, που διαπερνά τον έναν και τον άλλον, μη αναγνωρίζοντάς τους όμως, έτσι και η απόλαυση, δεν αναγνωρίζει σημαίνουσες διαφορές, αυτά τα αγκυροβόλια του πόθου. Το σωματικό ίχνος γίνεται έτσι αυτό το ελάχιστο, οριακό ίχνος της επιθυμίας, η «φαλλική» της παραμυθία και το ασυνείδητο, το κατοπτρικό ίχνος αυτής της επιθυμίας. Μια περιοχή γνώσης που εκχέει τον μαγματικό της λόγο απ' αυτές τις ρηγματώσεις που επιφέρει στο ομιλιακό καθεστώς της γλώσσας. Στην πραγματικότητα όμως μια κενή περιοχή, ένας αδιάγνωστος, συμπαγής πυρήνας, πάντα «δομημένος σαν γλώσσα», που εκφέρει τις μυστικές του εγγραφές σ' αυτή τη γλώσσα του Άλλου και για αυτό στη γλώσσα πάντα της επιθυμίας.

Το λακανικό υποκείμενο έτσι δεν είναι ένα αυτάρκες, ενσυνείδητο, ουσιοκρατικό Εγώ, μια συγκροτημένη οντότητα, μια γνωστική υπόσταση, αλλά ένα υποκείμενο ρηγματωμένο απ' τα σεισμικά συμβάντα του ασυνείδητου, διαθέσιμο σ' αυτή τη λύση της συνέχειας του, σ' αυτές τις ρωγμές που το διατρέχουν, ένα υπαρκτικό κενό που δεξιώνεται πάντα αυτή την απορία του Άλλου, την απορία του Πραγματικού. Ένα Εγώ που δεν εδράζεται στην απροϋπόθετη αυτονομία του αλλά στην ετερότητα του Άλλου, στον τόπο της δικής του γλώσσας. Η πληρότητα έτσι του λακανικού υποκειμένου είναι αδύνατη, οι συνεχείς ταυτίσεις ή ταυτοποιήσεις του μέσα στο συμβολικό ή φαντασιακό του ορίζοντα δεν είναι παρά οι εκδηλώσεις της επιθυμίας του, οι αδιέξοδες κατασκευές της. Το υποκείμενο έτσι, θα παραμένει πάντα μια ακυρωμένη ολότητα, ένα κατακερματισμένο και ελλειμματικό πάντα Είναι. Μια εκκεντρικότητα που ιχνογραφεί το πεπρωμένο της αποτυχίας της. Ο Άλλος ποτέ δεν θα καλύψει το κενό αυτού του διχασμού. Θα παραμένει πάντα ένας αδύνατος ορίζοντας, ο ορίζοντας αυτής της αδύνατης υπόσχεσης του. Οι όποιες φαντασιακές εξιδανικεύσεις αυτού του ορίζοντα δεν θα καταφέρουν ποτέ να επουλώσουν αυτό το τραύμα του Πραγματικού, αυτή την αδύνατη αλήθεια της επιθυμίας. Ο Άλλος θα ναι πάντα Άλλος και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Ο δεσμός και η σχέση θα εγγράφονται πάντα ως αυτές οι αδυνατότητες του υπαρκτικού τοπίου, πάντα όμως αυτό ένα τοπίο του Άλλου. Ο καθρέπτης έτσι των ταυτίσεων αποδεικνύεται ένας αναμορφωτικός καθρέπτης, ένα πεδίο που αποκρύπτει αυτή την πολυπρισματική και διαρρηγμένη του πλευρά, ένα πεδίο εξιδανικευμένων προσδοκιών και επαληθεύσεων. Είναι αυτός ο ελλειμματικός ορίζοντας του υποκειμένου που εγκαθιδρύει για τον Lacan και αυτή τη δυνατότητα ύπαρξης του υποκείμενου, ως το υποκείμενο όμως της έλλειψης και γι αυτό της απόλαυσης του Άλλου. Ό, τι εκλείπει και αδυνατεί να εκπληρώσει αυτή την ολότητα του υποκειμένου δεν είναι παρά «ένα έλλειμμα στην απόλαυση του Άλλου» θα πει ο Lacan. Το υποκείμενο έτσι χάνει συμβολικά αυτή την καταγωγική του απόλαυση, την υπαρκτική του εκ-κέ(ντρ)ωση. Και η διακοπή αυτής της απόλαυσης ταυτίζεται μ' αυτή την ανάδυση της γλώσσας, στον τόπο του Είναι, σ' αυτόν τον τόπο του Άλλου. Ο λακανικός νεολογισμός ex-sistence είναι έτσι ένας γλωσσικός ακτιβισμός ασύλληπτου φιλοσοφικού μεγέθους. Ο άνθρωπος που είναι αναπόδραστα εκτεθειμένος στην εκ-σωτερικότητα [extimite] της υπ-αρξής του [ex-sistence]. Στην εκ-κεντρικότητα μιας αφήγησης που θα ανθίσταται σε κάθε νόημα και σε κάθε δυνατή ερμηνεία. Μια μοναχική έτσι αφήγηση, που θα υπάρχει πάντα πέραν των λέξεων της, πέραν του υποκειμένου που τις μιλά, αλλά και αυτού του άλλου που τις ακούει, για μια ακόμη φορά μια καθαρή απόλαυση, η μόνη δυνατή, αυτή η απόλαυση της γλώσσας.

Η γλώσσα έτσι του υποκειμένου γίνεται αυτή η γλώσσα της έλλειψης, η μαύρη τρύπα του κόσμου, η ρηγμάτωση του, το κενό αυτού του ρήγματος, αυτός ο τόπος του κενού. Το υποκείμενο αυτής της έλλειψης έχει πλέον μόνο μια δυνατότητα, τη δυνατότητα της αδυναμίας, τη δωρεά της απώλειας του εαυτού. Την εξορία του σ' αυτή την έρημο του ασυνείδητου, στην πιο ερημική μοναξιά του ανθρώπου, στην συνάντηση του με «Αυτό» το Άλλο που ενοικεί εντός μας και που όμως δεν μας ανήκει. Υπάρχει εδώ μια φωτεινή φράση του Freud: «Εκεί όπου ήταν το Αυτό πρέπει να έρθει το Εγώ». Ό, τι μας συγκροτεί είναι «Αυτό» που δεν μας ανήκει. Όπως αυτός ο εκλιπών άλλος που με καταβυθίζει στο πένθος της μοναδικής του απώλειας και που για τον Lacan δεν είναι παρά αυτός ο φαντασματικός [fantasmatigue] άλλος που ενώ με από-καλύπτει σωματικά, στην πραγματικότητα είναι αυτός που πάντα θα μου διαφεύγει εγκαταλείποντας με στην πένθιμη εικόνα του είναι μου. Γίνομαι έτσι ολόκληρος ένα καθεστώς απώλειας, αυτής της απώλειας πάντα του άλλου. Μια απώλεια που με κατατρώει, που διαρρηγνύει το σώμα μου, που διανοίγει τις οπές του, αυτές τις οπές της απόλαυσης, όπως θέλει ο Lacan.

Γιατί για τον Lacan το σώμα είναι αυτό: η ελάχιστη δυνατότητα της απόλαυσης, το τελευταίο και μοναδικό της ίχνος. Αυτό το σπαρασσόμενο σώμα που γίνεται έτσι αυτός ο «τόπος της απόλαυσης», της «υπεραπόλαυσης», το ανοικτό φρέαρ της υπέρ-εξ-άντλησής της. Στον ορίζοντα αυτής της απόλαυσης το σώμα γίνεται έτσι αυτή η εικόνα του Άλλου. Μια εικόνα που επισκέπτεται το σώμα, ερχόμενη απ' αυτό το Έξω του Άλλου και αφήνει τα σημεία της πάνω του. Το σώμα έτσι απεικονίζει το αντι-κείμενο του, σε μια συνθήκη εκδίπλωσης και σωματοποίησης του αντικριστού κόσμου της επιθυμίας. Μια σύλληψη του Έξω που από-καλύπτει το σώμα ως για πάντα αυτό το σώμα του Άλλου. Ως τον τόπο μιας αναπαράστασης που δεν της ανήκει, γιατί αυτή θα' ναι πάντα μια αναπαράσταση του Άλλου και γι αυτό μια αναπαράσταση της απεύθυνσης, σ' αυτή την εκηβόλο γραμμή της επιθυμίας. Εικόνες όλες του Άλλου που επιστρέφουν. Αυτή η συγκινητική στιγμή του Lacan όταν γράφει με κεφαλαίο Α τον Άλλον, όταν βάζει το υποκείμενο της επιθυμίας να μετεωρίζεται σ' αυτόν τον ορίζοντα της ολικής του έκλειψης αλλά και αυτής μαζί της φαντασιακής του διεμφάνειας. Το υποκείμενο έτσι του Lacan γίνεται το υποκείμενο μιας διασποράς, αυτής της διασποράς όλων των σημαινόντων. Ένα ίχνος που διαρκεί μέσα σ' αυτή τη διάρκεια της λήθης. Μιας λήθης που όμως δεν θα γίνει ποτέ αυτή η λήθη του Άλλου. Στον ορίζοντα αυτής της απεύθυνσης ο Άλλος της γλώσσας, «γιατί ο άλλος είναι πάντα παρόν ως απόλυτος Άλλος καθώς αναγνωρίζεται αλλά δεν γνωρίζεται», γίνεται αυτός ο τόπος της πληρότητας, η τοπική της απόλαυσης του υποκειμένου. Το συμβολικό έτσι είναι για τον Lacan εκείνη η περιοχή όπου ο Άλλος επιχειρεί να καλύψει το κενό της έλλειψης μου, αυτή η γλώσσα του Άλλου που με την υπεροχή της δομεί και συνέχει την φαντασιακή μου εμπειρία, όλο το σύμπαν των βουβών μου εικόνων εγείροντας μου αυτή τη μοναδική μου δυνατότητα να υπάρχω ως υπό-κείμενο, ως ένα ον δηλαδή που υπόκειμαι στη γλώσσα, στη γλώσσα του Άλλου. Η θέση έτσι του σημαίνοντος θα αποκτήσει για τον Lacan μια πρωτεύουσα σημασία. Το σημαίνον θα ναι αυτό που θα εγγράπτει το υποκείμενο στον ορίζοντα του Άλλου, στη διαλεκτική του σημαινόμενου. Πάντα όμως αυτή μια θέση ελλειπτική, γιατί το σημαινόμενο θα εγγράπτει με τη σιωπή του αυτή τη μοναξιά του σημαίνοντος. Ο Άλλος της έλλειψης μου δεν υπάρχει, «δεν υπάρχει ο Άλλος του Άλλου», θα πει ο Lacan, υπάρχει μόνο αυτό το αδύνατο της απόλαυσης, το μόρφωμα και το όριο αυτού του αδυνάτου. Μια αδυναμία, αυτή η αδυναμία της γλώσσας, που κάνει το υποκείμενο να επιστρέφει στον εαυτό του, στην φαντασιακή του εκδίπλωση και να αναζητά εκεί αυτή την απολεσθείσα γοητεία του Άλλου. Με αυτή την επανεκκίνηση της επιθυμίας η φαντασίωση επιχειρεί τώρα να κλείσει όλες τις τρύπες του συμβολικού, να διεγείρει όλον τον ορίζοντα των προσδοκιών αυτής της χαμένης πληρότητας. Θα ναι τώρα αυτή η εικόνα του Άλλου, το αντικείμενο της, αυτό το αντικείμενο της απόλαυσης, που θα πάρει τη θέση του μεγάλου Άλλου, που απέτυχε να ανταποκριθεί στον τόπο της έλλειψης μου. Η φαντασίωση έτσι γίνεται ο τόπος της ανέλκυσης όλων των κατοπτρικών μου εικόνων, ο γενέθλιος τόπος του Εγώ. Είναι στην επιφάνεια αυτής της οθόνης που θα στροβιλίζονται τώρα όλοι οι απαστράπτοντες αντικατοπτρισμοί, όλες οι ψυχικές μας προβολές. Στην οθόνη του φαντασιακού αυτό που αναγνωρίζεται είναι αυτό που αποκάλυψε την πλάνη του συμβολικού, το έλλειμμα του μεγάλου Άλλου. Ένα ίχνος του Πραγματικού που διεγείρει εκ νέου τη επιθυμία του υποκειμένου, γι αυτό και τη μοναδική δυνατότητα ύπαρξης του υποκειμένου, πάντα αυτό ως ένα υποκείμενο του Άλλου, της απόλαυσης του Άλλου και ο Lacan σ' αυτό είναι σαφής. Οι φαντασιακές έτσι εικόνες είναι εκ νέου μυθολογικές εικόνες, αυτές οι προσυμβολικές εικόνες του Άλλου, της απόλαυσης του, στην πραγματικότητα όμως, μόνον αυτός πάλι ο μετέωρος ορίζοντας της μοναδικής του υπόσχεσης. Το υποκείμενο έτσι της φαντασίωσης δεν είναι μια γρηγορούσα συνείδηση αλλά μια περιπλανώμενη αδυναμία, ο διχασμένος λόγος μιας εγειρόμενης και διεγειρόμενης επιθυμίας. Μια «φαντασματική οθόνη» που εξομαλύνει το πραγματικό, που φιλτράρει την τραυματική του φύση, αυτή η ίδια η αντικειμενική υποκειμενικότητα των εμπειριών μας. Η φαντασίωση παρ' όλα αυτά δεν μας διανοίγει σε μια ονειρώδη πραγματικότητα, γιατί τα όνειρα πάντα θα επιδεινώνουν το πραγματικό, πάντα θα επιστρέφουν στο πολλαπλάσιο τον τραυματικό του χαρακτήρα. «Ξυπνάμε μέσα στη πραγματικότητα», θα πει ο Lacan, «για να ξεφύγουμε από το πραγματικό που συναντάμε στα όνειρα», η φαντασίωση απλώς αναβιώνει εκ νέου την επιθυμία και σ' αυτό το περιβάλλον τώρα των εικονικών της εξαρτήσεων.

Αλλά τι είναι το πραγματικό; Δεν είναι έτσι μια αυθύπαρκτη, αντικειμενική πραγματικότητα, το «καθεαυτό πράγμα» του Καντ, ένας μοιραίος εκ-σωτερικός ρεαλισμός. «Δεν είναι όμως ούτε ο ιστός του Φαντασιακού», όπως θα επισημάνει ο Ζίζεκ. «οι ψευδαισθήσεις και οι παρανοήσεις του που διαστρέφουν όσα προσλαμβάνουμε, ούτε και το ¨τείχος της γλώσσας¨ , το συμβολικό δίκτυο μέσω του οποίου σχετιζόμαστε με την πραγματικότητα». Το Πραγματικό είναι για τον Lacan ότι αντιστέκεται στο συμβολικό, ό, τι δεν εγγράφεται στη γλώσσα. Αυτό που αποκρύπτεται και που μ' αυτή του την στάση απολύει εν τέλει και αυτή τη διαθεσιμότητα της γλώσσας. Ένας κλονισμός. Μια αδιάγνωστη και αδιάθετη εξωτερικότητα, μια συνθήκη που ανθίσταται στην αναπαράσταση της, μια αδυνατότητα που διαγράφεται μόνο στην συμβαντική και ακαριαία της διεμφάνιση. Το σύμπτωμα μιας σκηνής που διασαλεύει τη γλώσσα και αποσύρει τις κατασκευές της.

Το Πραγματικό λέει ο Lacan είναι το ανυπόφορο, το δυσάρεστο μιας τραυματικής ασυνέχειας. Ένα αρνητικό ίχνος που εξαρθρώνει όλες τις συμβολοφαντασιακές προσδοκίες, εγγράφοντας στο κενό αυτής της έλλειψης την δική του αδυνατότητα, αυτό το σημείο της «επαφής (μας) με το πραγματικό», όπως θα πει ο Lacan. Ένα σημείο που από-γοητεύει και διασαλεύει τη πραγματικότητα της γλώσσας, αναδεικνύοντας αυτή την αναυθεντική της πλευρά, την κατασκευασμένη της φύση. Ένα ανεικονικό στοιχείο που δεν συλλαμβάνεται, δεν χειραγωγείται αλλά αποκρύπτεται ακόμη και σ' αυτές τις σπάνιες και πολύτιμες, αποκαλυπτικές του στιγμές. Μια εξωτερικότητα που ανθίσταται σε κάθε απόπειρα εσωτερίκευσης, μια οιονεί έτσι απειλή, ένα extraterrestrial παράσιτο της γλώσσας. Σ' αυτή την αδυναμία του συμβολικού ορίζοντα το Πραγματικό έτσι εγγράφεται ως αυτό το μη δυνατό της γλώσσας. Ένα αδιάθετο νόημα που δεν ανήκει στον ορίζοντα αυτής της αδυναμίας αλλά αντιθέτως γίνεται αυτή η ίδια η εκλειπτική της, η εκλειπτική της έλλειψης του Άλλου. Την όποια υποτιθέμενη έλλειψη στο Πραγματικό την κομίζει μόνο η γλώσσα, αυτή η κοσμική απόσυρση της λέξης, η ανάπηρη φύση της. Αυτή «η ενική ύπαρξη του ίδιου του υποκειμένου», όπως θα πει ο Lacan, που εγκαταλείπει το υποκείμενο στην καταγωγική του απορία, σ' αυτή τη σημαίνουσα μοναξιά του. Ό, τι ο Lacan θα εγγράψει σ' αυτή την αδύνατη αρχή της επιθυμίας. Στην αδυναμία της εγγύτητας που διασώζει την άφθαρτη αμορφία του πράγματος, την μυστική και ανοίκεια εικόνα του. Ένα ελλειπτικό νόημα που εκθέτει το υποκείμενο «στο πεδίο των αντικειμένων». Πάντα αυτό ένα πεδίο στρεβλό, έκθετο στην αναστολή και τη σύγχυση των σημείων του. Μια αναμορφωτική «καμπύλωση» που είναι για τον Lacan αυτό το πεδίο της ίδιας της ανοικτότητας του. Το πραγματικό έτσι είναι αυτό που εγγράφεται πέρα από τις φαντασιωτικές και συμβολικές του ταυτίσεις, ο τόπος μιας Άλλης σκηνής, το ίχνος της οποίας πάντα θα μας διαφεύγει, όπως το νερό μέσα απ' τη χούφτα μας. Οι ενορατικές ενστάσεις του Lacan πάνω στα μυθολογικά αξιώματα της επιστήμης για το πραγματικό, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της ιατρικής επιστήμης, μόλις και που αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές.

Ο Lacan αντιδρούσε σ' αυτή τη θετικιστική τυποποίηση της επιστημονικής γνώσης που απέκλειε όλες τις δυνατές εξαιρέσεις της ζωής, αυτές που καθορίζουν όμως αυτή τη πραγματικότητα του υποκείμενου. Αντιτασσόταν σ' αυτή τη συμβολική θωράκιση του επιστημονικού λόγου, στην αποστασιοποίηση του από το καθεστώς της αμφιβολίας και αβεβαιότητας που ήταν άλλωστε και τα καταστατικά του στοιχεία. Η αδυναμία της επιστημονικής περιγραφής του κόσμου δεν είναι για τον Lacan, παρά αυτή η αδυνατότητα του ίδιου του Πραγματικού, μια αδυνατότητα όμως που δεν οδηγεί σε έναν μεταφυσικό μυστικισμό αλλά σ' αυτή την αναγνώριση των γλωσσικών μας ορίων, στην ελλειπτική φύση της γλώσσας που αδυνατεί να πει «όλη την αλήθεια». Το Πραγματικό έτσι είναι αυτό που υπονομεύει όλες τις αλήθειες του κόσμου, όλες τις συμβολοφαντασιακές του κατασκευές. Γι' αυτό και η απόλυτη γνώση θα' ναι για τον Lacan το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ψύχωσης. «Υπάρχει ένας θεός-άτομο», λέει ο Lacan, «ένας θεός-χώρος κλπ. Εάν κερδίσει η επιστήμη ή η θρησκεία, η ψυχανάλυση τέλειωσε. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί».

Ο Lacan δεν αντιπαλεύει την επιστήμη, αντιπαλεύει όμως την πραγματικότητα της επιστήμης υπερασπιζόμενος το ψυχαναλυτικό πραγματικό, που θα' ναι πάντα γι' αυτόν, αυτό το πραγματικό του υποκειμένου. Έχει δίκιο λοιπόν ο Zizek όταν επιχειρεί να διαβάσει τον Lacan πάνω στα παράδοξα της κβαντικής φυσικής, σ' αυτές τις εκ του μηδενός σωματιδιακές επισκέψεις που αναστέλλουν κάθε νόημα, κάθε δυνατότητα φυσικής γνώσης. Αυτό τελικά που εκτρέπει το πραγματικό και το καθιστά κυριολεκτικά εξωπραγματικό είναι αυτά τα «κβάντα της επιθυμίας» που κινούνται άτακτα και διασαλεύουν με την απροσδόκητη και αχαρτογράφητη παρουσία τους αυτόν τον ίδιο τον ορίζοντα της γλώσσας. Μιας γλώσσας που θα είναι πάντα η γλώσσα της επιθυμίας, αυτό το λάθος πάντα της απεύθυνσης. Η πολιτική εκτροπή είναι μοιραία. Στο περιθώριο κυριολεκτικά της συμβολικής εξουσίας, στα όρια δηλαδή της πολιτικής αλήθειας, εγκαθίσταται μια αιρετική συνθήκη απόλαυσης του άλλου. Ο άλλος που γίνεται αυτή η ριζική εκ-κεντρικότητα του υποκειμένου, η ίδια η αιτία της σχηματοποίησης του[Butler]. Μια πολιτική οικονομία που δεν εδράζεται τόσο στην αλήθεια του Νόμου όσο σε εκείνο το ισχνό ίχνος που επιμένει να ανθίσταται στο Νόμο. Μια λακανική συμβολή στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας ασύλληπτου μεγέθους. Το Πραγματικό είναι έτσι για τον Lacan αυτή η αδυναμία της συμβολοποίησης, το γλωσσικό της αδιέξοδο, το εμβληματικό αναπαραστατικό της έλλειμμα. Μια προνομιακή έτσι περιοχή εκδήλωσης αυτού του Πραγματικού, αυτής της εξωτερικότητας του Έξω, θα μπορούσε να είναι η Τέχνη. Μια Τέχνη όμως που αντιστέκεται στην πραγματικότητα των αναπαραστατικών της δυνατοτήτων, στη φαντασιακή της έδρα, που «εικονίζει» αυτή την αδυνατότητα της απεικόνισης, που εγγράπτει την αλήθεια του κόσμου όχι στο παρόν της ρεαλιστικής του καθήλωσης αλλά σ' αυτό το μοναδικό ίχνος της οριστικής του απουσίας. Είναι εκείνη η πειραματική στιγμή της τέχνης και σ' αυτές τις καταστροφικές της χειρονομίες και πριν προλάβουν μάλιστα αυτές να συμβολοποιηθούν, ακριβώς αυτή η στιγμή, όπου εκκενώνεται το αστραποβόλημα του κόσμου, αυτή η ανατριχίλα του Πραγματικού.

Η τέχνη θα' ναι έτσι για τον Lacan αυτή η μοναδική ευκαιρία της διεμφάνισης του αφανέρωτου, ο τόπος της φαντασιακής υποχώρησης όλων των εικόνων, αυτής εν τέλει της «εικόνας του κόσμου», όπως την θέλει ο Alberti, που εγείρει τώρα αυτό το μυστικό και αφανέρωτο Είναι του κόσμου και τη μοναδική αυτή δυνατότητα της επιστροφής του. Μόνο η τέχνη για τον Lacan μπορεί να γίνει αυτός ο προνομιούχος τόπος της αποκάλυψης, της αποκάλυψης του μη ορατού, τελικά αυτού του μη ειπωμένου. Μπροστά σ' αυτή τη δι-αφάνεια του Πραγματικού η Τέχνη δεν γίνεται η αδύνατη αναπαράσταση του, αλλά αυτό το (α)δύνατο ίχνος του, αυτό το δυνατό μικρό «α» που αποσπάται από την αδυναμία του κόσμου και φέρει πάνω του όλη αυτή τη νύχτα του Είναι.

Αποστόλης Αρτινός
Λεξήματα